Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο


Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, τη Δευτέρα, 27 Οκτωβρίου 1969,
-πέρασαν κιόλας πενήντα χρόνια- όταν ο πατέρας μου  πήγε στο καφενείο του χωριού, που ήταν κοντά στο δημοτικό σχολείο. Βρήκε εκεί άλλους τρεις συγχωριανούς να πίνουν τον καφέ τους και να θυμούνται νοσταλγικά τα παλιά τα χρόνια όταν, τέτοιο καιρό, κάθε χρόνο, όργωναν τα χωράφια για να σπείρουν σιτάρι και στις 28 Οκτωβρίου 1940  ‘’εικοσάχρονα παιδιά με μια ματωμένη χλαίνη τρέχανε για λευτεριά''.
          Το χωριό, όπως και όλη η Μάνη, έδινε την εικόνα ερήμωσης. Οι περισσότεροι χωριανοί είχαν μεταναστεύσει οικογενειακώς για την Αθήνα σε αναζήτηση δουλειάς. Όσοι είχαν απομείνει -κατά κανόνα ηλικιωμένοι- δεν όργωναν πλέον τα χωράφια, μόνο τις ελιές μάζευαν, με λίγα ζώα ασχολούνταν, έπαιζαν τα κομπολόια τους στο καφενέ και μερικοί, αφού δεν είχαν δουλειά, κατηγορούσαν και κουτσομπόλευαν ο ένας τον άλλον ή δεν μιλιούνταν μεταξύ τους.
          Στο καφενείο βρήκε και την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, τη μόνη που κυκλοφορούσε στο χωριό, πάντα με καθυστέρηση και με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα τύχαινε να πάει στην Αρεόπολη να τη πάρει. Διαφορετικά εφημερίδα δεν έβλεπαν. Ήταν το φύλλο του Σαββάτου, 25 Οκτωβρίου 1969, με τα  αποτελέσματα των εισιτηρίων εξετάσεων για τις ανώτατες σχολές. Είχαν περάσει δύο ημέρες και δεν ξέραμε ότι είχαν βγει.
          Ο πατέρας μου την πήρε με αγωνία. Κάθισε στη καρέκλα κι άρχισε να διαβάζει συλλαβιστά -δεν έβλεπε και καλά- τα ονόματα των  επιτυχόντων στη Νομική σχολή της Αθήνας.
           Οι άλλοι θαμώνες κρυφοκοίταζαν κατά το μέρος του ανταλλάσσοντας ειρωνικές και κοροϊδευτικές ματιές, θεωρώντας σίγουρη την αποτυχία μου. Αυτός ήταν και ο πόθος μερικών, συνηθισμένο φαινόμενο στις μικρές και κλειστές κοινωνίες.                                                                                                                           
           -Προτιμώ να μου ψοφήσει μία γελάδα, παρά να πετύχει του Παναγιώτη το παιδί στο  Πανεπιστήμιο, είχε πει ο κάποιος. 
          Και ένας άλλος, που από μικρόν όπου με συναντούσε  στα έρημα μονοπάτια, μου πρόσφερε τσιγάρο ‘’μήπως γίνω αλήτης και ξεστρατίσω απ’ το σχολείο’’ -και εγώ το αποστρεφόμουν με αηδία- προβληματιζόταν σε ποία υπηρεσία έπρεπε να μιλήσει για να με κόψουν στις εξετάσεις. Τέτοιες ενημερώσεις της ‘’αρμόδιας υπηρεσίας’’ έκαναν μερικοί από παλιά, σχεδόν για κάθε παιδί που πήγαινε να κάνει κάποιο βήμα προς τα εμπρός. [Λωβό χωριό τα λίγα σπίτια’’, λέει ο λαός].                                                                                                                      
          Άλλωστε ως τον προηγούμενο χρόνο, σύμφωνα με τον β. δ. 454 της 2/21-8-1967, άρθρο 5, παρ. 4, εδ. δ [ΦΕΚ 141 Α/28-8-1967, για τη συμμετοχή στις εισαγωγικές εξετάσεις του Πανεπιστημίου χρειαζόταν ‘’σημείωμα της οικείας Αστυνομικής Αρχής, εμφαίνον ότι ο υποψήφιος υπέβαλεν αίτησιν προς χορήγησιν πιστοποιητικού  νομιμοφροσύνης, όπερ αποστέλλεται υπηρεσιακώς εις την οικείαν Γενικήν Επιθεώρησιν Μέσης Εκπαιδεύσεως’’.
            Υπήρχαν βεβαίως και αρκετοί στο χωριό -και αναντίρρητα ήσαν οι περισσότεροι- που πάντα ήθελαν τη πρόοδο των συγχωριανών αλλά αυτοί συνήθως δεν εισακούονταν ούτε διαμόρφωναν τη κοινή γνώμη. Πνίγονταν από τις τσουκνίδες. Τα χαμομήλια, ως γνωστόν, είναι ευάλωτα και εύκολα ελάχιστα ζιζάνια χαλάνε το περιβόλι.
Ως τότε λιγοστά παιδία από το χωριό, που μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού, είχαν περάσει σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή και μάλιστα κατά αραιά χρονικά διαστήματα που σχεδόν είχαν ξεχαστεί. Και πάντως κάθε φορά που κάποιο περνούσε  προκαλούσε τον φθόνο μερικών, πάντα όμως των ίδιων, συγχωριανών.
          Μέχρι εκείνα τα χρόνια τα περισσότερα παιδία διέκοπταν τις σπουδές μόλις τέλειωναν το δημοτικό ή στις πρώτες γυμνασιακές τάξεις, ιδιαίτερα σαν έμεναν στην ίδια τάξη, για να δουλέψουν και να βοηθήσουν τους γονείς τους και σαν τέλειωναν το στρατιωτικό, ξενιτεύονταν για την Αθήνα σε αναζήτηση δουλειάς κυρίως στα σώματα ασφαλείας ή τις δημόσιες υπηρεσίες. Το εξατάξιο γυμνάσιο ελάχιστοι είχαν τελειώσει. Ο πατέρας μου όμως προτιμούσε τη μόρφωση.
           -Να μάθουν γράμματα, έλεγε.
          Και τώρα που καταλάβαινε τα πικρόχολα σχόλια, ένιωθε τα καυστικά βλέμματα των συγχωριανών να διαπερνούν τη πλάτη του και ήξερε καλά τις σκέψεις τους, επέμενε να διαβάζει πεισματικά τα ονόματα.
          Δεν είχε φθάσει στη μέση του καταλόγου και ξαφνικά σταμάτησε.  Άφησε κάτω την εφημερίδα και σηκώθηκε όρθιος.
          -Πέτυχε, είπε μονολεκτικά και συμπλήρωσε, Νομική Αθηνών.
          Η συγκίνηση τον έπνιγε. Με δυσκολία κράτησε τα δάκρυά του.
          Οι άλλοι έμειναν άλαλοι.
          -Κανέλλο, είπε στον μαγαζάτορα, κερνάω τους ανθρώπους.
         Ένιωθε δικαιωμένος…
          Λίγες μέρες μετά έπαιρνα το λεωφορείο για την Αθήνα ως φοιτητής πλέον [και σπουδαστικός μετανάστης].  Μια άλλη ζωή άρχιζε…

Σημείωση. Προδημοσίευση αποσπάσματος από το υπό έκδοση έργο του Σταύρου Πατρικουνάκου, ‘’Στη Νομική Αθηνών, 1969-73’’.