Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

TA ΑΙΤΙA ΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΑΡΕΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΟΙΤΥΛΟΥ [ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ]


[Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι παράλληλες πορείες της Αρεόπολης και του Οιτύλου από τον  15ο αιώνα ως σήμερα].
Το χειμαδιό της Τσίμοβας. Το πετρώδες και άνυδρο αλλά ανοικτό τοπίο της σημερινής Αρεόπολης για αιώνες χρησιμοποιούσαν οι ποιμένες των γειτονικών χωριών ως βοσκότοπο, κυρίως κατά τον χειμώνα, για να διαχειμάσουν τα κοπάδια τους [Χειμαύα ή Χαναύα], επειδή λούζεται από τον ήλιο, έχει καλό κλίμα και λόγω του βοριά δεν έχει υγρασία. Ως χειμαδιό το χρησιμοποιούσαν και οι Σλαύοι που του έδωσαν και το όνομα Τσίμοβα. Για τις ανάγκες τους οι βοσκοί έφτιαξαν, κατά καιρούς, καλύβες και μαντριά σε διάφορα σημεία που με τον καιρό [αρκετά μετά το 1400;] έγιναν μικροί και μόνιμοι οικισμοί, τα ερείπια των οποίων ως σήμερα διασώζονται [Κωλόσπιτα και Κωλογιστέρνες στην Παλέρημο, Παλιόχωρα κλπ]. Αυτοί οι οικισμοί των βοσκών ανάμεσα σε αρχαία ή ισχυρά χωριά όπως το Οίτυλο, ο Πύρριχος, η Χαριά θα πρέπει να θεωρούνταν αρκετά μικροί.
   Αργότερα και λόγω ερίδων των Μανιατών καταδιωγμένα σόια και άτομα από γύρω έρχονταν στην περιοχή της Τσίμοβας και έτσι θα εμπλουτίσουν τους οικισμούς της ή θα κτίσουν καινούργιους.
 Το 1618 [υπόμνημα προς Νεβέρ] η Τσίμοβα είχε 30  οπλοφόρους, το Κουσκούνι 40, ενώ τα γειτονικά χωριά, Οίτυλο 400, Κελεφά 300, Βαχός 35 [συν 20 η Παναγία di Vacha συν 30 η Σκάλα] κλπ. [Βλ. Απ. Δασκαλάκη, Η Μάνη και η Οθωμανική αυτοκρατορία, 1453-1821]. Δηλαδή η Τσίμοβα ήταν τότε ένα μικρό χωριό που δεν είχε ασχοληθεί μαζί της η ιστορία.
  Η αναφορά του Οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή στα 1670 για την Τσίμοβα είναι χαρακτηριστική και δείχνει αύξηση του πληθυσμού της σε σχέση με το 1618. ‘’Χωριό Τζίμοβα. Βρίσκεται σε απόσταση βολής ενός κανονιού από τη θάλασσα. Είναι βραχώδικο. Έχει 80 σπίτια χωρίς κήπους και αμπέλια. Τα φαγιά τους τα ψήνουν με ξερή κοπριά μουλαριών και βοδιών. Η τροφή τους είναι θαλασσινά. Χταπόδια, μύδια, στρείδια, σωλήνες, θαλασσινά κάστανα, διάφορα. Ψωμί τρώνε από καλαμπόκι…’’. Βλ. Θανάση Κωστάκη, Πελοποννησιακά, τόμος 14 [1980-81], Αθήνα, 1981, σελ. 302. 
   Ως εδώ όμως [1670-80;]  ήταν η ασημαντότητα του χωριού  και στα τέλη του 17ου αιώνα η Τσίμοβα ορθώνει το ανάστημά της και αξιώνει προνομιακή θέση στην ιστορία.
Οι αγώνες των γενών στα χωριά για την εξουσία. Η αύξηση του πληθυσμού από την υπεργεννητικότητα αλλά κυρίως από την προσέλευση στη Μάνη πολλών καταδιωγμένων από τους Οθωμανούς, η στενότητα και το άγονο του εδάφους, η φτώχεια και η κλειστή κοινωνία δημιουργούσαν φιλονικίες και εμφύλιες συγκρούσεις στα χωριά. Ύστερα και επειδή ουσιαστικά δεν υπήρχε κεντρική διοίκηση στα ψυχορραγίσματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ούτε βέβαια Οθωμανική παρουσία [κατοίκηση] στη Μάνη, σ’ αυτήν ίσχυε το αρχαιοελληνικό σύστημα της πόλης-κράτους. Ένα μικρό σύνολο χωριών μίας γεωγραφικής περιφέρειας [καπετανίας], μικρής [σοϊού] στη Μέσα Μάνη και ευρύτερης στην Έξω αποτελούσε αυτοτελή οντότητα και κοινωνία που έπρεπε να διοικηθεί. Ο ισχυρότερος, κατά το τέλος του Βυζαντίου και την αρχή της Τουρκοκρατίας, αναλάμβανε τη διοίκησή της ή αργότερα διοριζόταν από Οθωμανούς, εισέπραττε φόρους και διασφάλιζε, κατά δύναμη, την τάξη και έθετε τους νόμους [για να κερδίζει μέρος των εισοδημάτων των κατοίκων]. Για να αναδειχθεί όμως ο ισχυρότερος έπρεπε να δώσει μάχη με τους άλλους διεκδικητές όπως σε όλες τις κοινωνίες ζω-ντανών οργανισμών. [‘’Να κουτουλιστεί σα τα κριάρια το θέρος στα βουνά’’, όπως είπε παλιός Μανιάτης. Βλ εργασία μου, Περί του συντηρητισμού των Μανιατών. Ιστορική και ερμηνευτική προσέγγιση]. Έτσι τα χωριά της Μάνης, ώσπου να παγιωθεί το σύστημα διοίκησης, βρέθηκαν σε εμφύλια σύρραξη άλλα μεν επί μακρόν [πχ Οίτυλο] άλλα δε για λίγο [αφού έτυχε και ανέδειξαν σύντομα νικητή].‘’Το δεύτερον ήμισυ της δεκάτης εβδόμης εκατονταετηρίδος υπήρξε δια την Μάνην περίοδος συχνών συγκρούσεων, πολέμων εμφυλίων και εχθρικών’’ [βλ. Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 77]. Και ο Νηφάκος γράφει, ‘’Εμείς πάντα μαλώνομε ο ένας με τον άλλο-
…κι άλλη γενιά την ε μισεί, δεν την ε θέει κοντά της,
 γιατί όντας κοντά-κοντά είν’ πάντα μαλωμένοι’’.
Από τις μάχες για τα πρωτεία δεν ξέφυγε και η Τσίμοβα. Μαυρομιχαλαίοι, Τορναριάνοι,  Πουνεντιάνοι και Τσαλαπιάνοι και ίσως και άλλοι μπήκαν στον αγώνα διεκδίκησης της εξουσίας. Καταμαρτυρούνται πολλά θύμα-τα. Ολόκληρα σόια ξεκληρίστηκαν. [Κατά τα λεγόμενα παλιών Αρεοπολιτών σε μία γιορτή, νύχτα, σκοτώθηκαν περί τους 35 άνδρες χωρίς να προ-φθάσουν να αντισταθούν σε εκείνους που τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά]. Τελικώς και μάλιστα σε σύντομο διάστημα επικράτησαν οι Μαυρομιχαλαίοι, την παρουσία των οποίων στην Τσίμοβα πρέπει να υπολογίζομε μάλλον αρκετά προ του 1650[;], όπου ήρθαν από τα Άλικα και κατά τη παράδοση κατάγονταν από έναν μελαχρινό [μαύρο-] Μιχάλη που ήταν παραπαίδι κά-ποιου σκληρού αφέντη. Κατ’ άλλη παράδοση οι Τσιμοβιώτες ήσαν [μεταξύ τους και ο Μαυρομιχάλης ή μόνον το σόι του[;] φερτοί-γαμπροί στο Οίτυλο και τους έδιωξαν οι Βοιτυλιώτες για να μη κυριαρχήσουν εκεί και έτσι οι εκδιωχθέντες εγκαταστάθηκαν απέναντι, στο Λιμένι και το χειμαδιό της Τσίμοβας [και από τότε, το ‘’κρατούσαν’’ και ήθελαν να εκδικηθούν].
Οι Μαυρομιχαλαίοι, μετά τη νίκη τους, επέβαλαν τον νόμο τους και την ειρήνη [pax Romana] στο χωριό τους ως ισχυρότεροι και η εξουσία τους ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους άλλους Τσιμοβιώτες, ακόμη και μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Οι άλλες ισχυρές οικογένειες της Τσίμοβας είτε συνεργάστηκαν με τους νικητές είτε αποτραβήχτηκαν χωρίς έκτοτε να απειλήσουν τη νέα τάξη πραγμάτων. Για τους αχαμνόμερους δεν τίθεται θέμα, ακουμπούσαν ως κολλητοί και υποτακτικοί στους ισχυρούς.
Η υπεροχή της οικογένειας και η ειρήνη που επέβαλε ήταν από τους κύριους λόγους της πορείας ανόδου στα Μανιάτικα πράγματα της Τσίμοβας που έτσι δεν θα γνωρίσει από τότε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μακρόχρονες  συγκρούσεις κορυφής ούτε εμφύλιες διαμάχες αλλά θα απολαύσει χρόνους ειρήνης.
Το μεγάλο χωριό Οίτυλο. Απέναντι στην Τσίμοβα ορθώνεται το Οίτυλο, ένα αρχαίο [το μνημονεύει και ο Όμηρος], ιστορικό χωριό, το ισχυρότερο στη Μάνη όταν οι Οθωμανοί εμφανίζονται στην περιοχή και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των συγκρούσεων της Μάνης με αυτούς [σχεδόν ως το 1770]. [Για τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Οίτυλο βλ. Άννας Αβραμέα, Λακωνικαί Σπουδαί, τ. 7, σελ. 3 επ.]. Στο Οίτυλο εγκαταστάθηκαν ονομαστά σόια, όπως Κομνηνός [Στεφανόπουλος], Μέδικος [Γιατράκος] και άλλοι ισχυροί και αδύναμοι που αναζήτησαν καταφύγιο στα βουνά της Μάνης και ιδία στο μεγάλο χωριό για να διαφυλάξουν τη ζωή και την ελευθερία τους από τους Οθωμανούς μετά την πτώση της Πόλης [1453] και του Μυστρά [1460]. Άλλωστε [και επειδή δεν γνωρίζομε τον αριθμό των κατοίκων του κατά τη βυζαντινή περίοδο] θεωρούμε ότι σημαντική αύξηση του πληθυσμού του επήλθε κυρίως εξαιτίας της Οθωμανικής απειλής. Όταν μετά τον πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο [1463-79], στον οποίον συμμετείχαν και οι Μανιάτες, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Μάνη [1480] βάδισαν κατά του Οι-τύλου και αφού το κατέλαβαν, νικήσαντες τον Κορκόδειλο Κλαδά, εισόρμησαν στη Μάνη απ’ όλα τα σημεία. Αυτή ήταν η σημασία του στην περιοχή.
Το Οίτυλο κυριαρχούσε σε στεριά και θάλασσα επί αιώνες. Στη θάλασσα αρμένιζαν οι Οιτυλιώτες [Βοιτυλιώτες κατά την τοπική λαλιά] πειρατές που είχαν γίνει φόβος και τρόμος στα εμπορικά πλοία ευρύτατης θαλάσσιας περιοχής.  Όλες οι παραθαλάσσιες σπηλιές στα βράχια της Μάνης και ιδιαίτερα του Οιτύλου ήταν πειρατικά λημέρια και καταφύγια. Ήταν τέτοια η δύναμη του Οιτύλου που το έλεγαν Μεγάλο [και κατά άλλους Μικρό] Αλγέρι και ο Ιούλιος Βερν όταν έγραφε το ‘‘Αιγαίο στις φλόγες’’ [ή ‘’Πειρατές του Αιγαίου’’] είχε υπόψη του τους Βοιτυλιώτες πειρατές. Από εκεί πάνω στην άκρη του πλατώματος, από τα γκρεμά, κοίταζαν τη θάλασσα σα γεράκια έτοιμοι να εφορμήσουν σε θαλασσοδαρμένο καράβι. [‘’Ανάμεσα στο Ελληνικό έθνος υπάρχει μια φυλή, χωρίς κτηματική περιουσία, κάπου 2.000 ψυχές, που ζει από τη ληστεία. Λεηλατούν τους θαλασσινούς με πειρατικές επιδρομές’’, έγραφε ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πόλη Choiseul Gouffier  και ο συμπατριώτης του Guillet de la Guilletiere σημείωνε στα 1675, ‘’Η κυριότερη απασχόληση των Μανιατών είναι η πειρατεία και το μεγαλύτερο εμπόριο τους οι αιχμάλωτοι’’]. Μάλιστα έκαναν λιτανείες και δεήσεις με παπά-δες και λάβαρα ‘’να τους στείλει ο θεός καράβια’’ για να τα ληστέψουν.
Στο υπόμνημα προς τον Νεβέρ, το 1618, το Οίτυλο καταγράφεται με δύναμη 400 οπλοφόρων [ή οικογενειών]. Η Τσίμοβα, όπως είδαμε, είχε 30 και το Κουσκούνι 40. Η διαφορά υπέρ του Οιτύλου είναι συντριπτική.
Στα 1670 ο Οθωμανός περιηγητής και φοροεισπράχτορας Εβλιγιά Τσελεμπή, ό. π. σελ. 301, επ. γράφει για το Οίτυλο. ‘’Το μεγάλο χωριό Οίτυλο…έχει 1.000 σπίτια, 3.000 οπλοφόρους. Πρόκειται για μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοί του είναι έμποροι. Σαν τους Φράγκους φορούν μαύρα καπέλα, επειδή έχουν δουλέψει με τους Φράγκους. Έχουν κήπους, αμπέλια, μουριές, ελιές. Και οι αμέτρητες αγελάδες του είναι ξακουστές. Άφθονα νερά, ωραίο κλίμα. Έχει ένα μεγάλο μοναστήρι και 150 κλέφτες… Σ’ αυτήν την εκκλησία έρχονται δώρα από τους Φράγκους και τον ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων. Οι Μανιάτες αυτοί δεν έχουν θρησκεία. Πιάνουν τον Φράγκο, τον πουλούν σ’ εμάς, πιάνουν εμάς, μας πουλούν στους Φράγκους…ο ένας αιχμαλωτίζει τον άλλον. Τα αγόρια τους και τα κορίτσια τους τα πουλούν στους Φράγκους και στους ραγιάδες μας Ρωμιούς. Τα κορίτσια τους με παρακάλια τα παντρεύουν με θρησκευτικό γάμο με τους Μωαμεθανούς. Αυτοί οι άπιστοι του Βοιτύλου έχουν 12 φρεγάτες. Το λιμάνι του Βοιτύλου  μπορεί να χωρέσει 1.000 καράβια. Πολλές φορές ο στόλος των Βενετών αγκυροβολεί εδώ και πετυχαίνει ενίσχυση απ’ αυτούς…’’. [Για τις συγκρίσεις σημειώνω ότι στην ίδια περιγραφή του Τσελεμπή [στα 1670] η Τσίμοβα καταγράφεται με 80 σπίτια. Η διαφορά είναι τεράστια. Δεν μπορεί μάλλον να γίνει σύγκριση].
Το Οίτυλο ήταν η πρωτεύουσα της Μάνης κατά την πρώτη Τουρκοκρατία [1460-1685]. Εδώ παίρνονταν οι αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα [Σταύρου Καπετανάκη, Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, σελ. 21], πιθανόν και πριν την εμφάνιση των Οθωμανών, σε άγνωστο βάθος χρόνου.     
Η περιοχή του Οιτύλου είναι φτωχή, πετρώδης, απρόσοδη και ο μικρός κάμπος στο Καραβοστάσι, στην Τσίπα και πέρα, βορειοδυτικά, στον Λάκκο και τις βελανιδιές δεν αρκούσαν για να θρέψουν τον πληθυσμό που ζούσε, όπως όλοι οι Μανιάτες, στη φτώχεια. Αναγκαστικά άλλοι των Βοιτυλιωτών θα μετανάστευαν, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, άλλοι θα γίνονταν μισθοφόροι [stradioti] σε ξένους ηγεμόνες ή ντόπιους καπεταναίους και άλλοι, οι περισσότεροι και κυρίως οι ισχυρότεροι, αφού η θάλασσα ήταν ‘’κάτω από τα πόδια τους’’, για τις ίδιες ανάγκες, θα στρέφονταν στην πειρατεία και μερικοί στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και έτσι το Καραβοστάσι [ο Καραβοστάσης, Porto Vitulo] έγινε το κύριο λιμάνι της Μάνης. Ήταν, κατ’ Ανάργυρο Κουτσιλιέρη [Ιστορία της Μάνης, σελ. 63] ‘’η δυτική πύλη της χερσονήσου’’, από τη θάλασσα.
Το Οίτυλο έχει μικρό οικιστικό χώρο. Τα σπίτια είναι, ανά σόια, πολύ κοντά, τα χωράφια επίσης μικρά [από συνεχόμενες διαιρέσεις], απρόσοδα και διάσπαρτα. Η φτώχεια και η στενότητα πέραν άλλων λόγων έφερναν εν-τάσεις και συγκρούσεις. Ύστερα υπήρχαν και ισχυρά σόια, ξένα μεταξύ τους, προερχόμενα από διαφορετικούς τόπους, χωρίς συγγενικούς δεσμούς [που θα μπορούσαν να τα ενώσουν], με αρχοντική καταγωγή, σχεδόν ισοδύναμα, οχυρωμένα στους πύργους και τις γειτονιές τους, που ασφυκτιούσαν στον στενό τους χώρο, αλληλοϋποβλέπονταν και καθένα ήθελε να έχει ‘’τον πρώτο λόγο’’, να αποκτήσει την κυριαρχία στο χωριό και τη Μάνη όχι απλώς για τη διοίκηση μόνον, εγωιστικά  αλλά κυρίως για να ελέγχει τον όποιο πλούτο, να επιβάλει φόρους στο λιμάνι και να καρπούται τα λάφυρα της πειρατείας. Να επεκταθεί οικονομικά και πολιτικά.
 Στη Μάνη τα ισχυρά σόια [ένοπλες πατριές], μέσα στο ίδιο χωριό, ήσαν σαν ανεξάρτητα έθνη-κράτη εφόσον ήσαν περίπου ισοδύναμα και κανένα δεν είχε νικήσει το άλλο. Βρίσκονταν, έτσι, σε μία ισορροπία ψυχρού πολέμου ή μάλλον τρόμου [πχ όπως οι ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ένωση παλαιότερα]. Κήρυτταν, λοιπόν, πόλεμο, πολεμούσαν, συνήπταν συμμαχίες, ανακωχή, ειρήνη σαν ανεξάρτητα κράτη. Σε πολλά, ιδία της νότιας Μάνης, δεν υπήρχε, επί τόπου, ανώτερη αρχή ή κάποιο σύστημα διοίκησης για να προσφύγουν προκειμένου να λυθεί η διαφορά τους [γιατί αυτά, το ισχυρά σόια, ήσαν η υπέρτατη αρχή είτε από μόνα τους είτε σε συμβούλιο]. Κατά συνέπεια το τέλος του πολέμου θα ήταν η νίκη του ενός και η συντριβή του άλλου ή η αδυναμία και των δύο να συνεχίσουν λόγω αποδυνάμωσής τους. [Όταν λχ έγινε ο Πελοποννησιακός πόλεμος μόνο οι ίδιοι οι εμπόλεμοι μπο-ρούσαν να τον σταματήσουν. Άλλη πόλη δε μπορούσε λόγω της υπέρμετρης δύναμης των αντιπάλων].
Όμως το Οίτυλο, όπως όλα τα χωριά της Μάνης αλλά προπάντων αυτό, διατηρούσε τα πανάρχαια ελαττώματα των Ελλήνων, ένα από τα οποία και πρώτο είναι η διχόνοια, κατάρα αείποτε για τον Ελληνισμό, ενδημική ή μάλλον πάνδημη αρρώστια για το Οίτυλο, που οδηγούσε σε εμφύλιες συρ-ράξεις  και ανάγκαζε πολλές οικογένειες σε μετανάστευση [χωρίς να γνωρίζομε από τις πηγές πότε ακριβώς ξεκίνησε. Στη Ζάκυνθο λχ είχαν πάει Μανιάτες και προ του 1546]. Η πρωτοκαθεδρία, η μανία της εξουσίας και της αύξησης της οικονομικής δύναμης με τη φορολογία έφθανε στα άκρα.
‘’Αι περί των πρωτείων έριδες και αι οικογενειακαί έχθραι είχον μεταβάλει την Μάνην εις θέατρον εμφυλίου σπαραγμού. Αι γενικαί σύνοδοι των προκρίτων είχον διακοπεί, οι διάφοροι καπεταναίοι ενήργουν αυτοβούλως ουδένα αναγνωρίζοντες ως αρχηγόν και ολοσχερής αναρχία επεκράτει εις όλην την χώραν. Της καταστάσεως ταύτης εσκέφθη να επωφεληθή ο μέγας Βεζύρης Κιουπρουλής προς υποταγήν της Μάνης και η ευκαιρία δεν εβράδυνε να του δοθή…’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 85]. Μία σπίθα, όποια και αν ήταν, αρκούσε για να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος.
Μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, οι παλιές έχθρες που δεν είχαν σβήσει αλλά σιγόβραζαν [γιατί οι λόγοι που τις δημιούργησαν, πρωτεία διοίκησης για τον έλεγχο του εμπορίου και της πειρατείας συνέχιζαν να υπάρχουν], ξαναφούντωσαν με αφορμή ‘’τα μάτια μιας κοπέλας’’. [Και ο Τρωικός πόλεμος είχε αφορμή μεν την αρπαγή της Ωραίας Ελένης αλλά οι ουσιαστικοί λόγοι ήταν ότι οι Αχαιοί ήθελαν να ελέγξουν τα Στενά, για να προμηθεύονται σιτηρά από τις ακτές της  Μαύρης θάλασσας και να επεκταθούν, καθώς ασφυκτιούσαν και συγκρούονταν στον στενό τους χώρο [α΄ αποικισμός].
           Ένας νεαρός από το σόι των Στεφανοπουλαίων άρπαξε μία κοπέλα από το σόι των Γιατριάνων που είχε ζητήσει  από καιρό και όχι μόνο δεν του την έδωσαν αλλά την αρραβώνιασαν [1665;] με τον Λυμπεράκη Γερακάρη [1645-1710] από το σόι των Κοσμάδων της Βάθειας. Η αρπαγή θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή για Γιατριάνους και Κοσμάδες που μαζί θα ζητήσουν εκ-δίκηση από τους Στεφανοπουλαίους.  [‘’Εντεύθεν [σσ ‘’λόγω της ληστρικής αρπαγής’’] προήλθον μάχαι και φόνοι μεταξύ των δυο μερίδων’’ κατά Κ. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς σελ. 305 επ.]. Έτσι αυτές οι ισχυρές οικογένειες, τα ‘’πρώτα σπίτια’’, θα εμπλακούν σε ανηλεείς και μακρόχρονους αγώνες αλληλοεξόντωσης. Η κάθε οικογένεια αριθμούσε πολλά ‘’ντουφέκια’’ καιτοι κάποια μέλη τους είχαν μεταναστεύσει παλαιότερα.
        Βεβαίως στο Οίτυλο υπήρχε το συμβούλιο των αρχηγών των μεγάλων οικογενειών, ‘’ η Λακεδαιμονίων γερουσία’’ όπως την αποκαλεί εμφαντικά ο Ν. Λάσκαρης [βλ εργασία του, Επίκρισις της περί Μάνης και των κατοίκων αυτής διατριβής, 1886, η οποία διασώζεται στην Εθνική βιβλιοθήκη]. Αλλά η Βοιτυλιώτικη γερουσία που σε καιρό ειρήνης διοικούσε το χωριό και όλη τη Μάνη δεν μπορούσε να επέμβει και να αποσοβήσει τη σύρραξη γιατί τα περισσότερα μέλη της, αν όχι όλα, ανήκαν στις εμπλεκόμενες στον εμφύλιο πόλεμο οικογένειες και πάνω από αυτές δεν υπήρχαν ισχυρότερες για να αποτρέψουν τα δεινά του γδικιωμού και του πολέμου.
‘’Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι στη Μάνη υπήρχαν δύο κόμματα, των Γιατριάνων και των Στεφανοπουλαίων…’’  [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 33] που ανταγωνίζονταν για τους λόγους που σημειώνονται παραπάνω.
          Ο εμφύλιος άρχιζε, η συμφορά θα είναι μεγάλη, οι μάχες ‘’ομηρικές’’, οι σκοτωμοί πάρα πολλοί, οι απώλειες  βαρύτατες. Το εμπόριο, που είχαν οι Βοιτυλιώτες από το λιμάνι τους στο Καραβοστάσι με Κορώνη, Καλαμάτα, Βενετιά και άλλα μέρη Ευρωπαϊκά όχι μόνο για το πολυάνθρωπο χωριό τους αλλά και για τα γειτονικά, σταμάτησε ή περιορίσθηκε. Το ίδιο και τα λάφυρα από την πειρατεία. Πολλά χωράφια λόγω των συγκρούσεων έμειναν ακαλλιέργητα, δένδρα και σπίτια κάηκαν και κοπάδια ζώων χάθηκαν από αρπαγές και σφαγές. Λιοτρίβια, νερόμυλοι, μελισσοκομεία, εκτροφεία μεταξοσκωλήκων, οικιακή βιοτεχνία [με αργαλειούς κλπ] υπολειτουργούσαν ή αδρανοποιήθηκαν. Το ίδιο και η ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα και το λιμάνι στο Καραβοστάσι. Η καταστροφή απλωνόταν σταθερά και έπαιρνε μάκρος στον χρόνο. Τα ‘’πρώτα σπίτια’’ αφοσιωμένα στον εσωτερικό πόλεμο δε μπορούσαν να ασχοληθούν με έργα  προόδου ούτε και να διατηρήσουν ό,τι  ως τότε είχαν. Δεν χρειάστηκαν οι Βοιτυλιώτες έξωθεν επίθεση για να ιδούν τον τόπο τους να ρημάζει. ‘’Έβγαλαν μόνοι τους τα μάτια τους’’.  Η παλιά ισχύς και ευημερία γκρεμιζόταν. Καμιά οικογένεια δεν μπορούσε να υπερισχύσει ούτε κάποια προσωπικότητα ξεχώρισε ούτε ένα συλλογικό σύστημα διοίκησης αναδείχθηκε για να επιβάλει την ειρήνη ή την υπεροχή έναντι των λοιπών και έμειναν έτσι διχασμένοι και σε εμπόλεμη κατάσταση υπάκουοι στα κελεύσματα του θεού του πολέμου…
Ο Λυμπεράκης Γερακάρης που είχε προσβληθεί αφάνταστα από την αρπαγή της αρραβωνιαστικιάς του και δε μπορούσε να παραμείνει στη Μάνη επειδή τον κορόιδευαν οι συμπατριώτες του έφυγε και έγινε πειρατής αφού παλαιότερα είχε υπηρετήσει στον Βενετικό στόλο και ήταν επιδέξιος ναυτικός. Στις θάλασσες επέδειξε μέγα ζήλο και έκαμε μεγάλες ανδραγαθίες και άθλους που τον κατέστησαν θρυλική προσωπικότητα στους Μανιάτες, τους Έλληνες ραγιάδες, τους Ενετούς και Οθωμανούς της εποχής.  
Οθωμανική εισβολή [κάστρο Κελεφάς]. Η Μάνη πάντα  ‘’ανυπότα-χτη τέντωνε το ρουθούνι της να μυριστεί το [επαναστατικό] αγέρι’’ [κατά Αρ. Βαλαωρίτη] και ‘’οι Μανιάται είχον επιδοθή εις επιδρομάς κατά του Τουρκικού στόλου, έχοντες δε καταρτίσει πλήρη στόλον είχον καταστεί το φόβητρον του εχθρού’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 77], καθώς συμμετείχαν και πάλι στον Βενετοτουρκικό πόλεμο των ετών 1645-1669.
Το 1667 οι Οθωμανοί επιτέθηκαν για μικρό διάστημα στη Μάνη [Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ.77], πιθανόν για να περιορίσουν τη δράση των Μανιατών, ενώ, συνάμα, πολιορκούσαν τον Χάνδακα [Ηράκλειο] Κρήτης οπότε έγινε μια προσπάθεια των Μανιατών να κάψουν τον Οθωμανικό στόλο μέσα στο λιμάνι και πιθανόν τότε αιχμαλωτίστηκε και ο Λυμπεράκης Γερακάρης [Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 35 επ.].  
Οι Οθωμανοί όταν τον συνέλαβαν τον καταδίκασαν σε θάνατο για τα εναντίον τους κατορθώματά του αλλά καθώς λέγεται, όταν επρόκειτο να τον κρεμάσουν, τον άκουσαν να παραπονιέται όχι γιατί θα πέθαινε αλλά γιατί δεν μπόρεσε να εκδικηθεί τους Στεφανοπουλαίους που άρπαξαν την αρραβωνιαστικιά του. Τότε ο μέγας βεζύρης Κιουπρουλής βρήκε την ευκαιρία να εφαρμόσει το παλιό Ρωμαϊκό αξίωμα ‘’διαίρει και βασίλευε’’ για να υποτάξει τη Μάνη, επειδή οι Μανιάτες είχαν, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ξεσηκωθεί ξανά και συμμαχήσει και πάλι με τη Βενετιά που  βρισκόταν σε πόλεμο με τον Σουλτάνο, ο Μοροζίνης περιέπλεε στον Ελλαδικό χώρο ως θαλασσοκράτορας και χτυπούσε τους Οθωμανούς σε στεριά και θάλασσα, έχοντας μαζί του τους πάντα ανήσυχους και ανυπότακτους Μανιάτες.
Το 1669 κατελήφθη ο Χάνδακας και οι Οθωμανοί έρχονται στη Μάνη. Πριν έρθουν, ο Κιουπρουλής απελευθέρωσε τον Λυμπεράκη Γερακάρη και τον έστειλε στη Μάνη ‘’ως συμβιβαστή δήθεν των συμπατριωτών του και των Τούρκων αλλά με μυστικάς οδηγίας ίνα προλιάνη την εις Μάνην αποστο-λήν Τουρκικών στρατευμάτων άνευ αντιστάσεως των κατοίκων’’. Εκεί ο αρχιπειρατής σκόρπισε Οθωμανικό χρυσό σε πολλούς, απέκτησε μισθοφόρους, χρησιμοποίησε τεχνάσματα και άπλωσε την προπαγάνδα του. Ισχυρίσθηκε δηλαδή ότι είναι ο μόνος που μπορεί να μεσολαβήσει για να αποτρέψει τους Οθωμανούς να καταστρέψουν τη Μάνη, όπως απειλούσαν, επειδή οι άνδρες της είχαν υποστηρίξει τον Μοροζίνη, και χάρη σε αυτόν, θα μπορούσαν [οι Οθωμανοί] να δεχθούν συμβιβασμό για να μη γίνει παιδομάζωμα, να μείνουν οι καμπάνες των εκκλησιών, να πληρώσουν μικρό φόρο οι Μανιάτες, να μην εγκατασταθούν Οθωμανοί στη Μάνη κλπ. ‘’Αι υποσχέσεις αύται διασπειρόμεναι επιτηδείως, ιδίως μεταξύ των ιερέων, των καλογήρων και του λαού, ηλάττωσαν τον φιλοπόλεμον ζήλον και επί βραχύ χρονικόν διάστημα ητόνησαν το εθνικόν φρόνημα.’’ Οι Οθωμανοί ‘’προέβησαν εις την ανοικο-δόμησιν του φρουρίου της Κελεφάς δια του οποίου εδέσποζεν όχι μόνον του πολυκατοικήτου Οιτύλου αλλά και του λιμένος του, όστις την εποχήν εκείνην ήτο ο αξιολογώτερος λιμήν της Μάνης αποτελών σπουδαιότατον σταθμόν των Ευρωπαϊκών πλοίων’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π.σελ 85-87].
Με τη βοήθεια του Λυμπεράκη Γερακάρη ο Οθωμανικός στρατός, βρήκε την ευκαιρία, λόγω του εμφυλίου πολέμου των Βοιτυλιωτών, αποβιβάσθηκε στο Καραβοστάσι, εγκαταστάθηκε στην περιοχή και έκτισε το κάστρο της Κελεφάς [μεταξύ των ετών 1667-1672, κατά Σωκράτη Κουγέα και πιθανόν στα 1670-72, γιατί ο Εβλιγιά Τσελεμπή γράφει ότι το θέρος του 1670 που περιήλθε το Οίτυλο, την Κελεφά, την Τσίμοβα, την Κάλλιαζη, τον Βαχό κλπ δεν υπήρχε κάστρο και σημειώνει ότι ‘’Εγώ ο ταπεινός δούλος έγραψα στον Αλή πασά να κάνει ένα φρούριο στην είσοδο του λιμανιού [του Οιτύλου]…’’, σελ. 301 επ.]. Στο κάστρο οι Οθωμανοί, αν και ‘’έκαναν’’ ότι δεν ανακατεύονται στις διενέξεις των Βοιτυλιωτών, εγκατέστησαν φρουρά και έβαλαν κανόνια που απειλούσαν το μεγάλο χωριό το οποίο, ουσιαστικά, αν δεν βρισκόταν υπό κατάληψη, πάντως τελούσε υπό στενή πολιορκία [και ενώ εντός ο εμφύλιος συνεχιζόταν]. Υπό την Οθωμανική πίεση και απειλή [από τη θάλασσα στο Καραβοστάσι και στην ξηρά από το κάστρο της Κελεφάς] αλλά και την εμφύλια σύρραξη αρκετές οικογένειες [της οικονομικής και πνευματικής ελίτ] μετανάστευσαν, όπως και παλαιότερα, είτε στα γειτονικά χωριά Κρυονέρι, Καρέα, Κάλιαζη, είτε στη Ζάκυνθο, ενώ περί τους 1.500 Γιατριάνους έφυγαν το 1671 και κατ’ άλλους το 1674, φοβούμενοι εκδίκηση των Οθωμανών για τη συμμετοχή τους στο πλευρό των Ενετών στον Βενετοτουρκικό πόλεμο, για την Τοσκάνη, ξαναγυρίζοντας στις πατρο-γονικές τους ρίζες πιθανόν και από λόγους αταβισμού [βλ. Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 119]. Αλλά και οι γυναίκες που παρέμειναν στο Οίτυλο δεν έβγαιναν έξω από τα σπίτια για να μη τις αρπάξουν οι Οθωμανοί [Απ. Δασκαλά-κη, ό.π. σελ. 130]. Έτσι η οικονομία καταβαραθρώθηκε γιατί ενώ στους Μανιάτικους γδικιωμούς οι γυναίκες περιφέρονταν ελεύθερα αφού δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο, γιατί ήσαν σεβαστές και έκαναν όλες τις δουλειές για να ζήσει η οικογένεια, τώρα, με τους Οθωμανούς, απέναντι, δεν υπήρχαν αυτά τα εργατικά χέρια.
 Σε αυτές τις συνθήκες της έσχατης κατάντιας ο αρχιπειρατής Λυμπεράκης Γερακάρης, με τους δικούς του και υπό την προστασία των Οθωμανικών κανονιών του κάστρου της Κελεφάς, επιδόθηκε με λύσσα στην εκδίκηση για την αρπαγή της αρραβωνιαστικιάς του. ‘’Ήρχισεν να συλλαμβάνη τους προσβολείς της τιμής του Στεφανοπούλους…Δικαστήριον εξ επιτοπίων, εμπίστων του Γερακάρη, εδίκαζεν αυτούς ως επιβουλευθέντας την κοινήν ασφάλειαν και ησυχίαν εις την εσχάτην των ποινών’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π.] [ως άλλος αλλόφρων Αίας Τελαμώνιος που θεώρησε ότι αδικήθηκε από τους κριτές στους αγώνες και στην παραφροσύνη του έσφαξε τα πρόβατα των Αχαιών για εκδίκηση θεωρώντας ότι σκότωνε εκείνους που τον αδίκησαν ή περιγέλασαν]. ‘’Αι απηνείς αύται καταδιώξεις ηνάγκασαν την οικογέ-νειαν των Στεφανοπούλων και τινας άλλας να μεταναστεύσωσιν εξ Οιτύλου οριστικώς εις Κορσικήν…’’ [Απ. Δασκαλάκη, ό.π.] [κάπου 430 και πιθανόν περισσότερα άτομα μαζί με άλλα 300 από άλλα χωριά] για να σωθούν [1675]. Πρόκειται δηλαδή για μια ακόμη μεγάλη μετανάστευση σε συνέχεια άλλων που προηγήθηκαν. [Κατά Ν. Λάσκαρη, ό.π. έφυγαν περί τα επτά δέκατα του πληθυσμού, δηλαδή το χωριό ερημώθηκε].
    Ο Σταύρος Καπετανάκης [Η Μάνη στη δεύτερη Τουρκοκρατία, σελ. 37] δεν αποδέχεται τον ισχυρισμό των Στεφανοπουλαίων ότι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Κορσική λόγω των επιθέσεων που δέχονταν από τους Οθωμανούς του κάστρου της Κελεφάς με τη συνδρομή του Λυμπεράκη Γερακάρη και ως επιχείρημα προβάλει το ότι ο αρχιπειρατής είχε φύγει [1673] από τη Μάνη πριν μεταναστεύσουν οι Στεφανοπουλαίοι [1675].
    Και αν ακόμη έτσι έχουν τα πράγματα ως προς τους χρόνους αποχώρησης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Οθωμανοί για να εξουδετερώσουν τη δύναμή του Οιτύλου πως δεν είχαν διευκολυνθεί από τον Λυμπεράκη Γερακάρης, για να εκδικηθεί τους εχθρούς του πριν φύγει και πάλι από την περιοχή.
Ό σκοπός των Οθωμανών ήταν να υποτάξουν τη Μάνη ή μάλλον να την ελέγχουν, να την καταστήσουν ακίνδυνη  με την αποδυνάμωση και των ισχυρών οικογενειών και σ’ αυτό τους εξυπηρετούσε ο Λ. Γερακάρης άσχε-τα αν επεδίωκε εκδίκηση μόνο κατά των Στεφανοπουλαίων, στην οποία, βεβαίως, δεν τον εμπόδισαν αλλά τον χρησιμοποίησαν για τα σχέδιά τους.
Και τούτο εξηγεί γιατί οι οικογένειες που συγκρούονταν μεταξύ τους δέχονταν και Οθωμανικές επιθέσεις και υποχρεώθηκαν, μαζί και με άλλες, σε διαφορετικούς αλλά κοντινούς μεταξύ τους χρόνους, να μεταναστεύσουν.
      Η παρακμή του Οιτύλου μετά τη μεγάλη σφαγή και τις μεταναστεύσεις. Oι σφαγές, από τους ‘’εντός’’ και τους ‘’εκτός’’, και η μετανάστευση ολοκλήρωσαν την καταστροφή της  Βοιτυλιώτικης οικονομίας [γεωργίας, κτηνοτροφίας, βιοτεχνίας, του εμπορίου, του λιμανιού στο Καραβοστάσι] και της πειρατικής δράσης των Βοιτυλιωτών. Αφού έφυγε ο Λυμπεράκης Γερακάρης για νέες τυχοδιωκτικές  περιπέτειες, το Οίτυλο ήλπισε ότι θα ανασάνει έστω και πολύ μικρότερο, πλέον, μετά και τις μεγάλες μεταναστεύσεις της δεκαετίας του 1670. Αλλά το μετεμφυλιακό κλίμα ήταν πολύ βαρύ στην ‘’ολόμαυρη ράχη’’ του Οιτύλου. Το χωριό συνέχεια θα μετρούσε τις απώλειές του, θα έσφιγγε τα δόντια, ο πόθος της εκδίκησης θα έμενε ενώ, αντίθετα, πάθος για προκοπή, για επανεκκίνηση δεν υπήρχε.
Και επιπλέον  οι Οθωμανοί, ως σκληροί κατακτητές και τιμωροί των Μανιατών, έμειναν στο κάστρο σημαδεύοντας με τα κανόνια τους το Οίτυλο και το Καραβοστάσι [μέχρι το 1685].        
           Η αιμορραγία του μεγάλου χωριού εξαιτίας του αλληλοσπαραγμού, της μετανάστευσης και της Οθωμανικής παρουσίας ήταν πολύ μεγάλη και η Τσίμοβα, που απολάμβανε εσωτερική ειρήνη, έτεινε να εξισωθεί αριθμητικά μαζί του. Στην απογραφή Grimani του 1700 το Οίτυλο αριθμούσε 511 άτο-μα [ή οικογένειες;] ενώ η Κάτω Τσίμοβα 417 και η Άνω [μάλλον το Κουσκούνι] 172. Βλ. Κ. Στάππα, Η Λακωνία κατά τη Τουρκοκρατία και Ενετοκρατία, Β. Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμοί και οικισμοί της Πελοποννήσου  13ος-18ος αιώνας και Κ. Κόμη, Πληθυσμοί και οικισμοί της Μάνης, 15ος-19ος αιώνας.
Έτσι το Μανιάτικο Αλγέρι αποδεκατισμένο, μαραζωμένο, εξουθενωμένο θα περιορίσει τις δραστηριότητες του σε ξηρά και θάλασσα αλλά και την επιρροή του στην περιοχή και φυσικά στον κόλπο του Οιτύλου. Εκεί το Καραβοστάσι θα έχανε σταδιακά την εμπορική του αξία και θα απαξιωνό-ταν ως λιμάνι. Το Οίτυλο θα έχανε, βαθμηδόν, την πρωτοκαθεδρία στη Μάνη και θα έβλεπε απέναντί του, την Τσίμοβα, που την αντιμετώπιζε υπεροπτικά, σύντομα, να το ξεπερνά. Όλα θα άλλαζαν μετά τις σφαγές των χρόνων γύρω από το 1670. Το Οίτυλο αποδυναμωνόταν. [Ό,τι έπαθαν οι επίγονοι του Μεγάλου Αλέξανδρου που συγκρούσθηκαν μεταξύ τους για την αυτοκρατορία και στο τέλος έπεσαν αδύναμοι ‘’στο στόμα των Ρωμαίων’’].
Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα οι Βοιτυλιώτες είχαν τον πρώτο λόγο στη Μάνη, μπροστάρηδες σε όλους τους αγώνες. Ακόμη και ως τα Ορλωφικά [1770] ήταν υπολογίσιμη δύναμη. [Βλ. υπομνήματα Μανιατών προς τους δυτικούς ηγεμόνες και τον πάπα στα 1582, 1612, 1618 που υπογράφουν Βοιτυλιώτες, Γιατρός, Αλευράς, Μαλεύρης, Στεφανόπουλος].
[Πάντα οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι αιτία συμφοράς και καταστροφής και δίνουν την ευκαιρία στους γείτονες να καλύψουν το κενό εξουσίας. Και αυτοί οι αιώνιοι εμφύλιοι [ως πρόσφατα] των Βοιτυλιωτών δημιούργησαν την κακή φήμη για το μεγάλο χωριό. [Είχα ακούσει κάποτε έναν Βοιτυλιώτη να τραγουδά το τραγούδι ‘’Η πατρίς μου είναι η Μάνη’’ και έλεγε, ‘’Πρώτο είναι το Οίτυλο - απ΄ όλα πιο καλύτερο’’, προφανώς εννοώντας ότι κάποτε ήταν το πιο ισχυρό. Ένας, ‘’από δίπλα’’, μου είπε ‘’εμπιστευτικά’’, ‘’Το αντίθετο ισχύει’’. Μερικά χωριά είχαν κακή φήμη για τους αλληλοσκοτωμούς τους και για κάθε χωριό λεγόταν πάντα και κάποια σάτιρα].
Βενετοκρατία [1685-1715]. Το 1685 Οι Βενετοί καταλαμβάνουν την Πελοπόννησο και φυσικά τη Μάνη την οποία υποχρεώνουν να πληρώνει μικρότερο φόρο σε σχέση με τους Οθωμανούς πριν.
Ως προς τη διαμόρφωση της κατάστασης στη Μάνη και τον όρμο του Οιτύλου οι Βενετοί, α] επέβαλαν απαγόρευση του εμπορίου στους Μανιάτες [βλ. Σταύρου Καπετανάκη, ό. π. σελ. 72] για να έχουν οι ίδιοι το μονοπώλιο και άρα η όποια εμπορική δραστηριότητα συνεχιζόταν στο Οίτυλο, μετά την κρίση, αφανίστηκε και το χωριό αποδυναμώθηκε [όπως το Βυζάντιο σαν άφησε τον έλεγχο του εμπορίου και των θαλασσών στη Βενετία] και β] ώθησαν τους Μανιάτες και τους βοήθησαν να επιτίθενται ως πειρατές σε πλοία ανταγωνιστών και εχθρών των Βενετών [Οθωμανικά, Γενοβέζικα, Μαλτέζικα, Φρατζέζικα, Σπανιόλικα, Εγγλέζικα] και έτσι σε όλη την ακτογραμμή της Μάνης ξεφύτρωσαν πειρατές μερικοί από τους οποίους ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στα πράγματα της περιοχής  και πλέον οι Βοιτυλιώτες δεν ήταν ούτε οι μόνοι ούτε οι πλέον ισχυροί. ‘’Η δύναμη είχε μοιραστεί σε περισσότερα λιμάνια…’’Οι παίκτες’’ ήταν πολλοί’’.
Οι Μαυρομιχαλαίοι. Για τους Μαυρομιχαλαίους [Μαυρομιχαλιάνους ή Μαυρομιχάληδες κατά την τοπική λαλιά] έχει γραφεί πληθώρα βιβλίων και μονογραφιών, είναι γνωστές η ιστορία και οι [θετικές ή αρνητικές] απόψεις για τη διαδρομή τους και κατά συνέπεια παραπέμπομε στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα και όχι μόνον, αλλά θα σημείωνα και λίγο πιο πριν αλλά και ύστερα, ως τα μισά του 20ου, η ιστορία της Τσίμοβας καθορίζεται αποκλειστικά από τους Μαυρομιχαλαίους. Κάθε ενέργεια και πρόοδος του γένους τους έχει απόλυτο αντίκτυπο στην Τσίμοβα. Κι όσο ‘’ψήλωναν’’ οι Μαυρομιχαλαίοι τόσο ‘’ανέβαινε’’ και η Τσίμοβα στην ιεραρχία δύναμης στη Μάνη. [‘’Πρώτη είν’ η Τσίμοβα, καλή χώρα, μεγάλη- έχει καπετάνιον ένα Μαυρομιχάλη’’, κατά Νηφάκο [άσχετα αν την εννοεί ή μπορεί να εννοηθεί ως πρώτη, στη σειρά, κατά την είσοδο στη Μέσα Μάνη]. [Για τον βίο και την πολιτεία του Πετρόμπεη βλ. εργασία μου, Για τον ανδριάντα του Πετρόμπεη στην Αρεόπολη].
 Στα 1690 αναφέρεται ως εξέχουσα οικογένεια της Μάνης η πολυμελής και δραστήρια οικογένεια Μαυρομιχάλη [σε επιστολή του Ενετού Γενικού Προβλεπτή της θάλασσας]. Από εκεί και ύστερα όλο και περισσότερη δύναμη θα συσσωρεύεται στους Μαυρομιχαλιάνικους πύργους στο Λιμένι και την Τσίμοβα [που παρακάτω και σε γενικές γραμμές θα εκθέσομε].
Δεύτερη Τουρκοκρατία [1715-1821]. Το 1715 Οι Οθωμανοί έδιωξαν τους Βενετούς από τη Μάνη και όλη την Πελοπόννησο και έγιναν εκείνοι κυρίαρχοι του τόπου.
Όμως το Οίτυλο με το Καραβοστάσι είχε αποδυναμωθεί σημαντικά και λόγω της έξαρσης της πειρατείας κατά την Ενετοκρατία, όπως έχει σημειωθεί, είχαν αναδειχτεί και άλλες ισχυρές οικογένειες, εκτός Οιτύλου, στα δυτικά παράλια της Μάνης που άρχισαν να αξιοποιούν τα σκάφη και την πολεμική δύναμη τους για τη διεξαγωγή εμπορίου προς ίδιο όφελος.
Το οικονομικό πλήγμα που επέφεραν οι Βενετοί στους Μανιάτες, κατά τα ανωτέρω, δηλαδή η απαγόρευση του εμπορίου, ήταν συντριπτικό και συνεχίστηκε και στη διάρκεια της δεύτερης Τουρκοκρατίας καθόσον οι Οθωμανοί που δεν εμπορεύονταν [αλλά φορολογούσαν] παραχώρησαν στους καπετάνιους και στη συνέχεια στον μπέη το δικαίωμα να εμπορεύονται, εισπράττουν φόρους και διασφαλίζουν την τάξη.
Καπετάνιος ή μπέης από το Οίτυλο δεν αναδείχτηκε και είναι φανερό ότι τα κέντρα ισχύος [και οικονομίας] είχαν μεταφερθεί στις έδρες των καπετάνιων και κυρίως του μπέη. Στο Οίτυλο κατά συνέπεια δεν υπήρχε ούτε η αριθμητική, στρατιωτική, πολεμική υπεροχή αλλά ούτε και η οικονομική, εμπορική. Το κενό που άφηνε στον όρμο, κάτω από τα πόδια του και τη Μάνη, θα εκμεταλλευόταν η οικογένεια Μαυρομιχάλη, που είχε ξεχωρίσει στην Τσίμοβα και άπλωνε την επιρροή της και στη γύρω περιοχή.
Τσιμοβιώτικη πειρατεία. Η Τσίμοβα ήταν [και είναι] ένας ξερός και φτωχός τόπος. Η παραγωγή της σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα ήταν πολύ μικρή. Δε μπορούσε να θρέψει τον πληθυσμό της, που όλο και αύξανε από εποίκους της ενδότερης Μάνης, με το  λιγοστό σιτάρι, λάδι, χα-ρούπια, μέλι, φραγκόσυκα και λούπινα που είχε και τα αδύναμα πουλερικά και τα ισχνά γιδοπρόβατα και γελάδια. Ούτε τα θηράματα και κυρίως τα ορτύκια μπορούσαν να εξαλείψουν την πείνα των κατοίκων της. Τόπος πετρώδης και απρόσοδος, όποιας καλλιέργειας και αν τύχαινε, τα αγαθά του δεν αρκούσαν για τον πληθυσμό.
Η φτώχεια αναγκαστικά θα διέκρινε όλους τους Τσιμοβιώτες, όχι μόνο τους αχαμνόμερους αλλά αρχικά και τους ισχυρούς. Κατά συνέπεια έπρεπε να αναζητήσουν από αλλού πόρους επιβίωσης. Και ο χώρος αυτός θα ήταν η θάλασσα και η μισθοφορική στράτευση. Από τη θάλασσα οι αχαμνόμεροι έπαιρναν αλάτι, ψάρια και ξεπίκριζαν τα λούπινα, στους ισχυρούς όμως έδινε άλλες δυνατότητες.
[Όταν με το γυμνάσιο Αρεοπόλεως πηγαίναμε πρωινή εκδρομή ή μερικά απογεύματα βόλτα με συμμαθητές μου στους Σπήλιους κι αγνάντευα νοτιοδυτικά τη Μεσόγειο, νόμιζα ότι, πάνω από το πέλαγος, συζητούσα με την ιστορία. Σαν να έβλεπα τις νηρηίδες και τη γοργόνα των παιδικών μου χρόνων να αναδύονται από τα κύματα, τον Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης και τον Νέστορα της Πύλου, να πηγαίνουν στην Αυλίδα και από εκεί στη Τροία, τον Τηλέμαχο που ήρθε στη Λακεδαίμονα για να ζητήσει πληροφορίες από τον Μενέλαο για την τύχη του πατέρα του μετά τον Τρωικό πόλεμο, τους Έλληνες που ταξίδεψαν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία και με τις αποικίες τους έφτιαξαν τη Μεγάλη Ελλάδα, τους Αθηναίους που ήρθαν να καταστρέψουν την Πύλο και τη Σφακτηρία το 425 πΧ και όταν πήγαιναν για τη Σικελία στην εκστρατεία του 415 πΧ  υπό τον Αλκιβιάδη, τον Πλάτωνα που ταξίδεψε στις Συρακούσες για να υλοποιήσει ανεπιτυχώς την ουτοπική Πολιτεία του, τους Ρωμαίους προς την Αίγυπτο για να καταλάβουν τη γη της Κλεοπάτρας των Πτολεμαίων και όλη τη Μεσόγειο [mare nostrum], τον Απόστολο Παύλο που πήγε στη Ρώμη να κηρύξει τη νέα θρησκεία, τους Βυζαντινούς κατά των Βανδάλων της Αφρικής, τους Σταυροφόρους κατά της Πόλης και της Ιερουσαλήμ, τους Ενετούς να αλωνίζουν τα λιμάνια ελέγχοντας το εμπόριο της Ανατολής, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη προς την Ιταλία για την ένωση των εκκλησιών [σύνοδοι Φερράρας και Φλωρεντίας, 1438-39] σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποσοβηθεί η άλωση της Πόλης, τους Αλγερινούς και Μανιάτες πειρατές να ανταγωνίζονται σε ηρωισμούς, τα καράβια των δουλεμπόρων, τα καραβάνια των μεταναστών και προσφύγων, τους Ρώσους να αποβιβάζονται στο Καραβοστάσι κατά τα Ορλωφικά [1769], τους Γάλλους να κατευθύνονται στο Σουέζ για τη διάνοιξη της διώρυγας  μετά τη Γαλλική επανάσταση, τους Άγγλους με τις κανονιοφόρους τους να επιβάλλουν την πολιτική τους στην Υψηλή Πύλη, τους στόλους των τριών δυνάμεων να κατευθύνονται στο Ναυαρίνο όπου βύθισαν τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο και επέβαλαν την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων από τον Ιμπραήμ, τους Αγγλογάλλους κατά της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο [1854], τους Μανιάτες εθελοντές για βοήθεια στους επαναστατημένους Κρητικούς [1866], τους Αγγλογάλλους στην απόβαση της Καλλίπολης και τον αποκλεισμό του Πειραιά κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, τους ίδιους κατά την κρίση του Σουέζ [1956], τον 6ο Αμερικάνικο στόλο να πλέει από το Γιβραλτάρ ως το Σουέζ και τελευταία κρουαζερόπλοια με τουρίστες].
Έχει αυτή η θάλασσα, νοτιοδυτικά της Μάνης, κάτι το σαγηνευτικό και διερωτώμαι ποία θα ήταν η πορεία των Μανιατών αν ταυτόχρονα με τις πολεμικές ενασχολήσεις [και την πειρατεία] καταγίνονταν και με το δια θαλάσσης εμπόριο όπως οι Υδραίοι, Γαλαξιδιώτες, Χιώτες και άλλοι. Οι Αθηναίοι έλεγαν, ‘’μέγα το της θαλάττης κράτος’’ και  χάρη στη θάλασσα η πόλη τους έλαμψε στους αιώνες [και η Αγγλία κυριάρχησε στον κόσμο].
Ως τα 1670 περίπου οι περισσότεροι κάτοικοι των μικρών οικισμών της Τσίμοβας καταγίνονταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία ενώ μερικοί που στρέφονταν στη θάλασσα είτε πήγαιναν στη Δύση να γίνουν μισθοφόροι ξένων ηγεμόνων είτε πλαισίωναν πειρατικά και ναυτικά πληρώματα μεγάλων Βοιτυλιωτών αρχιπειρατών και εμπόρων [ή και τα δύο].
    Μετά την κρίση στο Οίτυλο, μετά δηλαδή το 1670, θα αρχίσουν, σιγά-σιγά, να κάνουν δικές τους πειρατικές και εμπορικές δουλειές.
Οι Τσιμοβιώτες, με την εσωτερική ειρήνη που επέβαλαν οι Μαυρομιχαλαίοι και υπό την ηγεσία τους, θα διοχετεύσουν όλο τον δυναμισμό τους στη θάλασσα [με την πειρατεία και το εμπόριο] και θα αξιοποιήσουν με τον καλλίτερο τρόπο το κενό εξουσίας που άφησε στον συσχετισμό δυνάμεων της περιοχής το Οίτυλο το οποίο υποχρεώθηκε να κλειστεί στον εαυτό του και να αποσυρθεί από τον έλεγχο της γύρω περιοχής. [Ο Μαυρομιχάλης αναφέρεται ως οπαδός του Λυμπεράκη Γερακάρη, βλ. Σπ. Λάμπρου, Εκθέσεις Βενετών προνοητών εν Δελτίω Ιστορικής και Εθνολογικής  Εταιρείας, τ. Β΄, σελ. 288 και Απ. Δασκαλάκη, ό.π. σελ. 169]. Οι Τσιμοβιώτες δηλαδή έκαναν ό,τι και οι Άγγλοι ιδία κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους αλλά και πριν από αυτούς που παρακολουθούσαν τους Ευρωπαίους να συγκρούονται [με μικρή αγγλική παρουσία και συμμετοχή] ενώ οι ίδιοι απλώνονταν από τη θάλασσα στα πέρατα της οικουμένης. Οι ισχυροί Τσιμοβιώτες και ο ισχυρότερος ανάμεσά τους Μαυρομιχάλης, απερίσπαστοι από εσωτερικές έριδες, μετά τη φθορά του Οιτύλου, θα άνοιγαν τα φτερά τους για απόκτηση δύναμης και πολύ πέρα από την Τσίμοβα.  
Οι Τσιμοβιώτες, πλέον, έχουν αυξηθεί αριθμητικά, έχουν και πολεμική εμπειρία ως μισθοφόροι [stradioti]  είτε ξένων είτε, κυρίως,  Βοιτυλιωτών πειρατών  ή από μικρές δικές τους πειρατικές εξορμήσεις και με την απόδυνάμωση του Οιτύλου θα ριχθούν στη θάλασσα ‘’για δικές τους δουλειές’’. Μπροστά τους ανοίγεται ‘’πεδίον δόξης λαμπρόν’’ και μεγάλη ευκαιρία απόκτησης πλούτου. [‘’Ο Γιάννης αποφάσισε μια βάρκα ν’ αγοράσει
να περπατεί, να σεργιανεί όλο δια θαλάσσης’’]. Δεν θα αφήσουν την ευκαιρία και θα διακριθούν ως πειρατές αν και δεν μονοπώλησαν την πειρατεία στη Μάνη. [Και άλλοι Μανιάτες διέπρεψαν και ο Νηφάκος στο ποίημά του ‘’Περί των χωρίων’’ κλπ στα τέλη του 18ου αιώνα σημειώνει για τους Μεσομανιάτες πειρατές,
‘’Οι άντρες, άλλοι περπατούν στον κούρσο και κλεψίες’’].
Από την πειρατεία όμως οι ισχυρές οικογένειες απέκτησαν οικονομική δύναμη και από αυτή και πολεμική, πολιτική και κοινωνική. Θα έπαιρναν κι άλλους μισθοφόρους, θα αγόραζαν όπλα και κανόνια, θα εξοπλίζονταν σαν αστακοί, θα έκτιζαν μπαστούνες, οχυρά και μάνδρες σαν τείχη κάστρου. Θα γίνονταν ισχυρότεροι και η διαφορά τους από την ευάριθμη μεσαία τάξη και την πολυάνθρωπη κατώτερη θα μεγάλωνε περισσότερο.
Οι παράτολμοι Μανιάτες πειρατές δεν λογάριαζαν τίποτε. Δεν σταματούσαν πουθενά. Κούρσευαν ό,τι εύρισκαν. Πλοία Οθωμανικά, Αλγερινά, πειρατικά αλλά και καράβια χριστιανικά Σπανιόλικα, Φράγκικα, Βενετσιάνικα, Εγγλέζικα ακόμη και Ελληνικά και Μανιάτικα για να εκδικηθούν ο ένας τον άλλον. Και εικόνες έπαιρναν, ακόμη και τις γυναίκες των αντιπά-λων τους. Και τα λάφυρα ‘’δεν πήγαιναν περί πάτρης αλλά περί πάρτης’’, βλ. Δ. Μέξη, Η Μάνη και οι Μανιάτες, σελ 436. [Άλλωστε με τα γρόσια οι ισχυρές οικογένειες γίνονταν ακόμη πιο δυνατές].
            Έτσι οι ισχυροί Μανιάτες αρχηγοί ως ότου οι συνθήκες το επέτρεπαν, δηλαδή ως τα μισά και πλέον του 18ου αιώνα, καταγινόμενοι με την πειρατεία, ασχολούνταν λιγότερο με το εμπόριο και φρόντιζαν  να το ελέγχουν από τα λιμάνια [και στη στεριά από τα περάσματα] για να εισπράττουν τους [εισαγωγικούς και κυρίως εξαγωγικούς] φόρους.
Αλλά η πειρατεία είχε γίνει ανυπόφορη πληγή για τους Δυτικούς που ανοίγονταν εμπορικά στην Ανατολική Μεσόγειο  ενώ οι ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες είχαν ήδη συγκεντρώσει αρκετό πλούτο. Για να μείνουν ελεύθεροι οι θαλάσσιοι δρόμοι και να προστατευθεί το εμπόριο από την πειρατεία οι Οθωμανοί την καταδίωξαν απηνώς και διέταξαν τους μπέηδες και καπετάνιους να την πατάξουν, ενώ και οι ξένοι ανέθεσαν την προστασία των εμπορικών τους πλοίων από τους πειρατές στις ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες με αμοιβή. Έτσι οι ισχυροί πειρατές από κλέφτες, ληστές στη θάλασσα, έγιναν προστάτες και αστυνόμοι για λογαριασμό των δυτικών εμπορικών στόλων. [Οι Μαυρομιχαλαίοι λχ στις 20 Ιουνίου 1790 ζήτησαν [και ως φαίνεται έλαβαν] την προστασία των Γαλλικών πλοίων με αμοιβή 750 γρόσια τον μήνα [βλ. Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Β, σελ. 600]. Απόδειξη της προστασίας που παρείχε ο Μαυρομιχάλης σε εμπορικά πλοία ή της εμπορικής του δράσης αποτελεί και το ευρέως γνω-στό στη Μέσα Μάνη γεγονός της σύγκρουσης Μαυρομιχάλη-Μαντούβαλου επειδή ο δεύτερος ζήτησε φόρο από εμπορικό πλοίο το οποίο προσάραξε στον Γερολιμένα που προστάτευε ο πρώτος. [Κατά Δ. Μέξη, ό.π. σελ. 432 το πλοίο ανήκε στους Μαυρομιχαλαίους ενώ κατ’ άλλη παράδοση το προστάτευαν]. Ο καπετάνιος αρνήθηκε και οι άνδρες του Μαντούβαλου έκαναν ρεσάλτο. Η ενέργεια θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή για τον Μαυρομιχάλη που εξεστράτευσε κατά των Μπουλαριών και οι μάχες που άρχισαν διακό-πηκαν οριστικά επειδή δημιουργήθηκε έρως και ακολούθησε γάμος μεταξύ ενός νεαρού Μαυρομιχάλη και μίας Μαντουβαλίτσας].    
Αλλά οι Μανιάτες δεν ήσαν μόνο ληστές στη θάλασσα αλλά και στη στεριά. Πολλάκις εξορμούσαν σαν ακρίδες στις πεδιάδες του Έλους, της Σκάλας και της Μεσσηνίας ή τα μαγαζιά της Καλαμάτας και άρπαζαν ό,τι εύρισκαν [ζώα, λάδι, σιτάρι, αλεύρι, ρούχα, έπιπλα, χρήματα κλπ].
Από αυτήν τη λεηλασία σώθηκαν οι Μεσσήνιοι και οι κάτοικοι του Έλους λόγω της καταδίωξης των ληστών από τους μπέηδες και καπετάνιους, κατά διαταγή των Οθωμανών, στις διαταγές των οποίων υπάκουαν, με απειλή απαγχονισμού του μπέη και εισβολής στη Μάνη, αφού η Μάνη ήταν ημιαυτόνομη και φόρου υποτελής στον Σουλτάνο και υπό την επικυριαρχία του [βλ. υποσχετικά υποταγής των Μανιατών στον Σουλτάνο του 1806 και 1813 στην  εργασία του Σταύρου Καπετανάκη, ό.π. σελ. 380 και 430].
Εξαιτίας της πειρατείας και του ελέγχου του εμπορίου είναι φανερό το πώς και γιατί οι ισχυρές οικογένειες της Τσίμοβας απέκτησαν πλούτο, έκτισαν πύργους υψηλούς, πυργόσπιτα και ωραίες εκκλησίες. Έφτιαξαν ένα ωραίο χωριό, κλασσικό Μανιατοχώρι, με καλντερίμια  που ο πλούτος των ισχυρών φαινόταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτηθεί μόνο από τα γεμάτα πέτρες χωράφιά τους. Πύργοι, πυργόσπιτα, χαμόσπιτα και εκκλησίες στην Τσίμοβα πιστοποιούσαν την οικονομική, κοινωνική και στρατιωτική διαστρωμάτωση των κατοίκων της, ισχυρών και αδύναμων.
 Χάρη στη θάλασσα δυνάμωσαν όχι μόνο οι Μαυρομιχαλαίοι που είχαν λίγο ξερότοπο στο Λιμένι αλλά και οι Τρουπάκηδες στην Έξω Μάνη και οι Γρηγοράκηδες στο Σκουτάρι, Αγερανό και Γύθειο  [όπου είχαν μεγά-λες και εύφορες εκτάσεις]. Η πειρατεία, η προστασία του εμπορίου και ο έλεγχος των λιμανιών για τη φορολογία πρόσφεραν στις ισχυρές οικογένειες οικονομική δύναμη πρωτόγνωρη για την περιοχή, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που έδιναν τα χωράφια και τα κοπάδια τους. [Ως έχει σημειωθεί φόρο δεν έπαιρναν μόνο από τα λιμάνια αλλά και από τα περάσματα, όπως λχ οι Πετροπουλάκηδες στη Λίμνη, πριν τις Αιγιές [Δ. Μέξη, ό.π. σελ. 434].
  Η οικογένεια Μαυρομιχάλη νιώθει όλο και πιο ισχυρή και απλώνει το κύρος και την επιρροή της στη Μάνη, έτσι που στα Ορλωφικά [1769] θα πρωταγωνιστήσει σε Παμμανιάτικο επίπεδο και μέλη της θα ηγηθούν δυνά-μεων Μανιατών αποσκερά και προσηλιακά [Μελίπυργο, Αλμυρό, Τρικεφάλι] ενώ και μέσα στο Οίτυλο ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης θρυλείται ότι λογομάχησε με τον Ορλώφ ή τον απείλησε. Η δύναμή των Μαυρομιχαλαίων είναι μεγάλη και σε ανταγωνισμό με τους άλλους ισχυρούς της Μάνης, τους Γρηγοράκηδες της Ανατολικής και τους Τρουπάκηδες της Έξω θα επιχει-ρούν να την αυξήσουν. [Αυτοί θα είναι τα ‘’πρώτα σπίτια’’  ως το ΄21].
Η γεωγραφική θέση της Τσίμοβας και το εμπόριό της. Ο ορίζοντας της Τσίμοβας είναι απέραντος, το κλίμα της καλό –έχει ήλιο, φως-και η απόσταση από τη θάλασσα την προστάτευε από τους πειρατές. Η γεωγραφι-κή της θέση είναι επίσης καλή. Και πέρασμα είναι προς τη Μέσα Μάνη και από αυτή προς την Έξω και προς την Ανατολική, στο διάσελο του Ταϋγέ-του, αλλά και τη θάλασσα έχει ‘’κάτω από τα πόδια της για να ανοιχτεί’’ στη Μεσσηνία  και τη Δύση. Αυτά είναι ευνοϊκές συνθήκες για ανάπτυξη του εμπορίου, επικοινωνία και πολιτιστική προσέγγιση με άλλες κοινωνίες.
 Τα πειρατικά λάφυρα έπρεπε να πωληθούν, ο πληθυσμός της Τσίμοβας αυξανόταν διαρκώς από Μεσομανιάτες, η πειρατεία αργότερα περιορί-σθηκε και στη συνέχεια καταδιώχθηκε και αφού Οθωμανική απειλή κατά της Τσίμοβας ουσιαστικά δεν υπήρχε, κάποιοι, έπρεπε να ασχοληθούν και με το εμπόριο για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των κατοίκων, όχι μόνο των ντόπιων, αλλά και των μικρών γειτονικών χωριών και των πολυάριθμων περαστικών. Έτσι μερικοί Τσιμοβιώτες άνοιξαν μπακάλικα και άλλα μαγαζιά και με ζήλο διαλαλούσαν και επαινούσαν [΄΄λιβάνιζαν΄΄] την πραμάτειά τους κατά τρόπο παραπλανητικό και υπερβολικό, φημίζονταν εξάλλου για την κακή τους πίστη στις συναλλαγές [βλ. Δ. Μέξη ό. π. σελ. 431και εργα-σία μου, Η αγροτική περιοχή της Αρεόπολης], οι άλλοι Μανιάτες τους έβριζαν [γιατί κατά Π. Τριανταφυλλόπουλο, Πελοποννησιακή Εγκυκλοπαίδεια, λήμμα Αρεόπολις, αγόραζαν πολύ λιβάνι και το έκαιγαν στα μνήματα των νεκροταφείων] και ο Νηφάκος τους περιγράφει χαρακτηριστικά ότι είναι,
 ‘’Στο φανερό πραματευτές και στο κρυφό κουρσάροι,
μικρούς, μεγάλους άνεμος και λίχνη να τους πάρει’’.
[Για κάθε χωριό άλλωστε οι Μανιάτες είχαν και ένα υβριστικό όνομα και κάποιους τσατιρικούς στίχους].
         Σαν έφυγαν οι Οθωμανοί [1685] από το κάστρο της Κελεφάς και στη συνέχεια οι Βενετοί [1715], τα πράγματα είχαν πλέον αλλάξει στον όρμο του Οιτύλου, όπως πολλάκις σημειώνεται παραπάνω. Το Καραβοστάσι ακολουθώντας τη φθορά του Οιτύλου είχε υποβαθμιστεί ως εμπορικό και δια-μετακομιστικό λιμάνι και τη θέση του είχε πάρει το Λιμένι, ένας μικρός οικισμός απέναντί του, όπου είχαν τον πύργο τους οι Μαυρομιχαλαίοι, οι οποίοι και το επέβαλαν ως πύλη για τις εξαγωγές και εισαγωγές των Μανιατών, βάζοντας και δύο κανόνια, το ένα στην είσοδο του κόλπου, πάνω στα βράχια, στη Ντάπια, εκεί που σήμερα είναι η ‘’προεδρική σουίτα’’ ξενοδοχείου, πάνω από το νεκροταφείο του Λιμενιού και το άλλο πάνω από τον Κουρμά και το Μοναστήρι της Παναγίας της Βρεττής, πάνω από τον γκρεμό, για να προστατεύουν τον πύργο τους και να ελέγχουν το λιμάνι. [Πέραν των δυο, παραπάνω, κανονιών και εκείνων που είχαν στους πύργους τους οι Μαυρομιχαλαίοι και οι άλλοι κάτοικοι της Τσίμοβας, η περιοχή διέθετε και φρουρά [παρατηρητήριο] στη Βάρδια ή Μπαστούνα, στο ανατολικό μέρος της αγροτικής περιοχής της Τσίμοβας για να εποπτεύει το πέρασμα από Πασσαβά της Ανατολικής Μάνης αλλά και νοτιοδυτικά, κοντά στην Παλέρημο. [Κατά Ελ. Μπελιά, Υπόμνημα  εκ των Ολλανδικών αρχείων, Λακω-νικαί σπουδαί, τ. 2, 1975, σελ. 290] ο Μαυρομιχάλης είχε 600 οπλοφόρους].
Οι Βοιτυλιώτες δεν είχαν πλέον τη δύναμη να εμποδίσουν τον Μαυρομιχάλη στον έλεγχο του λιμανιού και τη γύρω περιοχή. Σε άλλους χρόνους ισχύος των Βοιτυλιωτών αυτό θα ήταν αδιανόητο. Θα του τα είχαν ρημάξει όλα, πύργους, ντάπιες, κανόνια, μπαστούνες από την πρώτη κίνησή του αν και δεν θα είχε τολμήσει να σκεφθεί ότι μπορεί να ορθώσει το ανά-στημά του ή να ‘’μπει στο μάτι’’ των Βοιτυλιωτών.  
         [Είναι γνωστό ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος έγινε γιατί οι Σπαρτιάτες ανησύχησαν θεωρώντας ότι η ανερχόμενη δύναμη των Αθηναίων θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δική τους. Οι Μανιάτες, ως απόγονοι των Σπαρτιατών και έχοντας την ίδια ιδεολογία, δεν θα ήθελαν ποτέ να ιδούν κάποιον άλλο από το χωριό τους ή το γειτονικό κλπ να τους ξεπεράσει. Έτσι λχ για να κτίσει κάποιος πύργο [ένδειξη ισχύος] έπρεπε να υπερτερήσει των άλλων ή να δώσει μάχη με τους ισχυρούς οι οποίοι δεν θα του επέτρεπαν έτσι εύκολα να εξισωθεί μαζί τους. [‘’Όσο εγώ ’μαι στη ζωή-να κάνει πύργο δε μπορεί’’]. Οι Μανιάτες ήξεραν το δίκαιο του ισχυρού, ήθελαν να είναι ισχυροί, ισχυρότεροι έναντι των άλλων, το status το κρατούσαν με τα όπλα τους. Όμως οι Βοιτυλιώτες δεν μπορούσαν να κρατήσουν πλέον την εξουσία τους στην περιοχή ούτε να εμποδίσουν την ανερχόμενη δύναμη της πολυμε-λούς και δραστήριας οικογένειας Μαυρομιχάλη και έτσι ούτε καν ‘’για την τιμή των όπλων’’ δεν έδωσαν μάχη ώστε να αποτρέψουν την άνοδό της].
         Μετά τη φθορά του Οιτύλου οι βάρκες και τα καράβια με εμπορεύματα θα φεύγουν από το Λιμένι για Κορώνη, Καλαμάτα και αλλαχού.  
Το μπεηλίκι. Το 1816 η αναγνώριση της δύναμης των Μαυρομιχα-λαίων σε  Παμμανιάτικο επίπεδο θα έρθει με τον διορισμό από την Υψηλή Πύλη του Πέτρου ως μπέη της Μάνης [Πετρόμπεης]. Φιλικοί, ξένοι πράκτορες, διπλωμάτες, κλέφτες, έμποροι, δάσκαλοι του γένους και Ευρωπαίοι περιηγητές θα πηγαινοέρχονται στο Λιμένι και την Τσίμοβα για να ζητήσουν από τον μπέη να λάβει μέρος στον αγώνα. Η δύναμή του είναι μεγάλη και είναι σεβαστός σε όλη τη Μάνη, έστω και αν δεν ελέγχει πλήρως τη Μέσα Μάνη ούτε φυσικά την Κάτω [Γρηγοράκης] ή την Έξω [Μούρτζινος].          
Δεν είναι άξιο απορίας, μετά τα όσα γράφτηκαν παραπάνω για το Οίτυλο, γιατί δεν αναδείχθηκε ούτε ένας μπέης από αυτό. Από τα τέλη του 17ου αιώνα αριθμητικά είχε αισθητά αποδυναμωθεί αλλά και δεν ήταν σε ομόνοια ποτέ ούτε είχε αναδείξει κάποιο ισχυρό σόι, μετά το 1700, αποδεκτό στη Μάνη. Σόια είχε πολλά αλλά κανένα δεν κατάφερε να υπερτερήσει και να διοικήσει τη Μάνη. Έτσι παραμονές του αγώνα του ΄21 Βοιτυλιώτες καπεταναίοι και οπλοφόροι δεν αναφέρονται είτε γιατί συμπεριλαμβάνονται στη δύναμη του Μαυρομιχάλη είτε γιατί θεωρούνται ‘’δεύτερα σπίτια χωρίς αρχηγό’’ που τους μειώνει [βλ. πίνακες που δημοσιεύει ο Απ. Δασκαλάκης ό.π.]. Και ο Νηφάκος δεν μνημονεύει Βοιτυλιώτες καπεταναίους στα ποιήματά του στα χρόνια κοντά στα 1800 και δεν κάνει εκτεταμένη αναφορά στο άλλοτε πρώτο χωριό αλλά απλώς το σημειώνει.
Είναι γνωστό ότι οι Οθωμανοί ακολουθώντας τη δοκιμασμένη πολιτική, του ‘’διαίρει και βασίλευε’’, διόριζαν μπέη για να προσεταιρισθούν οικο-γένειες, να διαιρέσουν τις ισχυρές από αυτές, να προκαλέσουν μεταξύ τους αντιζηλίες και συγκρούσεις ή να εξοντώσουν άλλες [όπως με τον Λυμπε-ράκη Γερακάρη] ή με τον μπέη να καταδιώξουν κάποιους ισχυρούς Μανιάτες [όπως ο Αντωνόμπεης τον Τζανήμπεη Γρηγοράκη] κλπ.
Είναι επίσης γνωστό ότι το αξίωμα του μπέη δεν ήταν μόνο τιμητικό, μία απλή θέση κύρους  ή ευθύνης έναντι του  Σουλτάνου για τον έλεγχο των Μανιατών αλλά ο κάτοχός του είχε πολλαπλά οφέλη αφού πχ είχε το μονοπώλιο ορισμένων προϊόντων [μετάξι, λάδι, βελανίδι, πρινοκόκκι] ή καθόριζε χαμηλές τιμές αγοράς αγαθών για αυτόν και πωλούσε ακριβότερα, εισέπραττε φόρους, αποκτούσε πλούτο και δύναμη στρατιωτική και πολιτική, ώστε να πάρει πρόσθετους μισθοφόρους και να επιδοθεί σε πελατειακές ενέργειες. Η εξουσία αύξανε τη δύναμη, ιδιαίτερα σε όσους την επεδίωκαν.
Ο Πετρόμπεης, ο μόνος Μεσομανιάτης μπέης, ήταν ο πιο τυχερός από όλους τους μπέηδες γιατί, κατά το μπεηλίκι του, ξέσπασε η επανάσταση και πήγε στην Καλαμάτα, την οποία απελευθέρωσε στις 23 Μαρτίου και από την οποία,  ως ‘’ηγεμών και αρχιστράτηγος εκ του Σπαρτιατικού στρατοπέδου’’, κήρυξε την ελευθερία του γένους και στη συνέχεια προσήλθε στις εθνοσυνελεύσεις και στα κέντρα διοίκησης του αγώνα όπου ο ρόλος του, τουλάχιστον στην αρχή, χάρη στους ένοπλους Μανιάτες, ήταν κυρίαρχος. [Βλ.  Χ. Λούκου, Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο Κράτος, η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων, Θέματα νεοελληνικής ιστορίας, 18ος-20ος αιώνας, εκδόσεις Σάκκουλα,  σελ. 131 επ.].
Mετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Στο ελεύθερο κράτος το Οίτυλο και η Τσίμοβα ξεκινούν με περίπου ίσο πληθυσμό. Αλλά οι ουσιαστικές διαφορές τους είναι μεγάλες και η ‘’ζυγαριά’’ γέρνει αισθητά προς το μέρος της δεύτερης.
           Οι Βοιτυλιώτες είναι διασπασμένοι, τα πάθη μαυρίζουν το κοινωνικό κλίμα σε κάθε στιγμή και εκδήλωση της ζωής τους. Ξέρουν ότι έχουν χάσει την προέχουσα θέση τους, το χωριό τους ακολουθεί από πολλές δεκαετίες φθίνουσα πορεία, δεν ασχολούνται από καιρό με τίποτε άλλο έξω από το χωριό τους, δεν διαδραματίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, όπως άλλοτε, στη Μάνη και η Τσίμοβα τους έχει ουσιαστικά υπερκεράσει, όσο και αν δεν θέλουν να το παραδεχθούν προς τα έξω. Δεν έχουν αναδείξει από το 1821 ισχυρούς αρχηγούς για να γίνουν ρυθμιστές στα πολιτικά πράγματα του νέου κράτους, όλο και περιχαρακώνονται στην αετοφωλιά τους με μία μικρή επιρροή, κυρίως εμπορική,  να κρατάνε στα γειτονικά χωριά Καραβοστάσι, Τσίπα, Χοτάσια, Πολιάνα, Κρυονέρι και Καρέα.
           Αντίθετα η Τσίμοβα βγαίνει από τον αγώνα του ΄21 πολλαπλά κερδισμένη. Καυχάται ότι από εκεί ξεκίνησε [17 Μαρτίου 1821] ο πόλεμος κατά της Τουρκιάς, συνεχώς, ως χωριό, αυξάνεται, είναι τα σόια της ενωμένα και έχει για αρχηγό της τον Μαυρομιχάλη, δαφνοστεφανωμένον με τη δόξα του πρωτεργάτη [‘’ηγεμόνος και αρχιστρατήγου’’] του αγώνα για την ελευθερία του γένους που πλέον έχει κυρίαρχη θέση στη διοίκηση του κράτους, βρίσκεται κοντά στον βασιλιά και έχει δύναμη για να βοηθήσει το χωριό του.        
Ο Μαυρομιχάλης και η οικογένειά του όπως [λιγότερο όμως] και οι άλλες ισχυρές Μανιάτικες οικογένειες [και οι οικογένειες των λοιπών προεστών του Μοριά]  ως τον ερχομό του Καποδίστρια είχαν αρκετή δύναμη και προνόμια [από φόρους και αξιώματα] στο υπό ίδρυση κράτος, τα οποία προ-σπάθησε να περιορίσει ο πρώτος Κυβερνήτης και έτσι ήλθε σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Πετρόμπεη και των άλλων ισχυρών. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Μαυρομιχάλης βρέθηκε στο περιθώριο, αλλά όταν ήρθε ο  Όθωνας έσπευσε να θέσει τις υπηρεσίες του στη διάθεση του μονάρχη και έτσι απέκτησε την εύνοιά του χωρίς έκτοτε να τη χάσει. [Και κατά την εξέ-γερση των Μανιατών για το κόψιμο των πύργων από τους Βαυαρούς ο Πετρόμπεης θα επιδιώξει την εκτόνωση της οργής των συμπατριωτών του].
Η αντιβασιλεία και μετά ο Όθωνας επειδή ήθελε στρατιωτικά και πολιτικά ερείσματα για να ισχυροποιηθεί, θα βοηθήσει γενναίως τις ισχυρές οικογένειες και ιδιαιτέρως τους Μαυρομιχαλαίους. ‘’Η ειδική αυτή εύνοια … προκάλεσε την αντίδραση άλλων ισχυρών παραγόντων της Μάνης, ιδιαίτερα του Τζανετάκη Γρηγοράκη’’, [βλ. Χ. Λούκου, ό.π. σελ. 141], αφού ‘’η πατρίς εξεπλήρωσεν όχι ολίγον το προς την μόνην οικογένειαν των Μαυρομιχάλων χρέος της,…τιμήσασα αυτήν…παρά πάσαν άλλην προέχουσαν οικογένειαν της Μάνης και παρά πάσας τας φαινομένας σήμερον της ελευθέρας Ελλάδος’’ και επειδή ο Πετρόμπεης, θεωρούμενος από τους άλλους Έλληνες ως εκπρόσω-πος των Μανιατών [όχι όμως και από όλους  τους  Μανιάτες], είχε στεφανωθεί όλη τη δόξα της Μάνης.
    Όμως το Οίτυλο ανέδειξε μία θρυλική μορφή, έναν άδολο αγωνιστή και φλογερό πατριώτη, τον Ηλία Τσαλαφατίνο, ο οποίος όταν πολλοί άλλοι, άκαπνοι από μάχες στρατηγοί και στρατιώτες, έσπευδαν με πληθώρα [κατά κανόνα ψεύτικων και ψηφοθηρικών] πιστοποιητικών και ζητούσαν μισθούς και συντάξεις για δήθεν υπηρεσίες τους στον απελευθερωτικό αγώνα του έθνους και παρότρυναν και τον Τσαλαφατίνο για τα ίδια, εκείνος τους αποκρίθηκε, αηδιασμένος για τη συμπεριφορά τους, ‘’Η πατρίδα είναι φτωχότερη από εμένα’’ και δεν δέχτηκε τίποτε.
    Με το βδ της 10[22]-2-1836, ΦΕΚ 8/3-3-1836, χάρη στον Πετρό-μπεη,  μετατέθηκε η πρωτεύουσα της επαρχίας Οιτύλου από το Οίτυλο στην Τσίμοβα και ορίσθηκε, με το ΦΕΚ 28/21-6-1836, έδρα των επαρχιών Οιτύ-λου και Γυθείου. [Το 1899, ΦΕΚ 136/6-1-1899, οι δύο παραπάνω επαρχίες, με έδρα το Γύθειο, αποτελούσαν τον νομό Λακωνικής ενώ η Σπάρτη και η επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς τον νομό Λακεδαίμονος]. Με το βδ της 31-12-1868, ΦΕΚ 9 του 1868, ανατέθηκε στον έπαρχο Οιτύλου η διοίκηση της επαρχίας Γυθείου. Ο Μαυρομιχάλης χάρη στην πολιτική δύναμη που διέθε-τε στην κυβέρνηση του βασιλείου, θα βοηθήσει ποικιλοτρόπως τη γενέτειρά του Τσίμοβα με πληθώρα ευεργεσιών. Κάθε προνόμιο που θα αποκτά η Τσί-μοβα θα οφείλεται πλέον στον Μαυρομιχάλη, ο οποίος με μία σειρά κυβερνητικών και πολιτικών ‘’δώρων’’ θα την ενδυναμώσει και θα την καταστή-σει υπερτοπικό κέντρο διοίκησης και εμπορίου της Μάνης. Άλλωστε από το 1829 η Τσίμοβα πληθυσμιακά εξισώνεται, αν δεν υπερτερεί του Οιτύλου. Ο έντονος τοπικισμός των Μανιατών θα εκδηλωθεί από τον Μαυρομιχάλη για την Τσίμοβα και θα κρατήσει όσο και η δύναμή του [θα συνεχισθεί δε από τους Τσιμοβιώτες ως σήμερα]. Αυτή η έντονη, τοπικιστική αντίληψη των Μανιατών να υπερισχύσει το χωριό τους έναντι των άλλων θα φανεί καθαρά στην περίπτωση της Τσίμοβας. Το κάθε χωριό πολύ θα ήθελε να έχει μια τέ-τοια ευκαιρία. Της Τσίμοβας της δόθηκε με τη δύναμη που απέκτησε ο Μαυρομιχάλης στη διοίκηση του κράτους. Ευλόγως, λοιπόν, ο ανδριάντας του δεσπόζει σήμερα στο Αγιάτικο και η προτομή του επί στήλης στο νε-κροταφείο του Λιμενιού [όχι μόνο για τη συνεισφορά του στο ‘21].
  Το 1836 [ΦΕΚ 80/28-12-1836, παράρτημα] η Τσίμοβα αναγνωρίσθηκε ως δήμος Άρεως και μετονομάσθηκε σε Αρεόπολη [πόλη του Άρη, θεού του πολέμου]. Το 1837 λειτούργησε αλληλοδιδαχτικό [δηλαδή δημοτικό] σχολείο με 200 μαθητές και ελληνικό [σημερινό περίπου τριτάξιο γυ-μνάσιο] με 32 [που το 1889 είχε 100], βλ. εργασία μου, Ιστορία του γυμνασίου και λυκείου Αρεοπόλεως, Η Μάνη κατά τον 20ο αιώνα, σελ. 10, 11. Σύντομα θα αποκτήσει Ειρηνοδικείο, συμβολαιογραφείο [1837] και  υποθηκοφυλάκειο. Στην Αρεόπολη και τα χωριά Βαχός, Γύθειο, Κάμπος Αβίας, Καρδαμύλη, Κίττα, Κότρωνα, Πάνιτσα και Πλάτσα το 1885 ιδρύθηκε ελληνικό [σχολαρχείο, β δ της 1-2-1885, ΦΕΚ 89/1885] ενώ δεν ιδρύθηκε, αρχικά, στο Οίτυλο αλλά το 1923 και στον Πύργο Διρού το 1924 και έτσι οι μαθητές αυτών των μεγάλων χωριών θα πήγαιναν στην Αρεόπολη. Το 1909, ν. ΓΥΛΔ/1909, ΦΕΚ 282/1909 Α, ορίσθηκε [και πάλι] η Αρεόπολη πρωτεύουσα της επαρχίας και με το β δ της 31-8-1912, ΦΕΚ 261/1912, τεύχος Α, αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα.
   Για την καλύτερη κατανόηση της πληθυσμιακής δύναμης Αρεόπολης και Οιτύλου και τη συναγωγή συμπερασμάτων για την αύξηση της πρώτης και μείωσης του δεύτερου, σημειώνεται ότι το 1618 [υπόμνημα προς Νεβέρ] η Τσίμοβα είχε 30 οπλοφόρους [το Κουσκούνι 40] και το Οίτυλο 400. Το 1670 [περιήγηση Τσελεμπή] η Τσίμοβα είχε 80 σπίτια ενώ το Οίτυλο 1.000 σπίτια και 3.000 οπλοφόρους. [Ακολουθούν οι μεγάλες συγκρούσεις στο Οίτυλο και η αθρόα μετανάστευση]. Το 1700 [απογραφή Grimani] η Κάτω Τσίμοβα έχει 417 άτομα, η Άνω [μάλλον το Κουσκούνι] 172 και το Οίτυλο 511. Στις απογραφές του 1829, 1840, 1870, 1889, 1920 και επόμενες αρχικά η Αρεόπολη εξισώνεται με το Οίτυλο και στη συνέχεια το ξεπερνά.
Γυμνάσιο Αρεοπόλεως και δημόσιες υπηρεσίες. Με το βδ της 17-10-1921, ΦΕΚ 203/21-10-1921, τεύχος Α, ιδρύθηκε το γυμνάσιο Αρεοπόλεως. [Το δημοτικό τότε ήταν τετρατάξιο, το ελληνικό ή σχολαρχείο τριτάξιο και το γυμνάσιο τετρατάξιο]. Μέγα δώρο για την Αρεόπολη. Το γυμνάσιο δεν ιδρύθηκε στο Οίτυλο, τον Πύργο Διρού ή την Καρδαμύλη αλλά στην Αρεόπολη. Η δύναμη του Μαυρομιχάλη ήταν εμφανής. Το γυμνάσιο μάζευε τους μαθητές από πολλά χωριά. Οι Αρεοπολίτες θα νοίκιαζαν όσα δωμάτια είχαν και θα έφτιαχναν και άλλα για τη στέγαση των μαθητών. Το ενοίκιο δεν ήταν ευκαταφρόνητο. Τα μαγαζιά αύξαναν την πελατεία τους και οι γονείς των παιδιών αναγκαστικά θα έρχονταν για ψώνια στην Αρεόπολη. Για τις ανάγκες των μαθητών θα χρειαζόταν και ένα βιβλιοχαρτοπωλείο. Αλλά το γυμνάσιο θα έφερνε και καθηγητές και θα απαιτούσε και την ίδρυση έστω και μίας μικρής βιβλιοθήκης. Μία κάποια πνευματική κίνηση θα άρχιζε, όσο μικρή και αν ήταν. Είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία τηλεγραφείο από το 1912 και ταχυδρομείο. Κατά τα 1923-24 ‘’έφθασε’’ και ο δρόμος από το Γύθειο που είχε ξεκινήσει περί το 1880. Άλλο ένα δώρο για την Αρεόπολη. Ο δρόμος δεν πήγε στο Οίτυλο ή στο ακμάζον τότε εμπορικό κέντρο της περιοχής το Νέο Οίτυλο [Τσίπα] αλλά στην Αρεόπολη.
Με το πδ της 31-12-1925, ΦΕΚ 11 Α/12-1-1926, ιδρύθηκε και το Δημόσιο Ταμείο Οιτύλου με έδρα την Αρεόπολη ως συνέχεια του ταμείου που υπήρχε στο Λιμένι από την εποχή του αγώνα και του Καποδίστρια. Και άλλο δώρο. Έτσι στην Αρεόπολη, εκτός από τους μαθητές και κάποιους μαγαζάτορες και εμπόρους, διαβιούσαν ο ειρηνοδίκης, ένας γραμματέας του ειρηνοδικείου, συμβολαιογράφος, δικολάβοι, γιατρός, φαρμακοποιός, καθηγητές, δάσκαλοι, νηπιαγωγός,  χωροφύλακες, υπάλληλοι του δημόσιου ταμείου, ένα δηλαδή όχι και μικρό για τα δεδομένα της κωμόπολης δημοσιοϋπαλληλικό σώμα που μισθοδοτείτο από το κράτος, τα χρήματά του ξόδευε στην Αρεόπολη και είχε πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με τον ντόπιο γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό και το οποίο θα δημιουργούσε καλλίτερες συνθήκες οικονομικής, εμπορικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Έπρεπε λχ να λειτουργήσει ξενοδοχείο, εστιατόριο, να αποστέλλονται εφημερίδες στην κωμόπολη, να  κατασκευασθούν αποχωρητήρια γιατί ως τότε οι κάτοικοι αφόδευαν στις φραγκοσυκόμαντρες κλπ. Στα άλλα χωριά αποχωρητήρια θα κατασκευάζονταν δεκαετίες αργότερα λόγω τουρισμού.
Με αυτά τα δεδομένα το 1930 η Αρεόπολη με τον δρόμο από το Γύθειο, το γυμνάσιο, το δημόσιο ταμείο, τον γιατρό, τον φαρμακοποιό, τον συμβολαιογράφο, τον ειρηνοδίκη, τους καθηγητές κλπ ως πρωτεύουσα ‘’έχει στρώσει το χαλί’’, έχει ανοίξει τον δρόμο της περαιτέρω ανάπτυξης και υπεροχής της σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριά.
Περί το 1927 ανοίχθηκε και ο δρόμος από Γύθειο προς Σκουτάρι [από τη Φράγκα] ο οποίος  όμως δεν επεκτάθηκε για να φθάσει ως Κότρωνα και να συνεχίσει νότια για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της Προσηλιακής Μάνης αν και ο Κότρωνας και όλη η προσηλιακή Μάνη ανήκαν στην επαρχία Γυθείου και είχαν πολλούς λόγους για άμεση πρόσβαση στην πρωτεύου-σα της επαρχίας τους, το Γύθειο. Ωστόσο αυτό δεν έγινε και επί 70 χρόνια, ως πρόσφατα δηλαδή, ήσαν υποχρεωμένοι οι κάτοικοι να περνούν από την Αρεόπολη, πρωτεύουσα άλλης επαρχίας [της επαρχίας Οιτύλου], σαν ήθελαν να πάνε στο Γύθειο και την Αθήνα.  
Έτσι πορεύθηκε η Αρεόπολη και στην ‘’κατάσταση’’, 1940-50, δεν γνώρισε ιδιαίτερης έκτασης επεισόδια μεταξύ χιτών και ανταρτών, επειδή η Δεξιά επικράτησε αμέσως σ’ αυτή όπως και σε όλη τη Μέσα Μάνη και οι αριστεροί εξαναγκάστηκαν να φύγουν προς τον Ταΰγετο.
Αντίθετα στο Οίτυλο [στο οποίο, για ένα μικρό διάστημα, μετά την αναχώρηση των Γερμανών, κυριάρχησαν οι αριστεροί] συνεχίζοντας οι κά-τοικοί του τη μακρά παράδοση του διχασμού [καθώς ευκαιρία περίμεναν για να ξαναπάρουν τα ντουφέκια και να ξαναρχίσουν τους σκοτωμούς], ξανάζη-σαν για αρκετά χρόνια, σε όλη την ‘’κατάσταση’’, τις μεταξύ τους συγκρούσεις με πάρα πολλά θύματα [βλ. Δήμητρας Πέτρουλα, Που είναι η μάνα σου, μωρή;]. Έχει ειπωθεί ότι ‘’στο Οίτυλο κάθε βδομάδα η καμπάνα βάραγε λυπητερά και ακούγονταν μοιρολόια για την κηδεία κάποιου που σκότωσαν’’.
   Μετά την κατάσταση [της δεκαετίας 1940-1950]. Η επέκταση των χερσαίων δρόμων από Αρεόπολη α] προς τη Μέσα Μάνη [από Πύργο Διρού], β] προς Κότρωνα [από Ξιφαριάνικα] και γ] προς Οίτυλο-Καλαμάτα θα καταστήσουν την Αρεόπολη κόμβο και κέντρο, αφού θα περιορίσουν τον ρόλο των θαλάσσιων μεταφορών της περιοχής. ΄Ετσι το Νέο Οίτυλο [Τσίπα] θα μαραζώσει ως εμπορικό κέντρο και την ‘’κίνησή’’ του στην οικονομική ζωή θα απορροφήσει η Αρεόπολη. Φορτηγά και λεωφορεία, λίγα στην αρχή, έρχονταν στην κωμόπολη, τα μαγαζιά προμηθεύονταν φθηνότερα και περισσότερα αγαθά, χάρη στις μεταφορές και η Αρεόπολη θα μονοπωλούσε την εμπορική κίνηση ευρύτατης περιοχής. Όλη σχεδόν η νότια Μάνη θα ψώνιζε από τα μαγαζιά της Αρεόπολης και οι μαγαζάτορες θα άνοιγαν πολλά δε-φτέρια, αφού οι περισσότεροι πελάτες τους αγόραζαν δανεικά. Το αν κάποιοι από αυτούς ήσαν έντιμοι [και όντως αρκετοί ήσαν] και άλλων αν ‘’…αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου [των][σσ δεφτέρια] ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με…ό,τι έσπειρε εν αυτώ, εκαρποφόρει πολλαπλασίως…έκοπτε τα φύλλα…εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ’ η ρίζα έμενεν…μέλλουσα και πάλιν ν΄ αναβλαστήση…’’, που γράφει στη Σταχυομαζώχτρα ο Παπαδιαμάντης, αυτό μόνο οι ίδιοι το ήξεραν γιατί ευκόλως θα μπορούσαν να ξεγελάσουν τους αγράμματους χωρικούς και ιδία τις ταλαιπωρημένες Μανιάτισσες.
[Μετά την ‘’κατάσταση’’ δεν εκλέγεται Μαυρομιχάλης στη Βουλή ενώ από το 1955 ξεκινά η λειτουργία εμποροζωοπανήγυρης στην Αρεόπο-λη, κάθε χρόνο, για 5 ημέρες, 2-7 Αυγούστου, και το Αγιάτικο, εκείνες τις μέρες, για 10 [;] χρόνια, γεμίζει με ζώα και επισκέπτες απ’ όλη τη Μάνη].
Ο εορτασμός της επετείου της 17ης Μαρτίου 1821 ξεκινά το 1961 [χάρη και στον γυμνασιάρχη Γ. Ρόκα] και μαζεύει, τελευταία, πολλούς στην Αρεόπολη. [Στην Αθήνα έγινε ο εορτασμός από τον σύλλογο Αρεοπολιτών το 1959. Βλ. εργασία μου, Η 17η Μαρτίου 1821].
Η μετανάστευση και ο τουρισμός. Μεγάλη πληγή για τη Μάνη ήταν, μετά την ‘’κατάσταση’’, η μετανάστευση. Μετά τη λήξη των μαχών του εμφύλιου  κανένας αριστερός ή έστω και κεντρώος δε μπορούσε να μείνει στη Μάνη. Υποχρεώθηκαν ή αναγκάσθηκαν να φύγουν για την Αθήνα, ‘’να χαθούν, ανώνυμοι, μέσα στην απεραντοσύνη της πόλης’’, αναζητώντας δουλειά στις οικοδομές και τα εργοστάσια. Αλλά για οικονομικούς λόγους έφυγαν από τα χωριά τους και οι δεξιοί οι οποίοι πολιορκούσαν τους πολιτευτές, στην πρωτεύουσα, για να τους διορίσουν στο δημόσιο και ιδιαίτερα στα σώματα ασφαλείας και τον στρατό. Τα χωριά ερήμωναν. Η Αρεόπολη θα δοκιμαζόταν, αλλά οι μαθητές του γυμνασίου, οι επισκέψεις των γονιών τους και το μικρό δημοσιοϋπαλληλικό σώμα που εργαζόταν εκεί, θα κάλυπταν κάπως το κενό της μετανάστευσης.
[Μετά το 1981 οι μαθητές, που προέρχονται από τα χωριά, δεν θα ενοικιάζουν πλέον δωμάτια στην Αρεόπολη, επειδή θα έρχονται στο σχολείο με λεωφορεία και ΤΑΧΙ μισθωμένα από το δημόσιο].
Και σαν αναπάντεχο, πολλαπλό δώρο, άνοιξαν και τα περιώνυμα σπήλαια του Διρού προσελκύοντας τουρίστες.
Τα σπήλαια και ο από αυτά  τουρισμός θα αναζωογονήσουν τη Μάνη και ιδιαίτερα την Αρεόπολη η οποία ωφελήθηκε -ιδιαίτερα τα μαγαζιά της- περισσότερο από όλα τα άλλα χωριά, ακόμη και από τον Πύργο. Στην Αρεό-πολη θα ρεύσει άφθονο χρήμα, όσο σε κανένα άλλο χωριό. Θα αναπαλαιωθούν πύργοι και πυργόσπιτα, θα επισκευασθούν χαλάσματα και θα κτισθούν νέα σπίτια με ‘’εφάπαξ’’, συντάξεις, δάνεια, ευρωπαϊκά προγράμματα και μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις για να διατηρηθεί και να  αναδειχθεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού [όπως και της Βάθειας]. Θα κατασκευασθούν ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, αναψυκτήρια, θα εκδοθούν τοπικές εφημερίδες, θα λειτουργήσει υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας, της ΔΕΗ του ΙΚΑ, περισσότερα βενζινάδικα, μηχανουργεία, τα παλιά μπακάλικα θα αντικατασταθούν από super market και η Αρεόπολη θα επεκταθεί [κυρίως μετά το 1985] προς όλες τις κατευθύνσεις, α] προς τα Σφαγεία και ακόμη πιο πέρα στα Ξιφαριάνικα, β] κάτω από το Κουσκούνι και πέρα από τον Άι-Θανασάκη, γ] προς τα μισά της απόστασης για Σπήλιους και Κούτρου [σκάβοντας ανελέητα την πλαγιά του Λιμενιού για να κτίσουν και να τη γεμίσουν με σπίτια και ξενοδοχεία, εκεί όπου άλλοτε έβοσκαν τις αγελάδες τους, ανάμεσα στους ασπαλαθρούς, μαζεύοντας σφαράγγια]. Έτσι η κωμόπολη σχεδόν θα διπλασιασθεί και θα γίνει αγνώριστη σε σχέση με τη δεκαετία του 1960 και ΄70 και κάθε Πάσχα και καλοκαίρι θα έχει τέτοια κίνηση από ξένους και επανακάμψαντες Αρεοπολίτες και Μανιάτες που θα εντυπωσιάζει τους παλιούς και θα δυσκολεύει τη διαβίωσή τους, μιας και είχαν συνηθίσει σε ένα ήσυχο και αγροτικό χωριό. Τώρα τα αυτοκίνητα θα δυσκολεύουν την πεζοπορία τους, ενώ από πολλά χρόνια έχει απαγορευθεί η διέλευση ζώων και κοπαδιών από τους κεντρικούς δρόμους του οικισμού [τελευταία, το βράδυ, και αυτοκινήτων], ο οποίος έχει λάβει χαρακτήρα πόλης. Θα επεκταθεί επίσης και το γυμνάσιο, σε δύο φάσεις μία το 1973 και άλλη το 1993 αν και οι μαθητές λιγοστεύουν.
Το 1968 ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα και μία δεκαετία περίπου αργότερα το νερό της Αγιά-Μαρίνας. Με αυτά τα δεδομένα ενώ από τα άλλα χωριά οι νέοι έφευγαν για Αθήνα, στην Αρεόπολη παρέμεναν αρκετοί, γιατί είχαν δουλειά και έτσι της έδιναν ζωή και συντελούσαν στην ανάπτυξή της.
Αντίθετα από την Αρεόπολη, η οικιστική ανάπτυξη του Οιτύλου και βραδεία θα είναι αλλά και μικρή ακόμη και στο Καραβοστάσι που τελευταία θεωρήθηκε ότι έχει μεγάλη αξία ως τόπος. Έτσι το Οίτυλο δεν είχε την εξέλιξη της Αρεόπολης και ο δρόμος από Αρεόπολη για Καλαμάτα [που ολοκληρώθηκε κατά το 1964] περνά από τη δυτική άκρη του και ουσιαστικά δεν του προσφέρει και μεγάλη εμπορική ωφέλεια. Τα μόνα που του έμειναν και ως ανάμνηση παλαιών μεγαλείων είναι η γιορτή της οικογένειας των Μεδίκων, κάθε Χριστούγεννα, κατά την οποία λέγεται στους νεότερους το ‘’μυστικό’’ τους, η τράπεζα των Κομνηνών και στα μέσα Αυγούστου, την παραμονή του Βοιτυλιώτικου πανηγυριού, το ομαδικό ψάρεμα που θα μπορούσε για λόγους και τουριστικούς να συνδυασθεί με αναπαράσταση των παλιών πειρατικών τους εξορμήσεων [όπως λχ γίνεται κάθε καλοκαίρι η αναπαράσταση της επιστροφής των πειρατών σε λιμάνια νησιών].
         Με την υπ΄ αρ. 10767/7-10-1972, ΦΕΚ 859 Β19-10-1972, κοινή απόφαση των υπουργών Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πολιτικής, Οικονομικών, Πολιτισμού και Επιστημών ιδρύθηκε η δημόσια βιβλιοθήκη Αρεοπόλεως με τους 6.000 τόμους της βιβλιοθήκης του Γεωργίου Τσιμπιδάρου-Φτέρη, δωρεά της συζύγου του Ρέας, που στεγάσθηκε αρχικά σε αίθουσα του γυμνασίου και ακολούθως σε μισθωμένο κτίριο στο Αγιάτικο.
Ο δήμος. Το 1994 από τις συνενώσεις Αρεόπολης, Βαχού και Κελε-φάς συγκροτήθηκε ο δήμος Αρεοπόλεως με έδρα την Αρεόπολη ενώ τον δήμο Οιτύλου με έδρα το Οίτυλο συγκρότησαν τα χωριά Οίτυλο, Κρυονέρι, Καρέα και Γέρμα. Το 1998 με τον νόμο 2539/1997 [‘’Καποδίστριας’’] όλη η δυτική Λακωνική Μάνη θα συγκροτήσει τον δήμο Οιτύλου με έδρα την Αρεόπολη. Ο πρωτεύων ρόλος της Αρεόπολης, η πρωτεύουσα θέση που κατέχει από διακόσια χρόνια στην Αποσκερή και νότια Μάνη επισημοποιείται. Φαίνεται να έχει φθάσει στο απόγειό της.
Η οικιστική, οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της Αρεόπολης θα προσελκύσει μετά το 1992 αρκετούς αλλοδαπούς εργάτες [από Αλβανία, Βουλγαρία και Πολωνία] και αργότερα [περί το 2005] από Αφγανιστάν και Πακιστάν αλλά και επαναπατρισθέντες Μανιάτες επαγγελματίες [μηχανι-κούς, γιατρούς, οδοντίατρους, κτηνίατρους, γεωπόνους, καθηγητές φροντιστηρίων, λογιστές, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, μηχανοτεχνίτες και διάφορες άλλες ειδικότητες]. Έχει ήδη ανοίξει τις πύλες του το εκκλησιαστικό μουσείο στον πύργο Πικουλάκη ενώ από δεκαετίες λειτουργούν δασαρχείο, αγρονομείο, πυροσβεστική, κέντρο υγείας, παιδικός σταθμός, ΙΚΑ  κλπ.
Είχε επομένως πετύχει πάρα πολλά η Αρεόπολη και στις συζητήσεις που έγιναν για περαιτέρω συνενώσεις των δήμων [σχέδιο Καλλικράτης], ώστε όλη η Μάνη να αποτελέσει έναν δήμο, αρκετοί Αρεοπολίτες ζήτησαν έδρα του ενιαίου δήμου να γίνει η Αρεόπολη.
         Ενιαίος δήμος Λακωνικής Μάνης. Την 1η Ιανουαρίου 2011 ξε-κίνησε τη λειτουργία του ο δήμος Ανατολικής Μάνης. Με τον νόμο 3852/ 2010 [‘’Καλλικράτης’’] οι δήμοι της Λακωνικής Μάνης, δηλαδή ο δήμος Ανατολικής Μάνης [έδρα Κότρωνας], ο δήμος Οιτύλου [Αρεόπολη], ο δή-μος Γυθείου [Γύθειο] και ο δήμος Σμήνου [Άγιος Νικόλαος] συνενώθηκαν και συνέστησαν τον δήμο Ανατολικής Μάνης με έδρα το Γύθειο ενώ η Αρεόπολη ανακηρύχτηκε  ιστορική έδρας [λόγω 17ης Μαρτίου]. Η προσπάθεια να υπερκερασθεί το Γύθειο όπως είχε γίνει στον παλιό νομό Λακωνικής το 1836 που πρωτεύουσα του νομού κηρύχθηκε η Αρεόπολη [χάρη των Μαυρομιχαλαίων] τώρα δεν τελεσφόρησε.
Ατενίζοντας το μέλλον. Σήμερα η Αρεόπολη έχει καταστήματα κατοίκους, εργάτες και επαγγελματίες περισσότερους από κάθε άλλο χωριό της Μάνης [μετά το Γύθειο].
Υπάρχουν όμως κάποιες ρωγμές στο όλο σύστημα. Έχει ανοιχθεί ο δρόμος από Σκουτάρι προς Κότρωνα που προτιμούν οι προσηλιακοί και έτσι δεν επισκέπτονται όλοι την Αρεόπολη. Παράκαμψη της Αρεόπολης απο-τελεί και ο δρόμος από Γεωργακαράκου προς Γέρμα, Καρέα, Κρυονέρι, Οίτυλο, Καλαμάτα, καθώς και ο δρόμος από Σταυρό [Βαχού] προς Νέο Οίτυλο και Οίτυλο. Το ίδιο και από Κελεφά προς την [αναπτυσσόμενη] Τσίπα.
Βεβαίως η Αρεόπολη έχει μία δυναμική από το παρελθόν, λόγω ιστορίας και των υποδομών που διαθέτει, αλλά και μερικά από τα άλλα χωριά της περιοχής δεν έχουν τη διάθεση να παραμείνουν δορυφόροι της καθώς επιδιώκουν την ανάπτυξή τους.
Ως γνωστόν αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς και κυρίως λόγω της παραλίας τους το Γύθειο, το Μαυροβούνι, το Βαθύ, το Σκουτάρι, ο Κότρωνας, η Κοκκάλα, η Ακροταινάρειος περιοχή, ο Γερολιμένας, η Τσίπα, η Στούπα, η Καρδαμύλη και άλλες περιοχές και το μέλλον θα δείξει πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα και ποιά θέση θα έχει η Αρεόπολη ανάμεσα στα άλλα χωριά, αν θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί, αν τα άλλα χωριά θα τη φτάσουν και θα εξισωθούν μαζί της ή και μερικά αν θα την ξεπεράσουν [γιατί σήμερα ‘’η ζυγαριά γέρνει πολύ υπέρ της Αρεόπολης’’].
Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα και οι όροι δανεισμού [‘’μνημόνιο’’ 2011] που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την ΕΕ, τη ΚΕΤ και το ΔΝΤ [τρόικα] επιφέρουν μαράζωμα της υπαίθρου, ανεργία, οικονομική ασφυξία και υποχρεώνουν ντόπιους κατοίκους και αλλοδαπούς εργάτες σε μετανάστευση. Έτσι και οι μαθητές των σχολείων μειώνονται, κλείνουν δημόσιες υπηρεσίες [πχ ΔΟΥ] και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας [πχ ΟΤΕ]  καθώς και ιδιωτικές επιχειρήσεις και επαγγελματικά γραφεία.
Αναγκαστικά και η Αρεόπολη θα υποστεί τις συνέπειες της κρίσης.
Για το ορατό μέλλον ως πλέον πιθανό φαίνεται να διογκωθεί η αστυφιλία του ενεργού [και πλέον δυναμικού και παραγωγικού] μέρους του πληθυσμού, ενώ η παραμονή στα χωριά μερικών ηλικιωμένων ή και νέων που ξαναγυρίζουν ως επισκέπτες για μερικές ημέρες το Πάσχα και το καλοκαίρι ή εποχιακή απασχόληση [στις ελιές ή τα τουριστικά καταλύματα] δεν θα είναι ικανή να τα αναζωογονήσει. Άλλωστε, η στροφή στις σύγχρονες γεωργικές καλλιέργειες μάλλον θα αργήσει.
Υπό τα δεδομένα αυτά και για την Αρεόπολη το μέλλον δεν διαφαίνε-ται ρόδινο και είναι η πρώτη φορά, από την εποχή κατά την οποία φτιάχτηκαν οι πρώτες καλύβες των κτηνοτρόφων στον τόπο της, που υπάρχει κίνδυνος η κωμόπολή να μπει σε φθίνουσα τροχιά. [Θα μπεί;].
Πάντως όποιος διαβεί πεζός, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, τον κεντρικό δρόμο της Αρεόπολης από Αγιάτικο ως Ταξιάρχη –καθώς απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων- θα εκπλαγεί από την πληθώρα τραπεζοκαθισμάτων και καθημένων [νεαρών και νεανιζόντων ηλικιωμένων] δεξιά κι αριστερά, ανά-μεσα στους τοίχους, σε όλο το μήκος του δρόμου, έξω από τις ισόγειες τα-βέρνες, τις καφετέριες κλπ που πριν 60 χρόνια ήταν κατώια, λες και η κωμό-πολη δεν έχει χώρους έξω από το κεντρικό σοκάκι, που βλέπουν τη θάλασσα και τον ουρανό, έχουν ησυχία και προσφέρουν ηρεμία στον περιηγητή.
Βεβαίως αυτά μπορεί να κάνουν τους καταστηματάρχες ‘’να τρίβουν τα χέρια τους’’ αλλά προκαλούν σκεπτικισμό σε όσους  στις διακοπές τους αναζητούν ηρεμία ή  γνώρισαν την Αρεόπολη, παλιά, ως ένα απλό χωριό που μάζευε μαθητές από τα χωριά και τους Μανιάτες κάθε Σάββατο στο παζάρι της και οι οποίοι θα ήθελαν στις επισκέψεις τους σ αυτή να βρίσκουν ησυχία, απλότητα και παλιούς γνωστούς για συζητήσεις και αναμνήσεις.
Για το Οίτυλο που, τελευταία, λόγω τουρισμού και επανόδου αποδήμων κυρίως από την Αθήνα συνταξιούχων, έστω και εποχιακά, παρατηρείται μια μικρή οικοδομική δραστηριότητα [σπίτια, ξενοδοχεία], και ίσως αποτελέσει [και για να αποτελέσει], εν καιρώ, ένα ενιαίο σύνολο, μια ενότητα με την Αρεόπολη και την Τσίπα, έχω τη γνώμη ότι πρέπει,
α] να επεκτείνει περαιτέρω τον λιμενοβραχίονα στο Καραβοστάσι για ένα υποτυπώδες λιμάνι [να αξιοποιήσει τη θάλασσα που εγκατέλειψε, από παλιά, λόγω συγκρούσεων],
β] να συνεχίσει τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση του δρόμου παραλιακά, δυτικά, ως την άκρη του κάβου,
γ] το ίδιο, από πάνω, από τη μεγάλη στροφή, να ανοίξει δρόμο, δυτικά, αρκετά πέρα και πάνω από τους γκρεμούς για να δοθεί η δυνατότητα ανέγερσης ξενοδοχείων ή εξοχικών κατοικιών, επειδή η περιοχή είναι ηλιόλουστη, έχει θέα και έχει, επίσης, τη θάλασσα ‘’κάτω από τα πόδια της’’,
δ] να επιδιώξει τη διαπλάτυνση του δρόμου από Καλαμάτα,
ε] να επιδιώξει, επίσης, τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση δρόμων από μοναστήρι του Τσίγκου και Άνω Καρέα προς τα Μαλευροχώρια,
Στ] ‘’να αξιοποιήσει το παρελθόν’’ του με συγγραφή της ιστορίας, της λαογραφίας και των εθίμων του  [Μονή Τσίγκου, Κομνηνοί, Μέδικοι και μεταξύ τους σύγκρουση λόγω αρπαγής κόρης, Ορλωφικά, πειρατεία, πανηγύρια κλπ] και να τα διαφημίσει σε όλο τον κόσμο κυρίως με τηλεοπτικά έργα. Γενικά να ‘’ιδεί’’ τι έχει κάνει και τι κάνει η Αρεόπολη.  
     Συμπέρασμα. Περαίνοντας το παρόν πόνημα αν θέλομε να γράψομε τους λόγους στους οποίους οφείλει η Αρεόπολη την ακμή της αυτοί είναι,
α] Η εσωτερική ειρήνη ύστερα από τις [σύντομες] εμφύλιες διαμάχες και το αδιατάρακτο σύστημα διοίκησης που επιβλήθηκε μετά τις έριδες.
β] Η αποδυνάμωση του ισχυρού Οιτύλου [λόγω ερίδων].
γ] Η γειτνίαση με τη θάλασσα [πειρατεία, εμπόριο, φόροι στο Λιμένι].
δ] Η θέση της Αρεόπολης [πέρασμα προς Μυστρά και Καλαμάτα].
ε] Το εμπόριο [μαγαζιά, παζάρι κλπ] λόγω θέσης [περάσματος και θάλασσας], το γυμνάσιο, ο  δρόμος Γυθείου-Αρεοπόλεως και οι διοικητικές υπηρεσίες που λειτουργούσαν στην Αρεόπολη και έφερναν τους Μανιάτες αναγκαστικά σ’ αυτή. Και
στ] Η οικογένεια Μαυρομιχάλη [που επέβαλε την ειρήνη, άπλωσε στη θάλασσα και δώρισε στην Αρεόπολη το γυμνάσιο, τον δρόμο και τις δημόσιες υπηρεσίες που τη καθιστούσαν κέντρο της περιοχής].
Για τους λόγους παρακμής του Οιτύλου σημειώνομε ότι  οι εμφύλιες διαμάχες που κράτησαν ‘’χρόνια και χρόνια’’, ‘’φτάνουν και περισσεύουν’’.