Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ[Ερανίσματα]

Α]. Γενικά χαρακτηριστικά του δικαίου της Μάνης. Το δίκαιο της Μάνης, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όσον αφορά τους κανόνες του για τη διοίκηση της περιοχής [με διορισμένους μπέηδες και καπετάνιους που είχαν σαφείς αρμοδιότητες από το Δοβλέτι], τον φόρο υποτέλειας και τις [ποινικού ενδιαφέροντος] απαγορεύσεις για πειρατεία, ληστεία, στρατολογία σε Δυτικούς κλπ εκπορεύεται από τον Οθωμανό επικυρίαρχο που επιβλέπει και επιμελείται την εφαρμογή του [πχ δικάζει, φυλακίζει και στέλνει στην αγχόνη μπέηδες και πειρατές]. Είναι, ως προς τα παραπάνω θέματα, δίκαιο γραπτό που επιβλήθηκε από την Οθωμανική εξουσία.
         Όσον αφορά τη διοίκηση των χωριών και του κοινού των Μανιατών [με πρωτόγερους και γεροντάδες], τα οικογενειακά και κληρονομικά ζητήματα, την ιδιοκτησία, τις σχέσεις των Μανιατών και τη συμπεριφορά τους, το δίκαιο της Μάνης είναι εθιμικό και οι ρίζες του φθάνουν στο αρχαίο Σπαρτιατικό. Είναι δίκαιο άγραφο που διαμορφώθηκε από τη σκληρή ζωή των Μανιατών.
          Και στις δύο του εκφάνσεις [δημοσίου και ιδιωτικού] διαποτίζεται από τον νόμο του ισχυρού που είναι κυρίαρχη αρχή του.Έχει υποστεί κάποιες επιδράσεις, από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, τον χριστιανισμό [σε θέματα οικογενειακά] και από το βενετσιάνικο [σε θέματα εμπορίου].                                                                                                                         
          Β]. Πηγές του δικαίου της Μάνης και της ιστορίας του.
 Το αρχαίο Σπαρτιατικό δίκαιο, τα έθιμα και οι παραδόσεις, μοιρολόγια, τσάτιρες,  ποιήματα,  τραγούδια,  παροιμίες,  έγγραφα ιδιωτικά, πωλητήρια, προικοσύμφωνα, μισθωτήρια, συμφωνητικά, διαθήκες, συμφωνητικά αίματος, κείμενα ισχυρών προς τους Δυτικούς, επιγραφές εκκλησιών κλπ. Βενετικά και Οθωμανικά αρχεία αλλά και Πατριαρχικά κείμενα που σχετίζονται με τη Μάνη,  Βενετικά μισθωτήρια και  Οθωμανικά κείμενα [πχ Α] Η συμφωνία Οθωμανών και Μανιατών για την αυτονομία της Μάνης και τη καταβολή ετήσιου φόρου στην α΄ Τουρκοκρατία ο χρόνος και οι λεπτομέρειες της οποίας δεν μας είναι πλήρως γνωστές. Β] Η συμφωνία του 1715 για τη παράδοση της Μάνης [στη β΄ Τουρκοκρατία]. Γ] Οι διαταγές στους καπετάνιους από τον πασά της Τριπολιτσάς. Δ] Ο διορισμός του μπέη το 1776. Ε] Οι διαταγές προς τον μπέη και τους καπετάνιους μετά το 1776. Στ] Το υποσχετικό των Μανιατών στον Αντώνμπεη της 15ης Αυγούστου 1806 στο Μαραθονήσι, στον Θεοδωρόμπεη το 1813 κλπ], κείμενα, επιστολές, διαταγές κλπ των μπέηδων και καπετάνιων της Μάνης  κείμενα περιηγητών,  Ιστορία της Μάνης και άλλα κείμενα για τη ζωή, τα ήθη και έθιμα των Μανιατών από συγγραφείς Μανιάτες, παλαιούς ή και νεότερους ερευνητές που συνεχίζουν να φέρνουν στο φως διάφορα στοιχεία με τις πολύμοχθες  προσπάθειές τους.
          Γ]. Μύθοι και πραγματικότητες. Υποστηρίζεται ότι,
1] Η Μάνη, κατά τη Τουρκοκρατία, ήταν ανεξάρτητο κράτος. Η πραγματικότητα είναι ότι ήταν ημιαυτόνομη χώρα, φόρου υποτελής στον Σουλτάνο και υπό την επικυριαρχία του. Ένα μέρος της Μάνης μάλιστα, η εύφορη βορειοανατολική [Πασσαβάς, Μαλευροχώρια, σημερινό Γύθειο, Αιγιές], ήταν υπόδουλο ως το 1780, όπως όλος ο Μοριάς, και τελευταία υπεισήλθε στο καθεστώς ημιαυτονομίας και φόρου υποτέλειας.
          2]. Η Μάνη δεν πλήρωνε φόρο ή πλήρωσε ελάχιστες φορές. Η πραγματικότητα είναι ότι φόρο πλήρωνε κάθε χρόνο και ενδεχομένως, ελάχιστες χρονιές να μη πλήρωσε. 
          3]. Ο μπέης και οι καπετάνιοι εκλέγονταν από τα ισχυρά σόια της Μάνης. Η πραγματικότητα είναι ότι διορίζονταν από τους Οθωμανούς, πολλές φορές με διαμεσολάβηση και πίεση των Δυτικών, κατά κανόνα δε  εξαγόραζαν με χρήματα οι υποψήφιοι τα αξιώματα ή έδιναν  διάφορα ανταλλάγματα.
          4]. Το 1821 οι Μανιάτες κήρυξαν τον πόλεμο στην Υψηλή Πύλη. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Μανιάτες επαναστάτησαν κατά των Οθωμανών.
5]. Το δίκαιο της Μάνης είναι ενδογενές. Αυτό έχει δόση αληθείας όσον αφορά το δίκαιο κυρίως των ιδιωτών αλλά το διοικητικό δίκαιο [των κορυφαίων οργάνων] και μέρος του ποινικού [πχ πειρατεία] ήσαν Οθωμανικά [όπως σημειώνεται παραπάνω στα γενικά χαρακτηριστικά του δικαίου της Μάνης].
6]. Η Μάνη ήταν αναρχούμενη χώρα χωρίς διοίκηση, φόρους και νόμους, όπου ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε με αποκορύφωμα τους γδικιωμούς. Η πραγματικότητα είναι ότι η Μάνη είχε διοίκηση [μπέη, καπετάνιους και πρωτόγερους], νόμους [ακόμη και για τον γδικιωμό], φόρους και κριτές [που επέβαλαν ποινές εξορίας, αποζημίωσης, ραβδισμού και θανάτου]. [Εγκλήματα γίνονταν σε όλες τις κοινωνίες από συστάσεώς τους και θα γίνονται. Η Μάνη δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση και ο γδικιωμός δεν απαντάται μόνον στη Μάνη]. Το ότι Οθωμανοί και τοπικοί άρχοντες, συστηματικά,  δεν καταπολέμησαν τον γδικιωμό, ιδία στη Μέσα Μάνη, παρότι  οι νόμοι της πολιτείας αλλά και των θρησκειών απαγόρευαν το φονικό, δεν είναι τυχαίο. Τους βόλευε να είναι διχασμένοι οι Μανιάτες και απασχολημένοι διαρκώς στις διαμάχες τους για να μην αποτελούν απειλή στα συμφέροντα και στη κρατούσα τάξη πραγμάτων. Αντίθετα οι πειρατές, οι ληστές και οι ανυπότακτοι κλέφτες και στασιαστές [Παναγιώταρος Βενετσανάκης, Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, Λάμπρος Κατσώνης κλπ] που απειλούσαν τον Οθωμανικό [κυρίως εμπορικό αλλά ως ένα βαθμό και πολεμικό] στόλο, τα οικονομικά συμφέροντα, την ασφάλεια και τη τάξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καταπολεμήθηκαν απηνώς από τους Οθωμανούς, τους μπέηδες και καπετάνιους και τελικώς εξολοθρεύθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τη Μάνη.
7]. Οι Μανιάτες εξέλεγαν  τους αρχηγούς τους σε πειρατικές εξορμήσεις, ληστρικές επιδρομές ή πολεμικές επιχειρήσεις και μάλιστα τους πλέον άξιους. Η πραγματικότητα είναι ότι οι αρχηγοί δεν εκλέγονταν αλλά έπαιρναν τις θέσεις είτε αυτοβούλως και αυτοδυνάμως είτε κληρονομικά λόγω της δύναμης του σοϊού τους. Εκεί όπου βασιλεύει το δίκιο του ισχυρού εκλογές δεν γίνονται ή και αν γίνουν έχουν απλώς τυπικό χαρακτήρα και επικυρώνουν ειλημμένες αποφάσεις. Μόνον σε περιπτώσεις ισοδυναμίας και για την αποφυγή πολέμου ήταν δυνατόν να υπάρξει επιλογή ή εκλογή.
8]. Τη δικαστική εξουσία στη Μάνη ασκούσαν ο μπέης, οι καπετάνιοι και οι πρωτόγεροι. Η πραγματικότητα είναι ότι ο πασάς της Τριπολιτσάς ως το 1776 και ακολούθως ο καπουδάν πασάς είχε κρατήσει για τον εαυτό του τη δικαστική εξουσία επί των Μανιατών με τον μπέη και τους καπετάνιους να εκτελούν κυρίως αστυνομικά [και φοροεισπραχτικά] καθήκοντα.
9]. Ο μπέης ήταν ανεξάρτητος έναντι των Οθωμανών. Η πραγματικότητα είναι ότι ήταν όργανο διοίκησης, θεσμος του διοικητικού δικαίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εξάλλου οι ίδιοι οι μπέηδες στις επιστολές τους προς τους Οθωμανούς αυτοχαρακτηρίζονταν ως σκλάβοι, δούλοι και ραγιάδες των Οθωμανών. 
10]. Στη Μέσα Μάνη δεν πάτησε Οθωμανικό ποδάρι και η περιοχή έζησε ελεύθερη. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Οθωμανοί εισήλθαν πολλάκις και στη Μέσα Μάνη ιδιαίτερα κατά τη πρώτη Τουρκοκρατία αν και δεν χρειαζόταν καθόσον α] ήλεγχαν όλα τα παράλια της Μάνης και έτσι είχαν υποχρεωθεί οι κάτοικοι να ανηφορίσουν στα ορεινά εδάφη, β] η Μέσα Μάνη είναι παντελώς άγονη, πετρώδης και αφιλόξενη [άοικος τόπος], γ] οι Μεσομανιάτες είχαν εμπλακεί σε γδικιωμούς και έτσι είχαν καταστεί ακίνδυνοι για τη τάξη στον Μοριά και δ] οι Μεσομανιάτες πρωτόγεροι, πλειστάκις, όπως και οι άλλοι Μανιάτες, είχαν υποσχεθεί και υπογράψει την υποταγή και υπακοή τους στους καπετάνιους, στον μπέη και στο ‘’κραταιό Δοβλέτι’’.  
[Για τα παραπάνω βλ. κατωτέρω ανηρτημένο στο διαδίκτυο κείμενο υπό τον τίτλο, Η πολιτειακή οντότητα της Μάνης κατά τη περίοδο 1460-1821].  
11].Ο λόγος μου είναι συμβόλαιο [δηλαδή οι Μανιάτες δεν έκαναν συμβόλαια και αρκούνταν στον λόγο τους, στη προφορική συμφωνία]. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι συμφωνητικά [συμβόλαια] έκαναν αείποτε ή έστω από παλιά. Ο Σταύρος  Σκοπετέας έχει δημοσιεύσει στο περιοδικό Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Eλληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 3 και 6,  συμφωνητικά και διαθήκες των ετών 1547-1830. Ιδού ένα, ‘’Εν ονόματι του μεγάλου Θεού…εγώ ο…και η …με τα παιδία μου… εσυφωνήσαμε και επουλήσαμε το… με τα ελιόφυτα… Μάρτυρες…Έτους ζνε΄, μηνί Γεναρίου 1’’. Και άλλο του 1600. ‘’Έτους ζρη΄. Κατά τη σήμερον ημέρα ήτις εστί μηνί Γεναρίου ιγ΄ εφάνη μου καλό…και πουλούμε ...τις ελιές και χωράφι…και γίνομαι εγώ ξένος και αμέτοχος…’’.
[Υπήρχε η εντύπωση ότι δεν γίνονταν συμβόλαια ακόμη και ως το 1950, επειδή ως τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους δεν υπήρχαν εγγράμματοι στα χωριά – ήσαν προσιτοί μόνο από τους πυργοδεσπότες- αλλά και γιατί δεν υπήρχαν χρήματα από τους Μανιάτες να πληρώσουν τον γραμματικό και αργότερα τον συμβολαιογράφο καθώς και μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους δεν ήθελαν να πληρώσουν τον φόρο μεταβίβασης και τα έξοδα μεταγραφής].
12]. Στη Μάνη δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις αλλά οι διαφοροποιήσεις οφείλονταν στην δύναμη των όπλων [πολλά άτομα στο σόι, πολλά ντουφέκια]. H πραγματικότητα είναι πως οι μεγαλογενήτες [σοϊλήδες] και οι Νικλιάνοι ήταν η πάνω [-ου] τάξη. Οι αχαμνόμεροι και οι φαμέγιοι η κάτω. Η διαφορά ήταν και οικονομική [που προήλθε από τη στρατιωτική υπεροχή]. Η πάνω τάξη αντλούσε τον πλούτο της από τη πειρατεία, τον έλεγχο των λιμανιών, τη φορολογία, το εμπόριο, τη προστασία ξένων εμπορικών πλοίων, τα μεγάλα χωράφια και κοπάδια, τους μύλους, τα λιτριβεία και τη τοκογλυφία. Είχε πύργους, πολυτελή και επιδεικτική ενδυμασία, χρυσοποίκιλτα όπλα και ασκούσε εξουσία. Στη  κάτω τάξη οι άνθρωποι ήσαν φτωχοί, ξυπόλητοι, πεινασμένοι [κρέας έτρωγαν Χριστού και Λαμπρή ή σαν έπεφτε κάποιο ζώο τους στα γκρεμά], ζούσαν σε καλύβες ή σπηλιές μαζί με τα ζώα και επεδίωκαν ό,τι αμέσως κατωτέρω στη παράγραφο 13, περιπτώσεις α και β σημειώνεται.
13].Οι Μανιάτες αχαμνόμεροι ενώ εξεγείρονταν κατά των Οθωμανών και αργότερα κατά του κράτους [κυρίως για φόρους και αξιώματα] στους αρχηγούς τους ήταν πιστοί. Αυτό έχει μεγάλη δόση αλήθειας αλλά ο λόγος της πίστης των Μανιατών στους αρχηγούς τους πρέπει να αποδοθεί α] στο ότι ήθελαν να διαφυλάξουν τη ζωή τους προσκολλημένοι στους ισχυρούς     [πληρώνοντας και φόρο προστασίας το λεγόμενο σύνοικο] και β] για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο άρτο. Έτσι γεννήθηκαν τα ρουσφέτια. Σε όλους τους αγώνες, ακόμη και το ΄21, οι Μανιάτες, κατά κανόνα, μισθοδοτούντο και μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους  αγωνίσθηκαν για να γραφούν στα κρατικά κατάστιχα [στον στρατό, στα σώματα ασφαλείας και στις δημόσιες υπηρεσίες], για να παίρνουν μισθό. ‘’Αν του βαστά του βασιλιά να κόψη το μιστό μου – θα στείλω τη Μανιατουριά να κόψη το λαιμό του’’ [για να με πληρώσει].
14]. Οι Μεσομανιάτες [Κακαβούληδες] ήσαν οι πλέον γνήσιοι Μανιάτες [και Έλληνες] γιατί εκεί δεν πάτησαν οι Σλαύοι. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Σλαύοι έφθασαν ως τη Τσίμοβα που ανήκει στη Μέσα Μάνη αλλά και στο κάτω-κάτω από τη κάθοδο των Σλαύων, τον 7ο ή 8ο αιώνα, πέρασαν αιώνες και αυτοί όπου και αν εγκαταστάθηκαν εξελληνίσθηκαν και εκχριστιανίσθηκαν. Στη Μέσα Μάνη εγκαταστάθηκαν πολλοί ραγιάδες [φερτοί] με πρώτους από όλους τους Νικλιάνους. Όμως σαν ατόνησε ο Οθωμανικός κίνδυνος οι περισσότεροι Μεσομανιάτες, που  μετανάστευσαν, εγκαταστάθηκαν στην εύφορη βορειανατολική Μάνη.
15]. Στη Μάνη δεν γίνονταν κλοπές, αρπαγές γυναικών κλπ. Η πραγματικότητα είναι ότι όλα γίνονταν και σε ευρεία, μάλιστα, έκταση. Τούτο πιστοποιείται από ποιήματα [του Νηφάκου], τσάτιρες και μοιρολόγια. Ενδεικτικός είναι ο διάλογος για την ακούσια απαγωγή. Εκείνος. ‘’Έλα να φύγωμε φευγώς’’. Εκείνη. ‘’ Κι έσκουξα τότε μία φωνή.- Πού είστε τ΄αδερφάκια μου – τα πρωτοξαδερφάκια μου – φτάστε το λιγωρότερο – τι θα με σούρη ο Περικλής -  θα ζας σε φέρου προσβολή – στανιώς χωρίς τη γνώμη μου’’. [Ας θυμηθούμε και την αρπαγή της Γιατρίτσας στο Οίτυλο που έφερε σε σύγκρουση τα σόια Γιατριάνων και Στεφανοπουλαίων και τη παρακμή του Οιτύλου].
Και για τις κλοπές από τον Νηφάκο. ‘’…Κι άλλος αλλούθε περπατεί να εύρη τι να κλέψη…’’ και ‘’… να έλθωμεν εις τους …κατσικογιδόκλεφτες και νυχτοπερπατάδες…’’.
          16]. Η πληθώρα των εκκλησιών αποδεικνύει την θεοσέβεια των Μανιατών. Αυτό είναι αλήθεια αλλά ο κύριος λόγος του πολυάριθμου των εκκλησιών είναι ότι κάθε ισχυρό σόι για λόγους εγωισμού αλλά και προστασίας από τους εχθρούς του δεν ήθελε να έχει επικοινωνία μαζί τους [και στη Μάνη όλοι εχθρεύονταν όλους] και έτσι είχε δική του εκκλησία και νεκροταφείο. Τέλος ως προς τις πολλές επισκοπές, που ίδρυσε το Πατριαρχείο στη περιοχή, υπήρχε ανάγκη αντιμετώπισης της αρχαίας θρησκείας, κατάλοιπα της οποίας διασώζονταν στη Μάνη, πεισματικά, επί αιώνες.
 [Περισσότερα  βλ. Σταύρου Πατρικουνάκου,
 ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ].  



Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΜΑΝΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ 'H ΥΠΟΤΕΛΗΣ ΧΩΡΑ;

Η πολιτειακή οντότητα της Μάνης κατά τη περίοδο 1460-1821
από άποψη Συνταγματικού και Διεθνούς δικαίου
[Ανεξάρτητη ή υποτελής χώρα;]

[Απόσπασμα από το έργο του  Σταύρου Πατρικουνάκου,
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ]
 Πολλοί Μανιάτες δέχονται ασμένως και υποστηρίζουν ενθέρμως την άποψη που εισηγήθηκε,  στις 22 Σεπτεμβρίου  1939, στην ολομέλεια του Δικηγορικού Συλλόγου Γυθείου, ο δικηγόρος Γυθείου Νικόλαος Λουμάκος [την οποία δημοσίευσε σε ιδιαίτερο έντυπο με τον τίτλο, ‘’Η Μάνη και τα ακίνητα της Ελληνικής επικρατείας εν αυτή’’], κατά την οποία,  ‘’…καθ΄ όλον τον χρόνον, όστις διέρρευσεν από της αλώσεως του Μυστρά, τελευταίας επισήμου έδρας αρχής του Βυζαντίου, μέχρι του 1821, η Μάνη ήτο ‘’κράτος’’ ελεύθερον και ανεξάρτητον, εξεταζόμενον υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου ως διεμορφώθη και ισχύει σήμερον’’  [σελ. 23 της εργασίας του] και ‘’…το 1821 η Μάνη δεν επανεστάτησεν εναντίον της Τουρκίας, αλλ΄, ως πάντοτε, εκήρυξε τον πόλεμον κατ΄ αυτής. Ήτο πολιτεία ελευθέρα και δεν είχε λόγον επαναστάσεως’’ [σελ. 27]. 
Επειδή έχω διαφορετική άποψη, θέλω να  θέσω υπόψη των μελετητών του δικαίου, των ερευνητών της ιστορίας της Μάνης και των συμπατριωτών μου τα εξής.
Κατά τον επικρατέστερο στο Συνταγματικό δίκαιο ορισμό [του Jellinec], ‘’κράτος είναι  λαός μόνιμα εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα και οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο που ασκεί πρωτογενή εξουσία’’ [βλ. Ν.N. Σαρίπολου, Συνταγματικό δίκαιο].
Δηλαδή πρέπει να υπάρχει χώρα, λαός, μόνιμη εγκατάσταση, διοίκηση και οργάνωση του λαού σε νομικό πρόσωπο και αυτοδύναμη εξουσία.
[Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι για τη Μάνη και χώρα υπήρχε και λαός και παλαιότατη εγκατάσταση και οργάνωση [διοίκηση με μπέηδες, καπεταναίους και άλλους ισχυρούς σοϊλήδες]. Το πρόβλημα είναι αν κατά τη περίοδο 1460-1821 ασκήθηκε από τους Μανιάτες αυτοδύναμη εξουσία στη περιοχή].
Για την αυτοδύναμη εξουσία, την πολιτική κλπ εξουσία που ασκείται σε ένα κράτος, θεωρούμε ότι αυτή είναι αυθυπόστατη [και τότε μόνο είναι κρατική] όταν νομικά δεν υπάγεται στην επιρροή ή στη κυβέρνηση άλλου κράτους, δεν υπόκειται σε κανέναν άλλον φορέα παρά μόνον στον εαυτό της, είναι πρωτογενής, κυρίαρχη, θεσμοποιημένη, ενιαία, δεν αρύεται από άλλη, έχει την κυριαρχία επί του εδάφους της και την πολιτική ανεξαρτησία, έχει την λεγόμενη αρμοδιότητα της αρμοδιότητας  και αποκλείει την πολιτική αρμοδιότητα άλλου κράτους.
[Η διεθνής αναγνώριση δεν είναι απαραίτητη αν και επέρχεται μετά τη σύσταση του κράτους. Πρώτα, κατά κανόνα, δημιουργείται το κράτος και ακολουθεί η διεθνής αναγνώριση].
Όταν απουσιάζει το στοιχείο της αυτοδύναμης εξουσίας η χώρα θεωρείται  υποτελής. Στις υποτελείς χώρες η σχέση τους με το επικυρίαρχο κράτος και η διοίκησή τους καθορίζονται από το δίκαιο του επικυρίαρχου, είναι εσωτερικό του δίκαιο.
Στην ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και όχι μόνον, απαντώνται αυτόνομες, ημιαυτόνομες και φόρου υποτελείς περιοχές που υπάγονταν στην επικυριαρχία του Σουλτάνου, όπως η Αίγυπτος, οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ανατολική Ρωμυλία, η Βόρειος Ήπειρος, η Σάμος [1832-1913] και η Κρήτη [1899-1913].
Η υποτελής [αυτόνομη κλπ] χώρα συνήθως στερείται εξωτερικών σχέσεων, δεν έχει δηλαδή διπλωματικές σχέσεις με άλλες χώρες [πρέσβεις, προξένους κλπ], δεν μπορεί να συνάψει διεθνείς συνθήκες, πληρώνει φόρο υποτέλειας στο επικυρίαρχο κράτος, τελεί υπό τη στρατιωτική προστασία, επιτήρηση και εποπτεία του επικυρίαρχου και οι υπήκοοί της θεωρούνται υπήκοοι του επικυρίαρχου κράτους και όχι αλλοδαποί. Ο διοικητής της αυτόνομης περιοχής είναι  ομόθρησκος της πλειοψηφίας του πληθυσμού, διορισμένος από το επικυρίαρχο κράτος και το διοικητικό προσωπικό που τον πλαισιώνει είναι αυτόχθον. Στην υποτελή χώρα δεν υπάρχει στρατός του επικυρίαρχου κράτους ή η δύναμη του είναι σημαντικά μικρή και ενίοτε ο ηγεμών [αρμοστής κλπ] της υποτελούς χώρας έχει δικαίωμα να συγκροτεί δικαστήρια, να έχει μικρή στρατιωτική δύναμη [αστυνομία], να εισπράττει φόρους και, ενίοτε, να εκδίδει άδειες για εμπορικές συναλλαγές με ξένες χώρες.
Ωστόσο δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες χαρακτηρισμού μίας χώρας ως αυτόνομης, στην επιστήμη δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον ορισμό, τα όρια είναι δυσδιάκριτα, κάθε περίπτωση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, η ιστορία δείχνει πληθώρα διαφορετικών περιπτώσεων αυτονομίας και γενικώς το καθεστώς της υποτέλειας ρυθμίζεται ανάλογα με τη κάθε περίπτωση.  [Βλ. Κ. Ευσταθιάδη, Διεθνές Δίκαιο].
Το ζήτημα της κατάργησης ενός κράτους με τη προσάρτησή του σε άλλο, το αν δηλαδή μία χώρα υποτάχθηκε σε άλλη με κατάκτηση [κατόπιν πολεμικής αναμέτρησης] ή παραδόθηκε με συμφωνία, αν ο λαός αποδέχθηκε τη κατάκτηση ή αρνείται την υποδούλωση και τη συνύπαρξη του με τον εισβολέα, αν εξεγείρεται εναντίον του και βρίσκεται μαζί του σε εμπόλεμη, εθνικοαπελευθερωτική κατάσταση, αν υπάρχει το animus του λαού, όλα αυτά, ουσιαστικά, έχουν μόνον ιστορική και ηθική αξία για τον λαό και ελάχιστα απασχολούσαν, τουλάχιστον ως το τέλος του 18ου αιώνα, το δίκαιο [διεθνές δίκαιο ουσιαστικά δεν υπήρχε] και το όλο δίκαιο δεν θεωρούσε συστατικό στοιχείο δημιουργίας του κράτους και της ύπαρξής του τη λαϊκή βούληση. Οι λαοί δεν λαμβάνονταν υπόψη δοθέντος ότι εθεωρούντο υπήκοοι του [όποιου] ηγεμόνα στον οποίον όφειλαν τυφλή υπακοή χωρίς να έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της αυτοδιάθεσης των λαών, η φωνή, η βούληση των λαών να συγκροτήσουν κράτη [όχι ηγεμονικά όπως ως τότε ήσαν αλλά] εθνικά και ελεύθερα με δική τους αυτοδύναμη εξουσία, να εκλέγουν την ηγεσία τους, να εκφράζουν την άποψή τους κλπ σαλπίστηκαν από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, διακηρύχθηκαν από την Αμερικανική και κυρίως τη Γαλλική επανάσταση και πήραν σάρκα και οστά με την Ελληνική επανάσταση του ΄21.
Δηλαδή, όπως δείχνει και η ιστορία, ως το τέλος του 18ου αιώνα, δεν λαμβανόταν υπόψη η λαϊκή βούληση για τη σύσταση ή κατάλυση κράτους και δεν απασχολούσε το δίκαιο.
Η κατάλυση κράτους [κατάργηση της αυθυπόστατης κρατικής εξουσίας και της έννομης τάξης] γινόταν με ολική προσάρτηση [ενσωμάτωση] εκούσια ή αναγκαστική ενός κράτους σε άλλο και επέκταση της κυριαρχίας της προσαρτώσας χώρας επί της προσαρτώμενης χωρίς να ερωτηθεί ο λαός. Η ιστορία παρέχει πληθώρα δεδομένων.
Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ερώτησε τους λαούς που κατέκτησε και τα βασίλεια που άφησε και οι ελληνικές πόλεις-κράτη αν και αντιστάθηκαν στην Ρώμη [εκτός του βασιλείου της Περγάμου που  παραδόθηκε με διαθήκη του τελευταίου βασιλιά], παρά την αντίστασή τους, κανένας δεν αμφισβητεί το ότι απετέλεσαν επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσάρτησε τη βυζαντινή ύστερα από μακρόχρονο κατακτητικό πόλεμο και η δεύτερη έχασε την εξουσία στο έδαφός της γιατί κατίσχυσε η εξουσία της πρώτης. Οι Άγγλοι και οι άλλοι άποικοι επεκτάθηκαν από τις ανατολικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής στις δυτικές σε βάρος των ιθαγενών ερυθροδέρμων. Η χώρα των Βάσκων και η Καταλωνία ανήκουν στην Ισπανία, το Θιβέτ στη Κίνα, η Σιβηρία στη Ρωσία, το Γιβραλτάρ στην Αγγλία, το Κουρδιστάν στη Τουρκία, παλαιότερα οι Βαλτικές χώρες στην ΕΣΣΔ, η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία στη [χιτλερική] Γερμανία, το Μαυροβούνιο στη Γιουγκοσλαυία κλπ.
Κατά συνέπεια δεν έχει ή μάλλον δεν είχε, από άποψη δικαίου και τουλάχιστον ως τα τέλη του 18ου αιώνα, σημασία αν ο λαός, που κατακτήθηκε, αντιστάθηκε στον εισβολέα, αν συνέχισε την αντίσταση ή αν παραδόθηκε και συμβιβάστηκε με την υποδούλωσή του.
Το βασικό στοιχείο ενός κράτους, όπως σημειώθηκε, ήταν και είναι η από αυτό ασκούμενη αυθυπόστατη κυριαρχία στο έδαφός του επί του λαού, χωρίς να υπάρχει υπερκείμενη εξουσία της δικής του και αδιάφορα από τη λαϊκή βούληση.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα η πολιτειακή οντότητα της Μάνης, τη περίοδο 1460-1821, πρέπει να εξετασθεί κατά χρονικές περιόδους επειδή παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις και ιδιορρυθμίες στη πορεία των σχέσεων της με την Βενετία και την Οθωμανική αυτοκρατορία.
1] Για τη περίοδο 1460-1480. To 1460 o δεσπότης [ηγεμόνας] του Μυστρά,  Δημήτριος Παλαιολόγος που μαχόταν με τον αδελφό του Θωμά για εδάφη των ηγεμονιών τους και ζητούσε βοήθεια από τους Οθωμανούς, υποχρεώθηκε να παραδώσει στον Σουλτάνο το δεσποτάτο στο οποίο υπαγόταν και η Μάϊνα [Μάνη]. Οι Μανιάτες αντέδρασαν σε αυτή την απόφαση, συμμάχησαν με τους Ενετούς, υπό τη διοίκηση των οποίων φαίνεται ότι τελούσαν [το φρούριο της Παλιάς Καρυούπολης κατείχετο το 1467 από τους Ενετούς, βλ. Ρ. Ετζέογλου, Καρυούπολη, Λακωνικαί σπουδαί, τ. Θ, σελ. 22]  και έλαβαν μέρος στον α΄ Βενετοτουρκικό πόλεμο [1463-1479].
2] Για τη περίοδο 1480-1685 [Α΄Τουρκοκρατία]. Το 1479 οι Βενετοί παραχώρησαν τη Μάνη στους Οθωμανούς οι οποίοι το 1480 είτε για να τιμωρήσουν τους Μανιάτες  που συμμάχησαν με τους Ενετούς είτε ως κυρίαρχοι της περιοχής αφού ανέτρεψαν την αντίσταση των αμυνομένων πριν από τις κλεισούρες του Οιτύλου [στενό από Φράγκα ως Βαχό] μπήκαν στο Οίτυλο και ακολούθως  εισόρμησαν στη Μάνη από όλα τα σημεία [ξηράς και θάλασσας]. Ωστόσο ενωρίς απωθήθηκαν από το μεγαλύτερο μέρος της Μάνης και παρέμειναν στο κάστρο του Πασσαβά, στο φρούριο της Παλιάς Καρυούπολης [υπολογίζομε, για μεγάλο διάστημα], στο Τηγάνι [για κάποιο διάστημα, εξού και τα τοπωνύμια Τουρκολίμανο και Ταρσανάς, βλ. Α. Π. Καλονάρου-Κανακάκη, Λακωνικά [1936], σελ.79], έκτισαν κάστρα στο Λιμένι και στο [ή στο] Πορτο-Κάγιο [βλ. Μέξης, Η Μάνη και οι Μανιάτες, σελ. 318], τα οποία γκρέμισαν οι Μανιάτες μαζί με τους Βενετούς  το 1570, έκτισαν το κάστρο της Κελεφάς [1667], βόηθησαν [και μετέπειτα διόρισαν μπέη της Μάνης] τον Λυμπεράκη Γερακάρη που ρήμαξε το Οίτυλο υπό τη προστασία των Οθωμανικών κανονιών του κάστρου της Κελεφάς [βλ. Απ. Δασκαλάκη, Η Μάνη και η Οθωμανική αυτοκρατορία, σελ. 85 επ.], επισκεύασαν το κάστρο της Μαΐνης και της Ζαρνάτας [1670], έπαιρναν ετήσιο φόρο υποτέλειας [βλ κατωτέρω] και ο Οθωμανός φοροεισπράχτορας [και περιηγητής] Εβλιγιά Τσελεμπή με στρατιώτες περιδιάβαινε και στη Μέσα Μάνη για να καταγράψει τους φόρους [βλ. Θαν. Κωστάκη, Ο Εβλιγιά Τσελεμπή στη Πελοπόννησο, Πελοποννησιακά, τόμος 14, σελ. 302, 1980-81].
Παρέμειναν επίσης όλη την περίοδο [1480-1685] και με τις οικογένειές τους κατείχαν και εκμεταλλεύονταν τα εύφορα εδάφη της βορειοανατολικής Μάνης [Πασσαβά, σημερινό Γύθειο και Μαλευροχώρια με σύνορα [προς νότο τη περιοχή] βορειότερα από Σκουτάρι]. Περιουσίες επίσης κατά τα τελευταία προ του 1685 χρόνια είχαν και στη περιοχή της Ζαρνάτας [ βλ. Στ. Καπετανάκη, Ο Γερο-Παναγιωτάκης Καπετανάκης, Λακωνικαί σπουδαί τ. Η΄, σελ. 394].
Πάντως δεν γνωρίζομε, ακριβώς, πότε οι Οθωμανοί απέσυραν τις δυνάμεις τους από τη νότια και δυτική Μάνη [μάλλον ενωρίς] και πότε συμφώνησαν με τους Μανιάτες σε φόρο υποτέλειας 4.000 γρόσια [που είναι βέβαιο ότι εισέπρατταν, βλ. κατωτέρω] παρέχοντας ένα είδος αυτονομίας.
Οι Βενετοί θεωρούσαν ότι η Μάνη ανήκε ‘’… εις τον Τούρκον κυριάρχην…’’ [βλ. επικήρυξη Βενετών της 23-1-1480, Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς [1869] 40], με τη  δικαιολογία ότι υπαγόταν πριν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και συνεπώς μετά την άλωση της Πόλης έπρεπε να ανήκει στην Οθωμανική ως διάδοχο των Βυζαντινών. Σε έκθεση Βενετού προνοητή στις 14-11-1615, σημειώνεται ότι ‘’…οι Μανιάτες  ολίγων παραθαλάσσιων χωρίων υπέκυψαν εθελουσίως εις τον φόρον του χαρατσίου και έδωσαν εις τον καπουδάν πασά  δια πρώτην φοράν δεκατρία φορτία άσπρων αλλά εις το μέλλον θα δίδουν πολύ ολιγώτερα…[ενώ] εις το εσωτερικόν… δεν θέλουν επ΄ουδενί να δηλώσουν υποταγήν’’, [Κ. Μέρτζιος, Πότε και πως έπεσε η Μάνη, Πελοποννησιακά 2 [1957], σελ. 434 επ.] και αργότερα, στις 12-1-1642, ο Βενετός προβλεπτής σημειώνει για τους Μανιάτες ότι ’’… είναι μερικά χρόνια που δεν πληρώνουν το χαράτσι…’’,  [Κ. Μέρτζιος, ό. π. και επομένως υπολογίζομε ότι προηγουμένως τον πλήρωναν].
Κατά τη περίοδο αυτή οι Οθωμανοί ‘’μπαινόβγαιναν’’ στη [νότια και δυτική] Μάνη σχεδόν όποτε ήθελαν [1480, 1481, 1570, 1614, 1615, 1670, 1673, 1674, 1685] αφήνοντας κάθε φορά πίσω τους ερείπια και νεκρούς, υποχρεώνοντας τους Μανιάτες σε [σθεναρή και ενίοτε νικηφόρα] αντίσταση. Οι Οθωμανοί επίσης [πέραν της εύφορης βορειοανατολικής Μάνης] ήλεγχαν απολύτως [όλα] τα παράλια της Μάνης και για αυτό αλλά και γα να αποφύγουν τους αλγερινούς πειρατές πολλοί των Μανιατών κατέφευγαν στα ορεινά και έφτιαχναν εκεί χωριά. Λόγω των Οθωμανικών επιδρομών υποχρεώνονταν επίσης οι Μανιάτες να μεταναστεύουν στα Επτάνησα και στη Δύση [μετοικεσία Μανιατών] και ζητούσαν από τους Δυτικούς να επέμβουν προκειμένου ‘’… οι Τούρκοι να παύσουν τις πιέσεις και να τους καλομεταχειρίζονται ώστε να δυνηθούν να μείνουν εις τους τόπους των … να σώσητε τας ψυχάς τας οποίας καταπιέζει ο Τούρκος…’’ [βλ. υπόμνημα προς προβλεπτή Μολίν το 1642, Κ. Μέρτζιος, ό. π.  αλλά και άλλα υπομνήματα προς τους δυτικούς ηγεμόνες, τον πάπα το 1582 και τον δούκα του Νεβέρ το 1618].
Όπως σημειώνει ο Κ. Μέρτζιος [Η Μάνη εις τα αρχεία της Βενετίας, 1611-1674, Λακωνικαί σπουδαί 1,1972] το 1614 οι κάτοικοι του Οιτύλου και άλλων παραθαλάσσιων περιοχών δήλωσαν εκουσίως υποταγή και πλήρωσαν τον φόρο, το φθινόπωρο του 1615 οι Οθωμανοί μπήκαν στην Ζαρνάτα και στην Ανδρούβιστα και οι κάτοικοι δήλωσαν υποταγή, το 1642 οι Μανιάτες ήθελαν να μεταναστεύσουν γιατί πλήρωναν υπέρογκους φόρους, το 1670 [κατά γραπτή μαρτυρία της 31ης Μαρτίου 1670 του προβλεπτή Ζακύνθου] ‘’εξέλεξαν έναν αντιπρόσωπον από κάθε χωρίον …και επήγαν … εις τον Βεζύρην ίνα δηλώσουν υποταγήν και γίνουν φόρου υποτελείς…’’, το 1674 ζήτησαν οι κάτοικοι της Ζαρνάτας να πληρώσουν τον φόρο με αγροτικά προϊόντα διότι οι Οθωμανοί τους είχαν πάρει τα πράγματα, τα ζώα και τις γυναίκες και ενώ οι Μανιάτες  πρόσφεραν τον φόρο για να πάρουν πίσω το βιός και τις γυναίκες τους εκείνοι τους ζητούσαν και να αλλαξοπιστήσουν προκειμένου ικανοποιήσουν το αίτημά τους.
Όταν δεν πλήρωναν τον φόρο οι Μανιάτες, οι Οθωμανοί απειλούσαν αποκλεισμό από τη θάλασσα και εισβολή από ξηρά και θάλασσα. Εξάλλου υπάρχουν κατάλογοι με υποχρεώσεις φόρων όλων των χωριών κατά τη πρώτη Τουρκοκρατία [1480-1685] και Ενετοκρατία [1685-1715], [βλ. Πρακτικά Δ΄ διεθνούς συνεδρίου Πελοποννησιακών σπουδών, 1990, τ. Γ΄, σελ. 7. Η Μηλιά πχ με την Αράχωβα έδιναν επί α΄ Τουρκοκρατίας 348 ριάλια και 150 επί Ενετοκρατίας].
3] Γ΄ Περίοδος. 1685-1715. [Ενετοκρατία]. Το 1685 οι Ενετοί έδιωξαν τους Οθωμανούς από τον Μοριά, κατέλαβαν τα κάστρα της Μάνης, εγκατέστησαν φρουρές, επέβαλαν φόρο [υποτέλειας] στους Μανιάτες, μικρότερο από εκείνον, πάντως, που κατέβαλαν προηγουμένως στους Οθωμανούς, απαγόρευσαν την άσκηση του εμπορίου από τους Μανιάτες για να έχουν οι ίδιοι το μονοπώλιο, διαίρεσαν τη Μάνη σε τέσσερις περιφέρειες [Ζαρνάτας, Κελεφάς, Μπαρδούνιας και Πασσαβά], όρισαν διοικητές, άφησαν ουσιαστικά τη τήρηση της τάξης στους καπετάνιους και νοίκιασαν στους Μανιάτες τα εύφορα εδάφη της βόρειας Μάνης [Ζαρνάτα] και ιδία της βορειοανατολικής [Πασσαβά, Μαλευροχώρια, Λίμνη, Αιγιές και σημερινό Γύθειο]. [Βλ. Κ. Κόμη, Βενετικά κατάστιχα Ζαρνάτας και Μπαρδούνιας], εισπράττοντας ενοίκιο ενώ δεν ενδιαφέρθηκαν για τα άγονα εδάφη της νότιας Μάνης.
 [Υπό το κράτος των σχέσεων Βενετιάς και Μάνης είτε τη περίοδο αυτή είτε παλαιότερα έγινε περιώνυμος και ‘’ο μπάρμπας της Κορώνης’’, στον οποίον έτρεχαν οι Μοραΐτες και οι Μανιάτες επιδιώκοντας την εύνοιά του  για την επίλυση των προβλημάτων τους [με το ρουσφέτι]. Επίσης λόγω του πλούτου που είχε η Βενετία καθιερώθηκε και η φράση ‘’έχασε η Βενετιά βελόνι’’, δηλαδή δεν χάθηκε τίποτε σε σχέση με όσα είχε].
4] Γ περίοδος. [1715-1776]. Μετά τον Βενετοτουρκικό πόλεμο του 1715  και την ήττα των Βενετών οι Οθωμανοί επανήλθαν [1715] στη Πελοπόννησο. Οι Μανιάτες για να αποφύγουν εισβολή και καταστροφή της χώρας τους, διαπραγματεύτηκαν τη παράδοσή τους, μετέβησαν στον Βεζύρη για να του παραδώσουν τα κάστρα και ‘’…οι αντιπρόσωποι τους τον προσκύνησαν και του δήλωσαν υποταγή’’ [βλ. αναφορές Βενετών προνοητών κάστρων Κελεφάς και Ζαρνάτας που δημοσίευσε ο Κ. Μέρτζιος, Πότε και πως έπεσεν η Μάνη εις χείρας των Τούρκων το 1715, Πελοποννησιακά, τ. Γ-Δ. 1958-9, σελ.276].
 Η συμφωνία προέβλεπε,
α] Να μην εισέλθει Οθωμανικός στρατός στη Μάνη,
β] Η Μάνη χωρίσθηκε από τους Οθωμανούς σε 4 επαρχίες, Ζαρνάτας, Ζυγού, Ανατολικής Μάνης και Μαΐνης στις οποίες διορίσθηκαν από τους Οθωμανούς καπετάνιοι [διοικητές] στην πρώτη ο Κουτήφαρης, στη δεύτερη ο Ξανθός-Γιατρός, στη τρίτη ο Φωκάς και στη τέταρτη [αν διορίσθηκε], κάποιος του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε. Πιθανόν να ήταν Μαυρομιχάλης. [Αργότερα οι καπετανίες έγιναν περισσότερες και κάποιοι καπετάνιοι άλλαξαν].
 Οι καπετάνιοι ανέλαβαν τη τήρηση της τάξης με υποχρέωση να πληρώνουν ετήσιο φόρο 4.000 γρόσια, να καταδιώκουν ληστές και πειρατές και όσους συλλαμβάνουν [και Κακαβουλιώτες, βλ. Σ. Κουγέα, Πελοποννησιακά, τ. 5, σελ. 81] να τους στέλνουν στον  πασά της Τριπολιτσάς, να μη βγαίνουν έξω από τη Μάνη ληστές και πειρατές και να μη βρίσκουν καταφύγιο στη περιοχή παράνομοι, ληστές, φυγόδικοι και πειρατές από άλλα μέρη.
 [Ότι οι Οθωμανοί  διόριζαν τους καπετάνιους προκύπτει από έγγραφο του 1768 όπου σημειώνεται ‘’… Έτσι θα χειροτερεύσουν τα πράγματα για την Καλαμάτα, εάν ο Κουμουνδούρος  καταφέρει να πάρει την άδεια τοπικού καπετάνιου από το Μυστρά…’’, που κατείχαν οι Οθωμανοί, βλ. Ιστ. Αρχ. Μουσείου Μπενάκη,  φ. 27, έ. 68 και Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 148-9. Επίσης ‘’…ο Αθανάσιος Κουμουνδουράκης … προσελθών εις τον σατράπην της Πελοποννήσου κατώρθωσε να λάβη το του καπετάνου αξίωμα…’’, κατά μαρτυρία Πέτρου Κουτήφαρη, ΓΑΚ νομού Μεσσηνίας, Στ. Καπετανάκης, ό. π. σελ. 143].
 [Δηλαδή, ουσιαστικά και παρά τις όποιες διαφορές τους, οι καπετανίες και οι καπετάνιοι της Μάνης ήσαν ό,τι τα αρματολίκια και οι αρματολοί της Ρούμελης].
 γ] ο καπετάνιος να είναι ισόβιος και το αξίωμά του κληρονομικό [οικογενειακό]  και αν δεν εκτελούσε καλά τα καθήκοντά του θα τον καθαιρούσαν ή εξόριζαν και
 δ] ο καπετάνιος αντί μισθού είχε το δικαίωμα να εμπορεύεται με σχετικό κέρδος τα προς εξαγωγή εμπορεύματα του τόπου του [βλ. Σ. Κουγέα, Πελοποννησιακά, τ. 2 και Κ. Μέρτζιου, ό. π.].
Αρχικά [1715] οι Οθωμανοί, χωρίς να εισχωρήσουν στη νότια περιοχή, κατέλαβαν το κάστρο του Πασσαβά, κάποια χωράφια γύρω από αυτό, καθώς και τα εύφορα εδάφη της βορειοανατολικής Μάνης. Όσο απομακρυνόμαστε από το 1715 όλο και χάνουν εδάφη, στη ΒΑ Μάνη και πλησιάζοντας προς το 1770, εκτός από το κάστρο  του Πασσαβά και κάποια γύρω από αυτά λιγοστά κτήματα, χάνουν και τα περισσότερα  εύφορα εδάφη της βορειοανατολικής Μάνης και για αυτά επιδίδονται σε σποραδικές επιδρομές και συγκρούσεις με τους Μανιάτες που επίσης τα διεκδικούν.
Το 1769-70 η Μάνη συμμετείχε στα Ορλωφικά  και ακολούθως  οι Οθωμανοί εξεστράτευσαν εναντίον της και αποκρούσθηκαν πρώτα στον Αλμυρό [δυτικά] και στη συνέχεια στα Βρωμοπήγαδα του Σκουταρίου και στο Τρικεφάλι [ανατολικά] αλλά καθώς φαίνεται εκείνη την εποχή [βλ. κατωτέρω] τα σύνορα της βορειοανατολικής Μάνης επεκτείνονται ως την οριστική τους [σημερινή] θέση.
Ως προς τη πληρωμή του φόρου, για αυτή τη περίοδο, έχομε τη μαρτυρία του Βενετού προβλεπτή Κυθήρων  της 13 Οκτωβρίου 1770 ότι ‘’…επήλθε συμφωνία μεταξύ Τούρκων και Μανιατών  δια τας εισφοράς προς τους Τούρκους  που καθορίσθησαν  εις 2.000 τουφέκια και  εις 5 πιάστρα το κάθε σπίτι…’’, [βλ. Κ. Μέρτζιου, Λακωνικά εκ των κρατικών αρχείων της Βενετίας, Λακωνικαί σπουδαί, τ. 2, 1975, σελ. 207].
4]. Δ΄ περίοδος 1776-1821[Μπεηλίκι]. Το 1776 αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία του πασά της Τριπολιτσάς η Μάνη και υπήχθη στον καπουδάν πασά [στόλαρχο] για τον καλλίτερο έλεγχό της [ήταν πλέον εύκολη  η εισβολή σε αυτήν από τη θάλασσα κατ΄ αντίθεση της επιχείρησης από τη ξηρά] και το ίδιο έτος διόρισαν οι Οθωμανοί τον πρώτο μπέη με σκοπό να επιβάλει τη τάξη στη περιοχή και να πληρώνει φόρο 15.000 γρόσια [συν 2.500] αντί των 4.000 τα οποία ως τότε είχαν υποχρέωση να δίνουν οι Μανιάτες. Στις Κιτριές και στο Μαραθονήσι ναυλοχούσε κατά καιρούς μια μοίρα του Τουρκικού στόλου η οποία στήριζε τον μπέη,  επιτηρούσε τα παράλια [Στ. Καπετανάκη, ό. π.  σελ. 370] και αποβιβαζόταν στη στεριά, σαν το έκρινε αναγκαίο, για τη τήρηση της τάξης, τη καταδίωξη ληστών, πειρατών και κλεφτών καθώς και για την είσπραξη των φόρων από τον μπέη.
’Ο μπέης είναι θεσμός του δημοσίου δικαίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.  Είναι δημιούργημα της Οθωμανικής πολιτικής στη προσπάθειά της να προσδώσει στη Μάνη το πολιτειακό σχήμα μιας ημιαυτόνομης [‘’φόρου υποτελούς’’] ηγεμονίας’’ [Δ. Μέξη, ό. π. σελ. 409]. Ο μπέης είναι όργανο διοίκησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ‘’ τοποτηρητής της Οθωμανικής διοίκησης που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια του τόπου, την αποτροπή πειρατειών και ληστειών καθώς και την είσπραξη των φόρων’’ [Στ. Καπετανάκης, ό. π. σελ. 258], ο αστυνόμος και φοροεισπράχτορας της [όπως και οι καπετάνιοι, που επίσης να επανασημειωθεί, διορίζονταν από τους Οθωμανούς]. Ο θεσμός του μπέη επιβλήθηκε από τους Οθωμανούς στους Μανιάτες ως τιμωρία για τη συμμετοχή τους στα Ορλωφικά [1769] προκειμένου η Υψηλή Πύλη ελέγχει καλλίτερα τη Μάνη καθιστώντας τον μπέη υπεύθυνο για τη τάξη και την είσπραξη των φόρων, δίνοντάς του εξουσίες αλλά και διαταγές [βλ κατωτέρω]. Μάλιστα για την έννομη συμπεριφορά του μπέη αναλάμβανε την ευθύνη και ο Πατριάρχης, [βλ. Στ. Καπετανάκη, Αιρετοκρισία, Λακωνικαί  σπουδαί, τ. Β, σελ. 273-286].
 Ο Σουλτάνος θεωρούσε επαρχία του τη Μάνη και διορίζοντας τον μπέη και συνδράμοντάς τον πίστευε ότι θα μπορούσε να υποτάξει τους ατίθασους Μανιάτες ή να φέρει σε σύγκρουση [κατά το ‘’διαίρει και βασίλευε’’] τις ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες. [Έσπειρε τη διχόνοια μεταξύ των ισχυρών και με την υπόσχεση του αξιώματος του μπέη και τη συνεχή εναλλαγή προσώπων στο μπεηλίκι άναβε τη φωτιά του εμφύλιου πολέμου στους σοϊλήδες της Μάνης]. Συνάμα ήθελε να αποφύγει πολεμικές επιχειρήσεις με τους εμπειροπόλεμους Μανιάτες. Όχι πως δεν εισέβαλαν πολλάκις οι Οθωμανοί στη Μάνη για να εκδικηθούν τους Μανιάτες οπότε οι τελευταίοι πλήρωναν μεγάλο φόρο αίματος και πολλοί κατέφευγαν στη Δύση αλλά και επειδή και οι Οθωμανοί είχαν μεγάλες απώλειες και ήθελαν  να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της Μάνης με πολιτικά μέσα [και κυρίως με τις εμφύλιες διαμάχες των σοϊλήδων].
 Και επειδή αυτό το γεγονός, δηλαδή ο διορισμός του μπέη και των καπεταναίων από τους Οθωμανούς, όπως και η πληρωμή ετήσιου φόρου σε αυτούς, είναι ιδιάζουσας σημασίας για τη πολιτειακή υπόσταση της Μάνης θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτά τα θέματα παρακάτω γιατί μερικοί Μανιάτες υποστηρίζουν α] ότι τον μπέη εξέλεγαν οι ντόπιοι ισχυροί καπεταναίοι και απλώς ο Σουλτάνος επικύρωνε την εκλογή του και β] ότι δεν πλήρωσαν ποτέ φόρο υποτέλειας [ή έστω ελάχιστες φορές] καίτοι είχαν υποσχεθεί να πληρώνουν.
 Πρώτος μπέης διορίστηκε ο Τζανέτος Κουτήφαρης από τις Κιτριές [1776-1779] επειδή έκλεισε τη συμφωνία με τους Οθωμανούς για φόρους κλπ προκειμένου να μην εισβάλουν οι τελευταίοι στη Μάνη ως τιμωροί μετά τα Ορλωφικά. Αυτοεξορίσθηκε για να αποφύγει τον απαγχονισμό από τους Οθωμανούς Δεύτερος μπέης ο Μιχάλης Τρουπάκης [Μούρτζινος] από τη Καρδαμύλη [1779-1782]. Απαγχονίσθηκε στη Πόλη. Σκότωσαν και τα παιδιά του. Κατά το μπεηλίκι του μπήκαν οι Οθωμανοί στη Καστάνια [1780] και σκότωσαν τους ανυπότακτους κλέφτες Παναγιώταρο Βενετσανάκη και  Κωσταντή Κολοκοτρώνη. [‘’Προσκύνα Παναγιώταρε και συ Βενετσανάκη…’’. Και η απάντησή του, ‘’Δεν είμαι γω Τζανήμπεης ούτε Κουτσογρηγόρης-…-Δεν προσκυνώ γω τη Τουρκιά, νταέτι δεν την κάνω’’]. Τρίτος ο Τζανέτος Γρηγοράκης από το Σκουτάρι [1782-1798]. Κατά τη παράδοση μετά την απελευθέρωση του κάστρου του Πασσαβά [1780] μετέφερε τα όρια της Μάνης ως το Κακοσκάλι, κοντά στα Τρίνησα και κατέλαβε με τους άλλους ισχυρούς τις εύφορες εκτάσεις της βορειοανατολικής Μάνης τις οποίες και μοίρασαν μεταξύ τους [βλ. Χ. Κωνσταντινόπουλου, Οι Πετροπουλάκηδες της Μάνης. Κατά τον ίδιο συγγραφέα η μετάθεση των συνόρων έγινε λίγα χρόνια μετά το 1715 ενώ κατά Στ. Καπετανάκη, Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, περί το 1770. Υπολογίζομε ότι τη μετάθεση των ορίων αναγνώρισε και η Υψηλή Πύλη με τον διορισμό του Τζανή Γρηγοράκη ως μπέη]. Ο Τζανήμπεης διατάχθηκε να εκδιώξει τον Λάμπρο Κατσώνη από το Πόρτο-Κάγιο και συμμορφώθηκε στην Οθωμανική εντολή. Παραιτήθηκε ή κατ΄ άλλους καθαιρέθηκε από τους Οθωμανούς. Τέταρτος ο Παναγιώτης Κουμουνδούρος [-άκης] από τους Δολούς [1798-1803]. Τον εγκατέστησαν στην ηγεμονία οι Οθωμανοί με τα όπλα και παρά τις αντιδράσεις των καπετάνιων της Μάνης. Πέθανε στη φυλακή της Πόλης. Πέμπτος ο Αντώνης Γρηγοράκης από το Σκουτάρι [1803-1810]. Είχε διαταχθεί από τους Οθωμανούς να εξοντώσει τον θρυλικό αρχικλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη και να καταδιώξει τον συγγενή του πρώην μπέη, Τζανέτο Γρηγοράκη. Απολύθηκε από τους Οθωμανούς. Έκτος μπέης ο Κωνσταντίνος Ζερβάκος [1810-1812]. Ήταν γαμπρός του Αντώνμπεη και εκλεκτός  του Μόρα βαλεσή Βελή πασά. Συγκρούσθηκε με τους καπετάνιους της Μάνης και τον Γρηγοράκη, εκδιώχθηκε από τη Μάνη, κατέφυγε στη Τριπολιτσά και τελικά απαγχονίσθηκε στη Πόλη. Έβδομος μπέης ο Θεόδωρος Γρηγοράκης [1812-1816]. Τον υπέδειξαν οι καπεταναίοι, έτσι τουλάχιστον νόμιζαν [ενώ για τη πραγματικότητα βλ. κατωτέρω παρατήρηση Σ. Κουγέα] και στο τέλος τον έπαυσαν οι Οθωμανοί. Όγδοος και πλέον τυχερός μπέης ο Πέτρος Μαυρομιχάλης από το Λιμένι της Τσίμοβας [1816-1821]. Διορίσθηκε χάρη στους Δυτικούς [όπως και οι προηγούμενοι] αλλά και στον εξισλαμισθέντα αδελφό [ή θείο] του Σιουκιούρμπεη που του έφερε τον διορισμό στο Λιμένι. Στις μέρες του έγινε η επανάσταση του ΄21. 
Από πληθώρα εγγράφων που δημοσίευσε ο Σωκράτης Κουγέας στα Πελοποννησιακά, τ. Ε, 1962, σελ. 61-136 [Ιστορικαί πηγαί δια την ηγεμονίαν της Μάνης, 1774-1821] αλλά και άλλοι ερευνητές της ιστορίας της Μάνης [πχ Γούδας, Δασκαλάκης, Μέρτζιος, Μπελιά, Σάθας, Σιμόπουλος], τα οποία συμπεριέλαβε ο Σταύρος Καπετανάκης στην εμπεριστατωμένη εργασία του με τίτλο, Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, 1715-1821, μαζί με εκείνα, όντως πολλά, που ανέσυρε και μελέτησε ο ίδιος από τα κρατικά αρχεία αλλά και από άλλους παλαιότερους συγγραφείς της ιστορίας της Μάνης [που σε μικρότερη έκταση καταχώρησαν στις εργασίες τους], τα οποία [έγγραφα] ανατρέπουν πολλά από όσα πιστεύαμε ως αληθή για τη Μάνη, τη περίοδο της Τουρκοκρατίας, και τα οποία οδηγούν σε αναθεωρήσεις πολλών ως τώρα παραδεδομένων, προκύπτουν σαφώς και για τη περίοδο αυτή [1776-1821] τα εξής.
α] Ο μπέης διοριζόταν [δίνοντας εγγύηση της υπακοής του κυρίως τα παιδιά του ως ομήρους] από τον Καπουδάν πασά [χωρίς ουσιαστική εκλογή των Μανιατών με υποδείξεις [και πιθανώς διαταγές] των Δυτικών [κυρίως Γάλλων και Άγγλων]. Ο Σ. Κουγέας, ό. π. γράφει για την εκλογή του Θεοδωρόμπεη  [1812] που θεωρούσαν οι Μανιάτες ότι τον εξέλεξαν  ’…κατ΄ αλήθειαν δεν επρόκειτο  παρά περί τυφλής υπακοής  και εκτελέσεως των υποδείξεων  και διαταγών του καπουδάν πασά όλα δε τα άλλα που αναφέρονται γράφονται δια τους τύπους…’’ και ένας Γάλλος πρόξενος στη Πάτρα σημείωνε ‘’… οι Άγγλοι διατάζουν  στη Μάνη και η Πύλη τους ακολούθησε ονομάζοντας Μπέη αυτόν που η αγγλική αποστολή τους υπέδειξε…’’ [I. Savant, Στ. Καπετανάκης, ό. π. σελ. 426]. Άλλωστε οι Άγγλοι [και οι Γάλλοι] είχαν ξοδέψει πολλά χρήματα για να προσεταιρισθούν ισχυρά σόια της Μάνης [Στ. Καπετανάκης, ό.π. σελ. 414], οι αγγλικές κανονιοφόροι έπλεαν στη Μεσόγειο και ο Άγγλος πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη είχε άδεια από τη κυβέρνησή του να τις χρησιμοποιεί κατά βούληση για να αναγκάζει τον Σουλτάνο σε υπακοή. [Το δίκιο του ισχυρού, του ισχυρότερου και του ισχυρότατου].
Οι Μανιάτες σοϊλήδες για να γίνουν μπέηδες [και καπετάνιοι] ζητούσαν τη βοήθεια των ξένων και όλοι τους τάσσονταν με τη μία ή την άλλη ξένη δύναμη.‘’…Η υπόθεση των Ελλήνων δε ήταν ένα παιχνιδάκι αλλά απλά αντιπαράθεση συμφερόντων  των δύο αντιπάλων δυνάμεων…’’ [Ι. Savant, όπως τη καταχωρεί ο Στ. Καπετανάκης, ό.π. σελ.447], δηλαδή παιχνίδι Αγγλίας και Γαλλίας. [Ο Τζανήμπεης ήταν γαλλόφιλος, ο Αντώνμπεης αγγλόφιλος, ο Πετρόμπεης αγγλόφιλος και γαλλόφιλος, ο Κωνσταντήμπεης γαλλόφιλος]. Η θέση τους δεν ήταν σταθερή αλλά εξαρτιόταν από το ποιός ’’ήταν στα πράγματα, ποιός ήταν ο ισχυρός’’.
Οι καπετάνιοι, ως το 1776 και στη συνέχεια ο μπέης, ήσαν οι μόνοι των Μανιατών που είχαν εμπορικές συναλλαγές με τους Δυτικούς. Αλλά το εμπόριο δεν ήταν η μόνη σχέση τους. Ξένοι απεσταλμένοι, διπλωμάτες, κατάσκοποι, πράκτορες, αρχαιολόγοι, αρχαιοκάπηλοι, ερευνητές, περιηγητές περιέρχονταν τη Μάνη και συζητούσαν [μόνο] με τους καπετάνιους και τον μπέη. Αλλά και οι καπετάνιοι πήγαιναν στα Επτάνησα [Γαλλοκρατούμενα και ακολούθως Αγγλοκρατούμενα], στη Σμύρνη [για τον καπουδάν πασά] και στη Κωνσταντινούπολη και ζητούσαν από τους ξένους, έναντι μεγάλων ανταλλαγμάτων φυσικά, να μεσιτέψουν ή μάλλον να πιέσουν την Υψηλή Πύλη για να τους δοθεί ο διορισμός του μπέη. Οι ξένοι είχαν τα δικά τους σχέδια και συμφέροντα για τη διάδοχο κατάσταση στον χώρο της άρρωστης Οθωμανικής αυτοκρατορίας [βλ. επιστολή Ναπολέοντα προς Τζανήμπεη Γρηγοράκη, Απ. Δασκαλάκη, Η Μάνη και η Οθωμανική αυτοκρατορία, σελ.205] και χρειάζονταν [και εύρισκαν εύκολα] ερείσματα στη Μάνη.
 β] Οι Μανιάτες ισχυροί, συνωθούνταν, ραδιουργούσαν, ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον, έβαζαν ‘’μέσον’’ και επεδίωκαν παντοιοτρόπως  να διορισθούν μπέηδες [και καπετάνιοι] δίνοντας και χρήματα, μπαξίσι. [‘’… Ένα ποσόν 50.000 πιάστρων μου ζητήθηκε για να πάρω το μπεηλίκι…’’ γράφει ο Μαυρομιχάλης στις 15 Ιανουαρίου 1812 στον Γάλλο επιτετραμμένο στη Κωνσταντινούπολη, βλ Στ. Καπετανάκη, ό.π. σελ. 449]. Και  [‘’…οι Γάλλοι υπέδειξαν στον Μαυρομιχάλη έμπορο ο οποίος θα του δάνειζε 20.000  γρόσια για να δωροδοκηθούν οι Τούρκοι και να τον κάνουν μπέη, Στ. Καπετανάκης, ό.π. σελ. 450-1],
 Μπαξίσι έδιναν και για να κρατήσουν το μπεηλίκι όπως λχ ο Θεοδωρόμπεης έδωσε 2.000 γρόσια [βλ. Απ. Δασκαλάκη, Αρχείο Τζανετάκηδων, σελ. 28, 33, 34]. [Κατά κανόνα επί Τουρκοκρατίας όλα τα αξιώματα πολιτικά και θρησκευτικά [βλ. αλλαξοπατριαρχείες] οι ραγιάδες τα έπαιρναν από τους Οθωμανούς εξαγοράζοντάς τα με μεγάλα ποσά τα οποία στη συνέχεια εισέπρατταν από τον λαό με φορολογία. Οι Οθωμανοί πρώτα έπαιρναν τα άσπρα, τα γρόσια, τα ριάλια, τους παράδες και τα φράγκα και ύστερα έδιναν τη θέση. [Από εκεί έμεινε ως τώρα η αναξιοκρατία και η διαφθορά στην Ελλάδα].
 Ο  Στ. Καπετανάκης [ό.π. σελ. 416]  σημειώνει, ‘’…το 1811 είχαν πάει στη Κωνσταντινούπολη ο Μαυρομιχάλης και ο Κουμουνδουράκης, προσπαθώντας να πάρει ο καθένας για τον εαυτό του το μπεηλίκι της Μάνης’’. Οι καπετάνιοι συκοφαντούσαν ανενδοίαστα ο ένας τον άλλον. [Ο  Κουμουνδούρος πχ αποκάλυψε στους Οθωμανούς την αλληλογραφία του Γρηγοράκη με τον Ναπολέοντα, βλ.  Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη,  Λακωνικαί σπουδαί 10, σελ. 362. Ο ίδιος καπετάνιος ‘’… έφθασε στο αξίωμα… με δολοπλοκίες. Βρισκόταν στη Κωνσταντινούπολη …και κατάφερε με μανούβρες και χρήμα να ονομασθεί μπέης…’’, βλ. Δ και Ν Στεφανόπολι, Ταξίδι].
γ] Ο μπέης έπαιρνε διαταγές για το τι θα κάνει σε σημαντικά θέματα [ο Πετρόμπεης, στις 19 Σεπτεμβρίου 1819 σε επιστολή του στον Γ. Γρηγοράκη, έγραφε  ‘’… επειδή και είμαι βασιλικός άνθρωπος [σσ του Σουλτάνου] , φυλάττω τας βασιλικάς επιταγάς, ως κόρην οφθαλμού κατά το απαραίτητον χρέος μου…’’, βλ.  Απ. Δασκαλάκη, Αρχείο Τζωρτζάκη Γρηγοράκη,  σελ. 59-60]  και είχε σαφείς αρμοδιότητες [αστυνομικά και διοικητικά καθήκοντα], να συλλαμβάνει πειρατές και ληστές και να τους στέλνει στον καπουδάν πασά [βλ. κατωτέρω] Επίσης ήλεγχε το εμπόριο, εξέδιδε άδειες εμπορίας και είχε το μονοπώλιο του εισαγωγικού  και εξαγωγικού εμπορίου [ιδία για λάδι, μετάξι και βελανίδι]. Ο μπέης έπρεπε να δίνει ανά δεκαπενθήμερο αναφορά στον καπουδάν πασά για κάθε αξιοσημείωτο γεγονός στη Μάνη, τι ειδήσεις έπαιρνε από το τόπο του και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ποίοι άνθρωποι και τι εμπορεύματα έμπαιναν και έβγαιναν από τα λιμάνια κλπ [βλ. Σ. Κουγέα, ό. π., Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 266].
δ] Ο μπέης είχε υποχρέωση να στέλνει ένοπλη δύναμη σε βοήθεια των Οθωμανών όπως έκανε με τον Αντώνη Μαυρομιχάλη. που πήγε, το 1820, με Μανιάτες, τους οποίους μετέφεραν Οθωμανικά πλοία, για να βοηθήσει τον Χουρσίτ πασά στη κατάληψη του νησιού Βασιλάδι, πλησίον του Μεσολογγίου, και στη Πρέβεζα, κατά τη στάση του Αλή πασά [βλ. Αν. Γούδα, Βίοι παράλληλοι,  και Κ. Κοτσώνη, Αντώνιος Μαυρομιχάλης, Λακωνικαί σπουδαί, τ. 13]. Και ο Πέτρος Μαυτομιχάλης  συνόδευε με 600 άνδρες  τον Σιουκιούρμπεη [βλ. Ελ. Μπελιά, Υπόμνημα περί Μάνης εκ των Ολλανδικών αρχείων, Λακωνικαί σπουδαί, τ. 2, σελ. 290]. Κάθε χρόνο, για 6 μήνες [από Άϊ-Γιωργιού ως Άι-Δημήτρη], ο μπέης είχε υποχρέωση να στέλνει 100 άνδρες για να δουλεύουν στον Οθωμανικό ναύσταθμο [βλ. Σ. Κουγέα, Πελοποννησιακά, τ. 5].
 ε] Τέλος ο μπέης όφειλε να εισπράττει φόρους από τους Μανιάτες για να πληρώνει ετήσιο φόρο 15.000 γρόσια, δια του καπουδάν πασά, στον Σουλτάνο, συν 2.500 στον καπουδάν πασά [βλ. κατωτέρω].
Όλοι οι ισχυροί καπετάνιοι ήθελαν να γίνουν μπέηδες.  ‘’… Επροσκάλεσεν…τους προκρίτους…εις την ναυαρχίδα όπως… αποφασίσωσι περί της εγκαθιδρύσεως του Μπέη του τόπου και επειδή…ιδιαιτέρως έκαστος  εφρόνει ότι ο διορισμός θέλει είναι δι΄ αυτόν, εισήλθον άπαντες με την αυτήν ελπίδα…’’ [Αμβρόσιος Φραντζής, Ιστορία της Ελλάδος, σελ. 83-4]. Ο Π. Κανελλίδης [Οι Μανιάται, Ημερολόγιον 1888, σελ. 243] παρατηρεί ότι το μπεηλίκι ‘’…εξήψε την φιλοδοξίαν των αντιζήλων γενών και πολλοί έσπευδον εις Κωνσταντινούπολιν, όπως δια των ραδιουργιών, των χρημάτων και των δουλικών υποκλίσεων τύχωσιν ασθενούς και αδόξου ηγεμονικής εξουσίας…’’.   Για το αξίωμα του μπέη ο Τζανετάκης Γρηγοράκης ‘’…διαφερόμενος να αναλάβη την άμεσον διοίκησιν της επαρχίας ταύτης ως μάλλον προσοδοφόρου …κινεί τον συγγενήν του…’’ και καταλαμβάνει τα σπίτια του Κουμουνδούρου [Γιάννη Αναπλιώτη, Πέτρου Κουτήφαρη,  Μεσσηνιακά χρονικά, 2, 70].
Γιατί όμως οι Μανιάτες σοϊλήδες ήθελαν διακαώς και  επεδίωκαν παντοιοτρόπως να γίνουν μπέηδες αν και έδιναν  ως εγγύηση της υπακοής τους στην Υψηλή Πύλη ομήρους και τα παιδιά τους αλλά και οι ίδιοι κινδύνευαν να βρεθούν απαγχονισμένοι στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης;
 Ήταν βεβαίως το κύρος, η αναγνώριση και η αποδοχή από τη κοινωνία, η ζήλεια των άλλων σοϊλήδων, το περιζήτητο από όλους αξίωμα, το οθωμανικό καφτάνι, η υπεροχή έναντι των άλλων σοϊών [το ‘’υπείροχον έμμεναι άλλων’’ του Ομήρου], ο υπέρμετρος Μανιάτικος εγωισμός. Γίνονταν μπέηδες, έμενε στο σόι ο τίτλος του μπέη [μπεηζαντές], ‘’έκριναν’’ και ξεχώριζαν από τους άλλους. Αλλά περισσότερο και κυρίως ήταν τα γρόσια, ο παράς που τους συγκινούσε και τους μαγνήτιζε πάνω από όλα. Με τα χρήματα αποκτούσαν μεγαλύτερη δύναμη στρατιωτική [προσλάμβαναν μισθοφόρους], οικονομική [αύξαναν τη περιουσία τους], κοινωνική [μοίραζαν παράδες στους φτωχούς], άπλωναν την επιρροή τους σε πολλές άλλες οικογένειες εκμαυλίζοντάς τες, συνήπταν συμμαχίες και συμπεθεριά με άλλα ισχυρά σόια και με όλη αυτή τη δύναμη μπορούσαν να ‘’κοντύνουν’’ ή εξοντώσουν ευκολότερα τους αντιπάλους και ανταγωνιστές τους [και τέτοιοι πάντα υπήρχαν στη Μάνη όπου το κάθε ισχυρό σόι ήθελε να αφανίσει το άλλο]. Αυτό το πάθος για δύναμη και χρήματα θα το επιδείξουν οι σοϊλήδες και με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
Οι Οθωμανοί είχαν κρατήσει για τον εαυτό τους τη δικαστική εξουσία επί των Μανιατών [δεν την είχαν παραχωρήσει στον μπέη ή μάλλον όποτε ήθελαν του τη παραχωρούσαν, ανάλογα στην υπόθεση και τη περίσταση], ασχολούνταν με τις υποθέσεις των Μανιατών, ιδία τις σοβαρές πχ ληστείες, πειρατείες, ανθρωποκτονίες και ζητούσαν από τον μπέη να παραδώσει στον καπουδάν πασά τους κακοποιούς. [Στις 11 Ιουλίου 1801 ο πασάς της Τριπολιτσάς με έγγραφό του προς τον πρώην μπέη Τζανή Γρηγοράκη και τον μπας καπετάνιο Αντώνιο Γρηγοράκη  ζήτησε να συλλάβουν 5 ληστές που είχαν καταφύγει στη Μάνη και να τους στείλουν σε εκείνον [Ανωνύμου, Ιστορικαί αλήθειαι συμβάντων τινών της Μάνης, σελ. 14]. Τον Αύγουστο του 1806 ο καπουδάν πασάς  διέταξε των Αντώνμπεη Γρηγοράκη ‘’… τους μεν Μοραΐτας να στέλης  αφ΄ ου τους πιάσεις … εις τον Μόρα βαλισή …τους δε Μανιάτας να παραδίδης εις τα εκείσε περιερχόμενα βασιλικά καράβια…’’ [σσ για τον καπουδάν πασά], βλ. Σ Καπετανάκη, ό.π. σελ. 136. Στις  18 Απριλίου 1818 ο καπουδάν πασάς διέταξε τον Πετρόμπεη να συλλάβει έναν Τσιμοβιώτη καραβοκύρη με τους ναύτες του που είχαν πάρει έναν Γιαννιώτη επιβάτη και τον σκότωσαν, ‘’…Προστάζομέν σοι να βάλης εις το χέρι σου τον φονέα [και τους ναύτες]… και παραδίδων αυτούς δεμένους … να τους στείλης όσον τάχος εις ημάς … δια να εκτελεσθή … το παρά του ιερού νόμου [κοράνι] θεσπισμένον…’’, Σ. Κουγέα, Πελοποννησιακά, τ. 5, σελ. 125].
         Αν κάποιος Μανιάτης είχε παράπονα από την απόδοση δικαιοσύνης εκ μέρους του μπέη είχε το δικαίωμα να καταφύγει ’’για να βρει το δίκιό του’’ στον καπουδάν πασά σαν δευτεροβάθμιο όργανο [εφετείο] [βλ. Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 134, 136, 264].
Αν και το αξίωμα του μπέη ήταν ισόβιο κανένας μπέης δεν έμεινε ισόβια αλλά όλοι καθαιρέθηκαν από τους Οθωμανούς και μερικοί συνελήφθησαν και απαγχονίστηκαν στη Πόλη.
Ο διορισμός του μπέη γινόταν με σουλτανικό φιρμάνι και οι καπετάνιοι και οι επίσκοποι της περιοχής υπέγραφαν [υποσχετικό] έγγραφο υπακοής σε αυτόν, κατά διαταγή των Οθωμανών.
Το Οθωμανικό φιρμάνι διορισμού του πρώτου μπέη έγραφε, ‘’… Δια της παρούσης… ανηγγείλαμεν ταπεινώς εις τον κραταιότατον  ημών άνακτα την υποτελικήν σου υποταγήν και την άκραν ευπείθειαν, βεβαιώσαντες ότι ετάχθης εις τον αριθμόν των υπηκόων του …ούτω και άπαντες οι λοιποί κάτοικοι ως πιστοί υπήκοοι… Προτάσσομεν συνάμα δια της παρούσης ημών εντολής και υψηλής προσταγής άπαντας τους αρχηγούς και άλλους κατοίκους της Μάνης, ως και άπαντας τους κατοίκους να Σοι υπακούωσι και να Σοι υποτάσσωνται, διότι ο Κραταιός ημών άναξ σε προβίβασεν εις το αξίωμα του ηγεμόνος της Μάνης…’’ [βλ. Στ. Καπετανάκη, ό.π., σελ 275].
Και σε δεύτερη διαταγή του προς τον μπέη και  τους καπεταναίους της Μάνης σημειώνει ‘’…ο Αλλάχ να αυξάνη την προσήκουσαν υποταγήν και ευπείθειάν σου και σεις καπεταναίοι πρόκριτοι της Μάνης, είθε να αυξάνη την υποταγήν σας…Υπακούετε …και όποιος τολμήσει να φανεί ενάντιος των ημετέρων ορισμών…μέχρις ότου φθάσωμεν μετά του ακαταμαχήτου στρατού, να παιδεύσητε αυτόν. Ούτω πράττετε κατά τας επιταγάς ημών και ουχί άλλως’’. [Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 277].
Στο υποσχετικό της 15ης Αυγούστου 1806, στο Μαραθονήσι, που υπέγραψαν όλοι οι καπετάνιοι και πρόκριτοι της Μάνης [όλης της Μάνης και φυσικά και της Μέσα] έγραψαν ‘’…` υποσχόμεθα όλοι κοινώς να έχωμεν άκραν υποταγήν και ευπείθειαν εις το πολυχρόνιον και κραταιόν Δοβλέτι …να προσφέρωμεν τον κατ΄έτος βασιλικόν φόρον μας κατά μήνα Αύγουστον…’’ [Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 380 επ].
 Όταν το 1812 διορίσθηκε ο Θεοδωρόμπεης ο Πατριάρχης Ιερεμίας Δ΄ προέτρεψε τους Μανιάτες και όλους τους χριστιανούς να υπακούουν στην σταλμένη από τον θεό βασιλεία [του Σουλτάνου] ‘’… να φυλάττητε απαρασάλευτον το πιστόν του ρεαγιαλικίου σας και με παντοίους τρόπους να δεικνύετε την άκραν υποταγήν  σας… εις την θεόθεν εφ΄ημάς τεταγμένην βασιλείαν…’’ άλλως ‘’… έχετε… την θείαν αγανάκτησιν και οργήν και κρίμα… ότι ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τη του θεού διαταγή ανθέστηκε, και ουκ έσται  αυτώ ιλασμός…’’ [Σ. Κουγέα, Iστορικαί πηγαί δια την ηγεμονίαν της Μάνης, Πελοποννησιακά 5, σελ. 66].
Ο Μιχαήλμπεης  Τρουπάκης [1779-1782] σε επιστολή του, στις 19 Ιουλίου 1776, στους Τούρκους της Κορώνης έγραφε, ‘’… ήμουν πάντοτε πιστός ραγιάς της Τουρκίας από τον προπάππο μου…’’ [Γ. Νικολάου, Η πειρατεία στη Μάνη, Λακωνικαί σπουδαί, τ. 17].
Ο Κωνσταντήμπεης  Ζερβάκος, σε επιστολή του στον Βελή πασά, στις 9 Μαΐου 1809, έγραφε, ‘’… Θάρρει σκλαβικώ αναφέρω… με ελεήσατε τον ταπεινόν σκλάβον σας..’’  και στις 21 Αυγούστου 1809,   ’… Ο σκλάβος σου ωμίλησα με κάποιον Αλήμπεη …και αφού μου δώσει το φερμάνιο και μπουγιουρδί τότε να λαμβάνη …τα άσπρα…Όλος ο κόσμος έμαθε ότι τζιράκι σας αποφασίσατε να με κάμετε…’’ [Στ. Καπετανάκη, Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, σελ. 407].
Οι Οθωμανοί περιπολούσαν και ήλεγχαν τα παράλια της Μάνης, προσκαλούσαν στη ναυαρχίδα τους μπέηδες, γευμάτιζαν μαζί τους στα πλοία και τους πύργους, έκαναν φιλικές επισκέψεις, έπαιρναν ως ομήρους τα παιδιά των μπέηδων ή απήγαγαν τους ίδιους και αποβίβαζαν στρατιωτική δύναμη στη στεριά για πολεμικές επιχειρήσεις.
Για τους φόρους. Ο μπέης, όπως έχει σημειωθεί, έπρεπε να μαζεύει τον φόρο [15.000 γρόσια για το ταμείο του Σουλτάνου και 2.500 για το ταμείο του καπουδάν πασά] και να τον δίνει στον Οθωμανό ναύαρχο, κάθε χρόνο, παίρνοντας εξοφλητική απόδειξη [βλ. Σ. Κουγέα, Πελοποννησιακά, τ. 5, σελ. 84-5].
  Ο μπέης είχε λάβει από τους Οθωμανούς το αποκλειστικό προνόμιο να έχει το μονοπώλιο εμπορίας του λαδιού, του μεταξιού και του βελανιδιού και να εκδίδει άδειες εισαγωγής και εξαγωγής εμπορευμάτων, εισπράττοντας φόρους, από τα λιμάνια με τη βοήθεια των ανά περιοχή καπεταναίων που και αυτοί εισέπρατταν επίσης φόρους. Τα έσοδα του μπέη από τη φορολογία και άλλες δραστηριότητες που του εξασφάλιζε η θέση του ήσαν πολλά, υπολογίζονταν σε 150.000 γρόσια [βλ Ελ. Μπελιά, υπόμνημα περί Μάνης εκ των Ολλανδικών αρχείων, Λακωνικαί σπουδαί 2, σελ 276] και κατ΄ άλλους σε 108.000 φράγκα, [βλ. Ν. και Δ. Στεφανόπολι, Ταξίδι στην Ελλάδα, σελ. 277]. Ο Πετρόμπεης, μετεπαναστατικά, ισχυριζόταν ότι ως μπέης [προεπαναστατικά δηλαδή], είχε ετήσια εισοδήματα περί τα 450.000 γρόσια [βλ. Χ. Λούκου, Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο νέο Ελληνικό κράτος, Η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων, Θέματα Νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 131 επ.].
 Επομένως υπήρχε μεγάλη δυνατότητα καταβολής του φόρου ο οποίος [15.000 συν 2.500 γρόσια] σε σχέση με τα εισοδήματα του μπέη ήταν πολύ μικρός [‘’αποτίουσιν μικρόν φόρον…’’, Δ. Μέξης, ό. π. σελ. 366], τον οποίον μπορούσαν να πληρώσουν για να σώσουν τα παιδιά τους που είχαν δώσει ομήρους αλλά και το κεφάλι τους που κινδύνευε από την Οθωμανική αγχόνη. Εξάλλου υπάρχουν αποδείξεις ότι ο φόρος υποτέ-λειας πληρωνόταν στους Οθωμανούς.
  Έγγραφο της 27 Σεπτεμβρίου 1779 [Απ. Δασκαλάκης, ό.π. σελ. 196] μας πληροφορεί ότι ολόκληρη η περιουσία του [α΄ μπέη] Κουτήφαρη κατασχέθηκε για καθυστερημένους φόρους και πωλήθηκε από τον διερμηνέα του Οθωμανικού στόλου Ν. Μαυρογένη στον [β΄ μπέη] Μούρτζινο-Τρουπάκη αντί 7.550  γρόσια. ‘’…Επλήρωσεν  ο μπέης το μιρί όλον της Μάνης των τριών ετών…’’ [βλ. Ι. Θεοφανίδη, Ιστορικό αρχείο, τ. Α΄, σελ. 20].
Το αυτό έγινε και με τον Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκη που κατάσχε-σαν οι Οθωμανοί τα μερίδια της εταιρείας του, τα οποία εικονικά είχε παραχωρήσει στους Γρηγοριάνους [βλ. Σ. Κουγέα, ό. π και Στ. Καπετανάκη, ό. π. σελ. 424 και 441].
Ο  Σ. Κουγέας, Πελοποννησιακά, τ. 5, σελ. 124 και 127-8, αναφέρεται σε διαταγή του καπουδάν πασά προς τον Πετρόμπεη για να πληρώ-σει τον φόρο και εκείνος, σε αναφορά του στη Φιλική Εταιρεία, το 1819,  παραπονιόταν ότι η Οθωμανική αρχή τον έφερνε σε δύσκολη θέση ‘’… επιφορτίζουσα  εμέ υπέρογκα δοσίματα... και ούτω … να βαρύνω την κοινότητα…’’ [βλ. Ιω. Φιλήμονος, Ιστορικόν δοκίμιον της Ελληνικής επαναστάσεως, τ. α. σελ. 153.
Βέβαια μερικοί μπέηδες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μη πληρώσουν φόρο καίτοι τον είχαν πολλαπλασίως εισπράξει από τους Μανιάτες επικαλούμενοι διάφορες προφάσεις ακόμη και αστείες ότι λχ το ξέχασαν, όχι από ανυπακοή στους Οθωμανούς αλλά επειδή ήθελαν από απληστία να τον ιδιοποιηθούν [για τα απίστευτα λχ έξοδα του Πετρόμπεη μετεπαναστατικά, βλ. Χ. Λούκου, ό. π.] θεωρώντας ότι οι Οθωμανοί δεν θα επέμεναν στην είσπραξη για να μη πιέσουν τους Μανιάτες και τους αναγκάσουν να εξεγερθούν [βλ. Δ. Μέξη, ό. π. σελ. 358, 365, 408-9]. 
Συμπέρασμα. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα δεν μπορεί η Μάνη να θεωρηθεί ανεξάρτητη χώρα γιατί δεν ασκούσαν οι καπετάνιοι και οι μπέηδές της αυτοδύναμη εξουσία, δεν την απέκτησαν, ‘’με το σπαθί τους’’, πρωτογενώς ή με κληρονομικό δικαίωμα [ως διάδοχοι ηγεμόνων που άσκησαν πρωτογενή εξουσία]  ούτε εκλέχθηκαν από τις λεγεώνες [όπως οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες] ή από συμβούλια ανεξάρτητων ντόπιων εκλεκτόρων ή από τον λαό αλλά διορίζονταν από τους Οθωμανούς στις διαταγές των οποίων υπάκουαν και στους οποίους κατέβαλαν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Ούτε διεθνή αναγνώριση  ούτε πρέσβεις ή προξένους ξένων δυνάμεων είχε η Μάνη ούτε έστελνε σε αυτές ή διατηρούσε διπλωματικές αποστολές. Οι ξένοι την έβλεπαν ως ένα ‘’κράτος που δεν υπήρχε’’ ή μάλλον ως μία ανοικτή πύλη των νοτιοδυτικών συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ως μία περιοχή που διέθετε ετοιμοπόλεμους άνδρες [και γυναίκες] και υπό αυτό το πρίσμα, την υπολόγιζαν για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος.
Θα πρέπει, λοιπόν, η Μάνη να χαρακτηρισθεί ως μία αυτόνομη ή μάλλον ημιαυτόνομη, φόρου υποτελής περιοχή [και τελευταία μπεηλίκι] στον Σουλτάνο και υπό την επικυριαρχία του [με διαφοροποιήσεις κατά περιόδους και στα τμήματα της που δεν υπήρχαν Οθωμανοί], σε αυτό το πλαίσιο των δυσδιάκριτων ορίων και της ειδικής περίπτωσης ημιαυτονομίας δεδομένου ότι απαντώνται και στη Μάνη αρκετά στοιχεία ημιαυτόνομης και φόρου υποτελούς περιοχής κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω.
[ Όμως πρέπει επίσης να τονισθεί ότι στα πρώτα χρόνια μετά το 1480 σχεδόν όλα τα εδάφη και ακολούθως, τουλάχιστον, κάποια τμήματα της [πχ βορειοανατολικής  αλλά και βόρειας Έξω Μάνης] σε ορισμένες περιόδους ότι δεν είχαν καμία [ημι]αυτονομία αλλά αποτελούσαν περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως και όλες οι άλλες Ελλαδικές].
Επίσης θα μπορούσε να θεωρηθεί η όλη προσπάθεια των Μανιατών ως ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που αγωνιζόταν να αποκτήσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία την εθνική του ελευθερία υπό καλλίτερες συνθήκες διεξαγωγής αγώνα από τους άλλους ραγιάδες.  
 Κατά συνέπεια το 1821 οι Μανιάτες  και οι άλλοι Έλληνες επαναστάτησαν κατά της Υψηλής Πύλης προετοιμασμένοι από καιρό από τους δασκάλους του γένους [ελληνικός διαφωτισμός], τους εμπόρους και την φιλική εταιρεία και ο αγώνας τους χάρη στο αίμα των επαναστατών και τη βοήθεια των ξένων είχε ευτυχή κατάληξη, τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
                                

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Για τη Κρανάη του Γυθείου

Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στη νήσο Κρανάη [Μαραθονήσι] του Γυθείου, ένας μεσήλικας, ξένος περιηγητής, με ρώτησε σε καλά ελληνικά -ήταν καθηγητής της ελληνικής ιστορίας σε ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο-  αν πιθανολογούσα το μέρος όπου η Αφροδίτη φιλοξένησε τον Πάρι και την Ωραία Ελένη τη πρώτη τους νύχτα. Απήγγειλε μάλιστα και τον στίχο,
‘’νήσω δ΄εν Κρανάη εμίγην φιλότητι και ευνή’’,
                                             Ομήρου Ιλιάς, Γ 445.
[Θυμήθηκα, όταν, πριν κάποια χρόνια, είχα επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας, στο νομό Ηρακλείου Κρήτης, ο ξεναγός έδειχνε τον αειθαλή πλάτανο στη σκιά του οποίου ο Ζευς ενώθηκε με την Ευρώπη όταν την άρπαξε από τη Φοινίκη.
Τα πλατάνια, ως γνωστόν, είναι φυλλοβόλα δένδρα, εκείνος όμως ο πλάτανος, στη Γόρτυνα, από όταν κάλυψε με τον ίσκιο του τον Δία δεν ξανάριξε τα φύλλα του. Έγινε και έμεινε αειθαλής].
Είπα στον ρομαντικό ελληνιστή και περιπατητή της Κρανάης ότι είχα πολλάκις προτείνει στους [κατά καιρούς] δημάρχους Γυθείου να αναρτήσουν στην είσοδο του νησιού, με την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, μία πινακίδα με τον ομηρικό στίχο ή να στήσουν ένα άγαλμα, αναμνηστικό της αφορμής του Τρωικού πολέμου ή κάτι άλλο, τέλος πάντων, ενδεικτικό να ανεγείρουν, ώστε στον λογισμό του επισκέπτη να αναδύονται η ιστορία, οι θρύλοι και οι μύθοι του τόπου
 και επειδή οι αρμόδιοι … ‘’αγρόν ηγόρασαν’’, τον προέτρεψα να μιλήσει και εκείνος στους τοπικούς παράγοντες -ως ξένος είχε πιθανότητες να εισακουσθεί- και να τους τονίσει ότι το νησί μπορεί να γίνει πόλος έλξης τουριστών, προς όφελος της πόλης, και κατά συνέπεια κάτι πρέπει να κάνουν και να μη το αφήνουν αναξιοποίητο. 
                                                            



Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Aγροτικό Μουσείο Μάνης στον Βαχό

Στο μέσον, περίπου, της κοιλάδας του Βαχού, στη θέση Αλώνια, διασώζονταν μέχρι πρόσφατα, επιχωματωμένα σε μεγάλο βαθμό από τον χρόνο, μερικά παλιά αλώνια που από αυτά πήρε το όνομά της η περιοχή.
Υπολογίζω ότι ήσαν περί τα 15 που ανήκαν σε Βαχιώτες και εκεί αλώνιζαν τα σιτάρια τους [και στη συνέχεια τα παραχωρούσαν για λίγες μέρες και σε άλλους χωριανούς που δεν είχαν για να αλωνίσουν και εκείνοι]. Η χρήση τους πρέπει να έπαυσε στις αρχές του εικοστού αιώνα επειδή μερικοί χωριανοί έφτιαξαν άλλα στα χωράφια τους εγγύτερα στο χωριό και η περιοχή αποδόθηκε στη κοινή χρήση ως βοσκότοπος.
          Πριν λίγα χρόνια ανοίχθηκε εκεί αγροτικός δρόμος και ακολούθως  κατασκευάσθηκε μικρό γήπεδο, χωρίς κερκίδες, με αποτέλεσμα τα περισσότερα αλώνια να αφανισθούν και όσα απέμειναν να έχουν σχεδόν ισοπεδωθεί.
          Οι Βαχιώτες, όπως και οι άλλοι Μανιάτες, έχουν παύσει από το 1965 περίπου, να σπέρνουν σιτάρι και μόνο το λιομάζωμα απόμεινε για να θυμίζει την άλλοτε έντονη αγροτική ζωή τους.
          Πρέπει, λοιπόν, στα Αλώνια του Βαχού, που είναι περίπου στο μέσον της Μάνης, κοντά στον δρόμο Γυθείου-Αρεοπόλεως και στο σημείο που ενώνονται η Κάτω [Ανατολική] Μάνη με την Έξω και τη Μέσα, ο δήμος [με ελάχιστα χρήματα αλλά με σχέδιο αρχιτέκτονα σε συνεργασία με γεωπόνο και τους κατοίκους] να κατασκευάσει ένα ΑΝΟΙΧΤΟ, ΥΠΑΙΘΡΙΟ, ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ για όλη τη Μάνη    και
 α] να αναδείξει ένα ή δύο από τα παλιά αλώνια,
 β] να κατασκευάσει εκεί πατητήρι σταφυλιών γιατί τριγύρω υπήρχαν πολλά αμπέλια και πατητήρια και για αυτό το χωριό ονομάσθηκε Βαχός, από τον θεό του οίνου και της σταφυλής Βάκχο [Διόνυσο],  
 γ] να κατασκευάσει κυψέλες με λεπτές σκούρες τίκλες [πέτρες] σε 3-4 ορόφους όπως ήταν τα παλιά μελισσοκομεία,
δ] να κατασκευάσει ένα κυκλικό καρβουνοκάμινο, μία κοτόκαλη, ένα τσαρδάκι
και ό,τι άλλο από τις προτάσεις των επαϊόντων και των κατοίκων προσήκει στον χώρο και στον σκοπό του μουσείου,
για να θυμίζουν στους παλιούς και για να γνωρίσουν οι νέοι, ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες τη παλιά αγροτική ζωή των Μανιατών [αφού τοποθετηθεί και ενημερωτική πινακίδα  επί του δρόμου Γυθείου-Αρεοπόλεως].                                                                                
                                                                  Σταύρος Πατρικουνάκος