Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΛΥΦΑΔΑ, ΤΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ – Ο ΒΟΣΠΟΡΟΣ – Η ΝΕΑ ΕΥΡΥΑΛΗ

 

                                                                 Εισαγωγή

          Κατά την απογραφή του 1920 η Γλυφάδα είχε 173 κατοίκους. Σήμερα είναι μία μεγάλη πόλη. Οι περισσότεροι από τους  κατοίκους της ήλθαν από άλλες συνοικίες της Αθήνας στις οποίες είχαν εγκατασταθεί πριν αρ- κετά χρόνια προερχόμενοι από την επαρχία.

          Η ανέχεια της υπαίθρου επέφερε την εγκατάλειψη της και χιλιάδες επαρχιώτες για οικονομικούς και άλλους λόγους ως εσωτερικοί μετανάστες κατέκλυσαν, κατά τη δεκαετία του ΄50 και τις επόμενες, τη πόλη της Παλλάδας και με την άναρχη δόμηση, τη κατέστησαν απάνθρωπη και ανοίκεια [με τους στενούς δρόμους, τις μεγάλες πολυκατοικίες, την έλλειψη πρασίνου και κοινοχρήστων χώρων, τη κυκλοφοριακή συμφόρηση, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, τις βιοτεχνίες, τα εργοστάσια, τους θορύβους, την εγκληματικότητα, τη κατάργηση της γειτονιάς κλπ].

          Εξαιτίας αυτών των λόγων οι τάσεις φυγής των κατοίκων από το κέντρο της Αθήνας και τις άλλες υποβαθμισμένες περιοχές της προς τα περίχωρα [κι ενώ ακόμη συνεχιζόταν η αστυφιλία] άρχισαν να εκδηλώνονται ασθενικά από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και συνέχισαν αργότερα εντονότερα.

          Το ωραίο προάστιο της Γλυφάδας [όπως και τα άλλα νότια και  βόρεια] με τη θάλασσα, τον Υμηττό, τα μεγάλα οικόπεδα, τους  ευρείς δρόμους, τη καλή ρυμοτομία, το πράσινο κλπ προσείλκυσε πολλούς κατοίκους της Αθήνας και των γειτονικών της δήμων που  αναζητούσαν καλλίτερες συνθήκες διαβίωσης.

          Αυτή η πορεία που παρατηρούμε για τη γέννηση ή τη μεγέθυνση [και κυρίως για αυτή] των καλών προαστίων  καταγράφεται και στην ιστορία της Νέας Ευρυάλης.                                                                                                          Στους οικισμούς όμως των Δικηγόρων [Δικηγορικά] και του Βοσπόρου η αρχή ήταν  διαφορετική.

          Στον πρώτο, δικηγόροι παραθεριστές και Αθηναίοι μεγαλοαστοί, έ- κτισαν τις επαύλεις τους για να παραθερίζουν [θερινός οικισμός] ενώ στον δεύτερο, ξεριζωμένοι Μικρασιάτες πρόσφυγες [προσφυγικός οικισμός] ξεκίνησαν μία νέα ζωή στη μητέρα πατρίδα.

          Η κοινωνική και οικονομική αντίθεση των τριών εξεταζομένων  οικισμών ήταν έντονη και εμφανής και η πρόκληση για μένα μεγάλη και ακατανίκητη να μελετήσω την ιστορία τους.

          Ως ένα βαθμό είδα μία γειτονιά, τη Νέα Ευρυάλη, να γεννιέται και συνάμα έμαθα ότι ο οικισμός του Βοσπόρου είχε απαλλοτριωθεί και καταστραφεί, στη δεκαετία του ΄60, για να επεκταθεί το αεροδρόμιο του Ελληνικού.

          Πήρα λοιπόν τη γραφίδα και το προϊόν της έρευνάς μου παραθέτω στη παρούσα εργασία.

           Ευχαριστώ όσους -και είναι πολλοί που- μου έδωσαν πληροφορίες για τους οικισμούς που εξετάζω.

          Αυτοί οι ηλικιωμένοι Γλυφαδιώτες [κυρίως πρώην Βοσποριώτες] καθώς και τα πολυάριθμα συμβόλαια που μελέτησα στα υποθηκοφυλακεία [κυρίως] Αθηνών και Π. Φαλήρου είναι οι κύριες πηγές μου.

          Ευελπιστώ ότι με τις όποιες πληροφορίες συνέλεξα θα βοηθήσω και τον ιστορικό του μέλλοντος στη καταγραφή της ιστορίας της  Γλυφάδας αλλά και τους κατοίκους της να γνωρίσουν την ιστορία της  περιοχής τους.

Εξαιτίας των επαγγελματικών μου ασχολιών ο χρόνος δεν μου  επέτρεψε να επεκτείνω την έρευνα και σε άλλες περιοχές της  Γλυφάδας [πχ τη Τερψιθέα, τη Πανιωνία κλπ] αλλά ούτε και να επιμεληθώ το κείμενο στο ύφος, τη σύνταξη, το λεξιλόγιο, την αισθητική και αρχιτεκτονική του έργου. Ο αναγνώστης ας το λάβει υπόψη του.

[Μετά καιρό θα δημοσιεύσω συμπληρωματική εργασία για τη περιοχή υπό τον τίτλο, Νέα Ευρυάλη, η γειτονιά μου στη Γλυφάδα].

                                                                                                Μάιος 2012

                          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΛΥΦΑΔΑ                                                                     

1. Από τη προϊστορία ως το 1831

          Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Γλυφάδα, όπως προκύπτει από τις πηγές και τα μνημεία της, φέρεται ότι κατοικήθηκε προ χιλιάδων ετών.                                

          Η Αττική γη με το γλυκύ κλίμα και τον γαλανό ουρανό, τον Υμηττό στα ανατολικά και τη θάλασσα στα δυτικά, προσείλκυσε τον άνθρωπο από τους νεολιθικούς [τουλάχιστον] χρόνους και η ανθρώπινη  παρουσία έκτοτε είναι αδιάκοπη.

          Κατά τους χρόνους ακμής της αρχαίας Αθήνας, μάλιστα, ένας από τους δήμους της ήταν και εκείνος των Αιξωνέων [αιξ-ωνή, γιδοπάζαρο] οι οποίοι φημίζονταν για το βλάσφημο και σκωπτικό του  χαρακτήρα τους.

          Τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανακαλύψεων που εντοπίζονται σε πολλά σημεία [όρια με Βούλα, περιοχή εγγύς της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, Πούντα, Άνω Γλυφάδα κλπ] αποδεικνύουν αυτή τη  κατοίκηση που κατά περιόδους ήταν μάλιστα σημαντική.

          Ευρήματα διεσώθησαν και από τη μυκηναϊκή και γεωμετρική  περίοδο καθώς και από τους κλασσικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς  χρόνους. Λείψανα οικισμών, κτιρίων, νεκροταφείων, οδών, στηλών, αγαλμάτων, εργαστηρίων, τάφων, κατοικιών, αγγείων, επιγραφών, γλυπτών, ψηφισμάτων του δήμου, στηριγμάτων τοίχων καλλιεργειών, ορίων κτημάτων, ναών  Ελληνικών, πρωτοχριστιανικών εκκλησιών κλπ συνηγορούν σε αυτή τη διαπίστωση.

          Λεπτομερέστερα για τα παραπάνω ο αναγνώστης μπορεί να  εντρυφήσει στην εργασία της Ελένης Γιαννοπούλου-Κουσουλάκη, Γλυφάδα, Ιστορικό παρελθόν και μνημεία, Αθήνα 1990, έκδοσης του δήμου Γλυφάδας.

          Συνοπτικές αλλά ωστόσο ενημερωτικές εργασίες για την αρχαία Γλυφάδα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και σε εφημερίδες και περιοδικά, βλ λχ Κωνσταντίνας Καζά-Παπαγεωργίου στο περιοδικό Γλυφάδα, ο δικός μας Δήμος, τεύχη 26/1997, 30/1998, 33/2000 κλπ.

          Και κατά τη τουρκοκρατία καίτοι δεν υπάρχουν σημαντικές  μαρτυρίες θα πρέπει να θεωρήσομε ότι η ανθρώπινη παρουσία δεν  εξέλιπε. Ίσως να ήταν περιορισμένη και οπωσδήποτε θα είχε αγροτικό χαρακτήρα.

          Μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό και τη σύσταση του νεότερου Ελληνικού κράτους αρχίζει και η περιπέτεια [αμφισβήτηση] σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής. 

 

 

 

 

2.  Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Γλυφάδας

          Δύο απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους, έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη κυριότητα της περιοχής της Γλυφάδας.

          Η πρώτη θέλει όλη τη Γλυφάδα, κατά το 1920, να ανήκει στη γνωστή συνιδιοκτησία [βλ. παρακάτω], η οποία αφού οικοπεδοποίησε τη περιοχή μεταβίβασε τα οικόπεδα σε διάφορους αγοραστές τα οποία οι διάδοχοί τους ακόμη και σήμερα κατέχουν.

          Κατά τη δεύτερη η Γλυφάδα, ως ένα απέραντο δάσος, ανήκε στο Ελληνικό δημόσιο και καταπατήθηκε από τον Καραπάνο [και τη συνιδιοκτησία] με σκοπό το κέρδος και την εμπορευματοποίησή της.

          Ας δούμε και τις δύο απόψεις εκτενέστερα.

          Κατά τη πρώτη: Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους οι Ισμαήλ, Φατιμέ, Σεριφά και Χαριζέ, γιοί του Χουσεΐν αγά, γιού του Μουσταφά αγά, ως κύριοι, δυνάμει τούρκικου χοτζετίου, ενός τσιφλικιού με το όνομα ''΄Ανω Τράχωνες'', στη περιοχή Αθηνών, το οποίο συνόρευε με τσιφλίκια Πετράκη, Μουφτή εφέντη, Χασάν και παραλία, πώλησαν το 1831 στον Λουκά Πύρρου τα στο τσιφλίκι ευρισκόμενα κτίσματα δηλαδή τέσσερις ερειπωμένες γεωργικές οικίες, έναν ερειπωμένο πύργο και τα οπωροφόρα και μη δένδρα καθώς και τα ευρισκόμενα στη θέση Πυρναρί του τσιφλικιού κτήματα, ήτοι τη μάνδρα των κυψελών, δεκατέσσερις αλωνότοπους και τις γαίες του τσιφλικιού, έκτασης οκτώ ζευγαριών με τις θερινές και χειμερινές βοσκές τους.

Συνάμα τα παιδιά του Χαμόν εφέντη, γιού του Ισαάκ εφέντη, δηλαδή οι Μουγγουδίν εφέντης, Αλή εφέντης και Οικιάχ εφέντης, ως κύριοι, δυνάμει τουρκικού χοτζετίου, ενός τσιφλικιού με το όνομα ''Κάτω Τράχω-νες'', στη περιοχή Αθηνών, το οποίο συνόρευε με τον Ντελή-Νταγ [Τρελό, Υμηττό] και τσιφλίκια Χασάν λαχ, Μπραχάμ, Καρά και Μουσταφά μπέη, πώλησαν το ίδιο έτος, στον ίδιο  παραπάνω αγοραστή, δηλαδή στον Λουκά Πύρρου, τα στο τσιφλίκι ευρισκόμενα κτήματα, δηλαδή ένα πύργο, τέσσερα οικόπεδα ισάριθμων πρώην γεωργικών οικιών, τέσσερις αλωνότοπους και γαίες έκτασης δύο ζευγαριών.

          Με τις υπ’ αρ. 594/13-2-1842 και 669/21-5-1842 αποφάσεις της επί των πωλήσεων Οθωμανικών ιδιοκτησιών εξεταστικής επιτροπής αναγνωρίσθηκαν οι παραπάνω αγοραπωλησίες ως έγκυρες.

          Ακολούθως ο Λουκάς Πύρρου πώλησε το ενιαίο πλέον κτήμα στον Ανδρέα Λουριώτη μετά τον θάνατο του οποίου περιήλθε τούτο στον κληρονόμο του Θεόδωρο και μετά το θάνατο και αυτού στη  κληρονόμο του Λουκία η οποία με το υπ’ αρ. 9567/15-7-1868 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γερ. Αφεντάκη το πώλησε στον Θεόδωρο Κομνηνό.

          Στο παραπάνω συμβόλαιο σημειώνονται δύο συνεχόμενα κτήματα καλούμενα Άνω Τράχωνες-Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες στη θέση Καρά της περιφερείας Αθηνών από τα οποία το μεν κτήμα Άνω Τράχωνες-Πυρ-ναρί αποτελείται από γαίες καλλιεργήσιμους και βοσκήσιμους οκτώ ζευγαριών και συνορεύει δυτικώς με θάλασσα, μεσημβρινώς με γαίες μονής Πετράκη και αλυκές Βάρης και Βούλας, ανατολικώς με Υμηττό και αρκτικώς με κτήμα Χασάνι, το δε κτήμα Κάτω Τράχωνες αποτελείται από καλλιεργησίμους γαίες δύο  ζευγαριών, περιέχει εκκλησία, γεωργικές οικίες, κήπο δυόμισι στρεμμάτων με μαγκανοπήγαδο, τρεχούμενο νερό, δένδρα άγρια και ήμερα και συνορεύει ανατολικώς με όρια του Καρά, ονομαζόμενα Σέσι και Κορωπί, δυτικώς με γαίες Σκαβάντζου και Στάμου Τσιμπίδη, αρκτικώς με γαίες Κωνσταντίνου Καρβελά, Στάμου και Γεωργίου Μεθενίτη και μεσημβρινώς με κτήμα Χασάνι.

          [Ένα ζευγάρι[ο] έκτασης, δηλαδή η γη που μπορεί να οργώσει με το άροτρο [αλέτρι] ο γεωργός με ένα ζευγάρι αγελάδες σε όλη την εποχή του οργώματος, υπολογίζεται σε ογδόντα περίπου στρέμματα όπως σημειώνεται στις εγκυκλοπαίδειες. Επομένως [8 συν 2 ίσον] 10  ζευγάρια επί ογδόντα στρέμματα ίσον οκτακόσια [800] περίπου  στρέμματα που πρέπει να ήταν η έκταση των δύο κτημάτων ΄Ανω  Τράχωνες-Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες].

          Ακολούθησαν την αγορά του 1868 υπό του Θεοδώρου Κομνηνού διάφορες μεταβιβάσεις λόγω κληρονομιών και πωλήσεων και τελικώς με το υπ’ αρ. 9448/1894 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Παπούλια και υπ’ αρ. 10810/3-12-1899 του συμβολαιογράφου  Αθηνών Ηλία Τσόκα, ο Κωνσταντίνος Καραπάνος απέκτησε τη κυριότητα του παραπάνω κτήματος ''... συνορευομένου γύρωθεν με θάλασσα και χωρία Καρά, Κουρουπί, Βάρη, Χασάνι και Βραχάμι...''.

          Ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, πολιτικός  που διετέλεσε βουλευτής και υπουργός Δικαιοσύνης και Οικονομικών, παρατήρησε την  εσωτερική μετανάστευση και εγκατάσταση επαρχιωτών στη πρωτεύουσα, προέβλεψε τη σημασία της, διείδε την αξία των γύρω από την Αθήνα περιοχών για καλλιέργεια και προμήθεια της πόλης με αγροτικά προϊόντα καθώς και για την οικοπεδοποίηση και για αυτό προέβη στην αγορά του κτήματος.

          Έτσι μετά το 1901 αρχίζει πράξεις υλοτομίας και διάνοιξης δρόμων με έγκριση του Δημοσίου. Το 1914 απεβίωσε ο Κωνσταντίνος  Καραπάνος και με το υπ’ αρ. 37073/1915 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου το παραπάνω κτήμα περιήλθε στον γιό του Πύρρο [μετέπειτα γερουσιαστή] ο οποίος με  την από 28-2-1919 αίτησή του προς το Υπουργείο Γεωργίας ζήτησε άδεια για οικοπεδοποίηση του κτήματος προς πώληση.

Άδεια τελικώς δεν έλαβε και κατόπιν τούτου και προς ικανοποίηση του σκοπού του με το υπ’ αρ. 58058/1920 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου [τόμος 765, αριθμός 95 του υποθηκοφυλακείου Αθηνών] πώλησε στους α] Κωνσταντίνο Βάο, ιατρό, β] Δημήτριο Ζαμάνο, χημικό-βιομήχανο και μετέπειτα  γερουσιαστή, γ] Ιωάννη Ζέπο, δικηγόρο, από 11/72 εξ αδιαιρέτου στον καθένα και δ] στον Νικόλαο Γιαρμενίτη, υπάλληλο της εταιρείας  δημοσίων προσόδων, 3/72 εξ αδιαιρέτου [σύνολο πωληθέντων  μεριδίων 36/72] ενώ κράτησε για τον εαυτό του το υπόλοιπο μισό [36/72] εξ αδιαιρέτου του κτήματος. [Κατά τα σημειούμενα στο παραπάνω συμβόλαιο η έκταση του όλου κτήματος ανέρχεται σε 36.000  στρέμματα].

          Οι παραπάνω 5 κύριοι πλέον του κτήματος της Γλυφάδας  απετέλεσαν τη καλούμενη συνιδιοκτησία [ή άλλως τα αφεντικά, επικράτησε όμως να λέγονται συνιδιοκτήτες ή μάλλον συνιδιοκτησία].

          Με τα πρόσωπα αυτά που η επιλογή τους ασφαλώς και δεν πρέπει να ήταν τυχαία, πέτυχε ο Πύρρος Καραπάνος  ό,τι ως τότε δεν είχε  καταφέρει. Η άδεια οικοπεδοποίησης και πώλησης εδόθη με την  υπ’ αρ. 139031/ 28-8-1920 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και έτσι άρχισε η καταστροφή του δάσους, ο κατατεμαχισμός της γης, η διάνοιξη δρόμων, η εμπορευματοποίηση της Γλυφάδας.

          Κατά τη δεύτερη άποψη του Ελληνικού Δημοσίου: Ύστερα από  μελέτες διαφόρων επιτροπών που απαρτίζονταν από δικαστές, μηχανικούς και δασολόγους, που κατά καιρούς συνέστησε η Πολιτεία, για την εξέταση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Γλυφάδας, σε γενικές γραμμές η θέση του Δημοσίου είναι η ακόλουθη.

          Η περιοχή της Γλυφάδας, ως ένα απέραντο δάσος, ανήκε [-ει] στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Τουρκικού και δεν  αποκτήθηκε μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από ιδιώτες ή ιδιώτη ούτε άσκησε κανείς, σε όλη την έκταση της, πράξεις κυριότητας με διάνοια κυρίου.

          Ο πολιτικός Κωνσταντίνος Καραπάνος, κατά την αγορά του 1894 και 1899, σκοπίμως επεξέτεινε τα όρια του κτήματος περιγράφοντάς το στα συμβόλαια όπως τον συνέφερε, απέραντο σε έκταση, από τη παραλία ως τη κορυφογραμμή του Υμηττού [''όπως τρέχουν τα  νερά...''] και από το Μπραχάμι και Χασάνι ως το Κορωπί και τη Βάρη και εισπήδησε στη Γλυφάδα με προφανή σκοπό να την καταπατήσει.

          Τα κτήματα Άνω Τράχωνες με τη θέση Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες δεν βρίσκονταν, δεν ανήκαν στη Γλυφάδα και σε κάθε περίπτωση και  αν υπάγονταν  έστω σε αυτήν δεν ξεπερνούσαν τα 800-1000  στρέμματα [10 ζευγάρια] σε έκταση, πολύ μακράν δηλαδή των 36.000 στρεμμάτων που ήθελε η συνιδιοκτησία.

          Κατά συνέπεια  και σήμερα τα εκτός σχεδίου οικόπεδα της Γλυφάδας και όλη η έκταση του Υμηττού εξακολουθούν να ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Για τα εντός σχεδίου ακίνητα δεν τίθεται θέμα και λόγος ανησυχίας των κυρίων τους. [Πλείονα περί του θέματος βλ. υπ’ αρ. 53540/17-8-2001 έγγραφο του αντιεισαγγελέα Εφετών Ιωάννη  Σακελλάκου, ως προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών].

          Και ναι μεν το Ελληνικό δημόσιο υπεισήλθε στα δικαιώματα του Οθωμανικού κράτους μετά την επιτυχή κατάληξη του υπέρ της ελευθερίας αγώνα αιτία πολέμου και με βάση το δίκαιο της κατάκτησης, όμως για τις περιοχές της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος [επαρχίες  Αττικής, Θηβών, Λοκρίδας και Φθιώτιδας] καθώς και την Εύβοια, οι οποίες κατά τη περίοδο της υπογραφής του Α΄ Πρωτοκόλλου της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου [Ιανουάριος 1830] κατέχονταν από Οθωμανικά στρατεύματα και αποδόθηκαν στο Ελληνικό Κράτος μετά τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης [1832] δεν ίσχυσε το δίκαιο της κατάκτησης αλλά δόθηκε η δυνατότητα στους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες να διατηρήσουν ή πωλήσουν σε χριστιανούς ιδιώτες τα κτήματά τους. [βλ. πχ. υπ’ αρ. 1162/2002 απόφαση Εφετείου  Αθηνών, Νο Β 50, 1281].

          Πολλές βεβαίως αγοραπωλησίες έγιναν παράτυπα αλλά ωστόσο  και πολλές αν όχι όλες αναγνωρίσθηκαν ως νόμιμες.

          Τα παραπάνω δεν κλονίζουν όμως στο ελάχιστο την άποψη και επιχειρηματολογία του Δημοσίου ιδία τις θέσεις του για το δάσος και τα σε αυτό δικαιώματά του, την έκταση του κτήματος που αγόρασε ο Καραπάνος καθώς και τη θέση του κτήματος αν δηλαδή βρισκόταν στη Γλυφάδα ή εκτός αυτής.

          Σε σκέψεις όμως μπορεί να εμβάλει και η χρήση του τοπωνυμίου Γλυφάδα για πρώτη φορά στο συμβόλαιο του 1920 με το οποίο ο Καραπάνος πώλησε το μισό του κτήματος στους άλλους συνιδιοκτήτες.

          Αρχικά, όπως είδαμε, τα δύο κτήματα ονομάζονταν το ένα Άνω Τράχωνες [με θέση Πυρναρί] και το άλλο Κάτω Τράχωνες. Στη συνέχεια τα δύο συνεχόμενα και ενοποιημένα κτήματα καλούνταν Άνω Τράχωνες-Πυρναρί και Κάτω Τράχωνες καθώς και Άνω και Κάτω Τράχωνες και Άνω και Κάτω Πυρναρί και με αυτό το όνομα περιήλθαν το 1894 και 1899 στον Κωνσταντίνο Καραπάνο. Το 1920 ο Πύρρος Καραπάνος και οι άλλοι συνιδιοκτήτες [ή όποιος από  αυτούς είχε την ιδέα] προσθέτουν και το όνομα Γλυφάδα.

          Εύλογα γεννάται το ερώτημα. Ήταν άγνωστο για τη περιοχή προ του 1920 το τοπωνύμιο Γλυφάδα και αυτό εδόθη το πρώτον το 1920; Δηλαδή προηγουμένως δεν ονομαζόταν η περιοχή Γλυφάδα;

          Αλλά το υφάλμυρο [γλυφό] νερό υπήρχε στη περιοχή παλαιόθεν και οι κυνηγοί, οι ψαράδες, οι βοσκοί και οι παραθεριστές το γνώριζαν ασφαλώς και για αυτό έτσι αποκαλούσαν τη περιοχή. Και η ονομασία, η λέξη Γλυφάδα, θα πρέπει να αποδίδεται  χρονολογικά, από όταν η λαϊκή [δημοτική] γλώσσα ξεχώρισε από εκείνη των πεπαιδευμένων, δηλαδή προ αιώνων.  Γιατί λοιπόν το τοπωνύμιο Γλυφάδα δεν αναγράφηκε στα προ του 1920 συμβόλαια; Να δεχθούμε ότι ήταν ανύπαρκτο, άγνωστο ως όνομα στη περιοχή είναι αδιανόητο.

 Το πλέον λογικό είναι ότι το τοπωνύμιο Γλυφάδα υπήρχε προ  αιώνων και αφορούσε τη γνωστή και σήμερα περιοχή που είχε γλυφό νερό η οποία όμως δεν εντασσόταν στα κτήματα που περιγράφουν τα Οθωμανικά χοτζέτια Άνω και Κάτω Τράχωνες και Πυρναρί αλλά ήταν έξω και ανεξάρτητη από αυτά.

          Κατά συνέπεια η χρήση του ονόματος Γλυφάδα μάλλον έγινε για τους λόγους που το Ελληνικό Δημόσιο κατηγορεί τον Καραπάνο.

          Ίδια θα είναι η κατάληξη και το συμπέρασμα αν συγκριθούν  αλληλοδιαδόχως οι εκτάσεις, η επιφάνεια των πωληθέντων κτημάτων, του ενοποιηθέντος κτήματος όπως περιγράφονται στα συμβόλαια από το 1831 ως το 1894 και 1899.

          Πάντως ο δήμος Γλυφάδας έχει ακόμη δικαστικές διαμάχες με  διαφόρους διεκδικητές εκτός σχεδίου οικοπέδων και της πλαγιάς του Υμηττού και ευελπιστώ ότι θα έχει -γιατί δεν το είδα- πλούσιο αρχείο με παλαιά συμβόλαια, μελέτες και πορίσματα δημοσίων γνωμοδοτικών επιτροπών και δικαστικές αποφάσεις προεχόντως για τη νομική του υπεράσπιση αλλά και για τους στο μέλλον ερευνητές της ιστορίας του.

 

3. Το κτήμα της Γλυφάδας

          Πρόκειται για ένα αγρόκτημα  '' ... συνορευόμενον ανατολικώς και αρκτικώς με όρος Υμηττός και προς τα αριστερά παρεκκλίνον της δημοσίας οδού διέρχεται εις τους πρόποδας του βουνού γυρίσματος του Υμηττού και δια οροσειρών και κορυφογραμμών αυτού [όριον του χωρίου Καρρά] προχωρεί και φθάνει εις θέσιν Ζέρι και εκείθεν  ολόρραχα μέχρι Καφαντράδες [σύνορα αμφότερα χωρίου Κορωπί] και ολόρραχα εις το Μαυροβούνι και Αετόν [σύνορα Βάρης] και κατ΄ ευθείαν γραμμήν πίπτει εις την θέσιν Βούλα και λυκορρέματος, μεσημβρινώς δε με αγρούς Μονής Πετράκη [σύνορον Βάρης] εν θέσει  Βούλα, φθάνον μέχρι της δημοσίας οδού Αθηνών-Βάρης, πέτραν  καλουμένην Βούλαν και κατ΄ ευθείαν γραμμήν φθάνει εις αλυκήν [λίμνην Βλυχάδος] διαχωρίζον αυτήν εις δύο ως και τον υπερκείμενον λόφον [Πούντας], φθάνον εις θάλασσαν και δια παραλίας δυτικώς μέχρι του σημείου ένθα εκβάλλει ο παρά το αρχαίον κτίριον [ελληνικόν]  χείμαρρος, δυτικοαρκτικώς και αρκτικώς με Χασάνι χρησιμεύοντος ως  συνόρου του άνω χειμάρρου και εκείθεν ανέρχεται εις θέσιν Χαλίλι και επί της κορυφής του υψώματος, διαχωρίζον αυτό εις δύο, πίπτει εις την παλαιάν οδόν Τραχώνων και Αγίου Νικολάου και ακολουθεί την οδόν προς βορράν μέχρι της θέσεως αρχαίου κτιρίου [ελληνικό] ένθα συναντώνται τα σύνορα ταύτα με τα σύνορα του χωρίου Τράχωνες και Χασάνι και εκείθεν ακολουθεί βορειανατολικώς μέχρι της θέσεως Μνηματάκια και εκείθεν εις τρία δένδρα [χαρουπιές] και εκείθεν  ακολουθεί το ρεύμα μέχρι της θέσεως Γύρισμα όπου πλέον ακολουθεί την οροσειράν του Υμηττού... '' [βλ. υπ’ αρ. 7160/1938 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Θανόπουλου, τόμος 1175, αρ. 479 υποθηκοφυλακείου Αθηνών].

[Σημείωση:  Όπου παρακάτω αναγράφεται τόμος και  αριθμός εννοείται ότι παραπέμπει στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών εκτός και αν μνημονεύεται ρητώς το υποθηκοφυλάκειο Π. Φαλήρου].

 

4. Τοπωνύμια

  α] Τράχωνες. Το όνομα δηλώνει τραχύ, σκληρό, πετρώδες έδαφος. Ονομαζόταν έτσι μία εκτεταμένη περιοχή σε ικανή απόσταση από τη θάλασσα η οποία απλωνόταν δια μέσου του Ελληνικού, της  Αργυρούπολης, του Αλίμου και του Μπραχαμίου. Μάλλον δεν πρέπει να εισχωρούσε στη Γλυ-φάδα. Υπήρχε και χωριό Τράχωνες. Κατά τους αρχικούς τίτλους ιδιοκτησίας, τους οποίους επικαλείται η  συνιδιοκτησία, το κτήμα της Γλυφάδας απαρτιζόταν από δύο τμήματα το κτήμα Άνω Τράχωνες και το κτήμα Κάτω Τράχωνες.

 β] Πυρναρί, Πυρναρή, Πυρνάρι. Πιθανόν το τοπωνύμιο να εδόθη επειδή στο συγκεκριμένο μέρος φύτρωναν πουρνάρια [φρύγανα]. Αρχικά επρόκειτο για θέση, δηλαδή ένα μέρος του κτήματος Άνω Τράχωνες [βλ. πρώτο χοτζέτι], στη συνέχεια κάλυψε η ονομασία όλο το κτήμα Άνω Τράχωνες [Άνω Πυρναρί], επεκτάθηκε και στο κτήμα Κάτω Τράχωνες και στο τέλος κάλυψε όλη  τη Γλυφάδα, ταυτιζόμενο με τα υπόλοιπα τοπωνύμια Τράχωνες, Πυρναρί, Γλυφάδα,  Ευρυάλη. Σήμερα αφορά μία περιορισμένη περιοχή της Άνω Γλυφάδας. Η περιοχή Πυρνάρι [-ί] λεγόταν και Παλιά Κονάκια [βλ. τ. 50, αρ. 105, υποθηκοφυλακείου Π. Φαλήρου, συμβόλαιο 5775/ 1966 του  συμβολαιογράφου Αθηνών Θ. Ράλλη]. Κονάκ, κονάκι, που είναι τούρκικη λέξη, σημαίνει  σταθμό για τους ταξιδιώτες, κατάλυμα, χώρο για διαμονή ανθρώπων. Χρησιμοποιείται και για να επισημάνει το οίκημα του τσιφλικά μέσα στα κτήματά του καθώς και το διοικητήριο. Οι Έλληνες με τον όρο κονάκι υποδήλωναν τη κατοικία, το φτωχικό τους. Ο πληθυντικός του τοπωνυμίου [Παλιά Κονάκια] δηλώνει πολλές και παλιές κατοικίες. Στο υπ’ αρ. 57924/11-3-1932 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου  Αθηνών Β. Μπόσδα  [τ. 1188, αρ. 449], σημειώνεται ότι στη Κάτω Πυρναρί και πάνω από την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης υπήρχε θέση Πυροκαλύβια. Δεν αποκλείεται ωστόσο το ορθό να είναι και  Παλιοκαλύβια ή Τυροκαλύβια. Πάντως και Πυροκαλύβια να είναι το ορθό πάλι το τοπωνύμιο υποδηλώνει ανθρώπινη παρουσία και κατοίκηση. Στο ίδιο συμβόλαιο καταγράφεται και θέση Παλιοχώρι [παλιό χωριό] κάτω από την παλαιά οδό Αθηνών- Βουλιαγμένης, στο κτήμα της Πυρναρής.

 γ] Γλυφάδα. Οφείλει την ονομασία της στο υφάλμυρο [γλυφό] νερό των πηγαδιών της. Είναι το λαϊκό όνομα της περιοχής. Σημειώνεται για πρώτη φορά στο συμβόλαιο του 1920 με το οποίο ο Καραπάνος πώλησε το μισό του κτήματος στους υπολοίπους της συνιδιοκτησίας. Το τοπωνύμιο απαντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδος και ως Βλυχάδα.

 δ] Ευρυάλη. Το λόγιο όνομα της Γλυφάδας [βλ. κατωτέρω].

 ε] Υμηττός. Το χιλιοτραγουδισμένο βουνό της Αττικής που όπως έχει σκωπτικά λεχθεί χωρίζει το χώρο του πνεύματος, Αθήνα, πόλη της σοφίας, από το χώρο του οινοπνεύματος, τα Μεσόγεια με τα κρασιά τους. Περίφημο είναι το θυμαρίσιο μέλι του. Λεγόταν και τρελός. Οι Ενετοί τον έλεγαν Τρελοβούνι, οι Τούρκοι Ντελή-Νταγ [τρελό] και οι Γάλλοι τρες λονγκ που ενώ σημαίνει πολύ μακρύ, ακούγεται τρελός. Λεγόταν τρελός επειδή ενώ ο περιώνυμος Αττικός ουρανός ήταν ως συνήθως γαλανός, ξαφνικά ξεπρόβαλλαν μαύρα σύννεφα από τη  κορυφογραμμή του, έβρεχε στο λεκανοπέδιο για κάποιο μικρό διάστημα  και αμέσως μετά ο ουρανός καθάριζε και το γαλανό του χρώμα έλαμπε πάλι σύντομα στην Αττική. Αυτό θεωρήθηκε παράδοξο. Οι κάτοικοι της Αττικής ειρωνευόμενοι τους Αθηναίους αλλά και οι ίδιοι οι Αθηναίοι αυτοσαρκαζόμενοι [διέθεταν χιούμορ και μπορούσαν να αστειεύονται] έλεγαν ''τι περιμένεις από ένα τόπο που ο ήλιος βγαίνει από τον τρελό και δύει στο τρελάδικο [του Δαφνίου]''.

 στ] Βούλα. Βούλα σημαίνει σημάδι, χαρακτηριστικό σημείο, γνώρισμα. Μία μεγάλη πέτρα στη γειτονική περιοχή της Γλυφάδας που χρησιμοποιείτο ως διακριτικό σημείο αναφοράς έδωσε το όνομά της στο σημερινό δήμο Βούλας. Και η Βούλα ήταν μία δασώδης περιοχή, όπως και η Γλυφάδα, όπου κατοίκησαν λιγοστοί Αρβανίτες κυρίως από το Κορωπί. Στην απογραφή του 1920 φέρεται να είχε 31 κατοίκους. Είχε αλυκές όπως η Βάρη και η Γλυφάδα.

 ζ] Χασάνι. Περιοχή και χωριό, παλιό τσιφλίκι του Χασάν αγά επί τουρκοκρατίας, στη θέση του σημερινού δήμου Ελληνικού. Σε ένα αρχαίο κτίριο που φυσικά ήταν Ελληνικό και παρέπεμπε στη λαμπρή πατρογονική αρχαιότητα οφείλεται η ονομασία του Ελληνικού. Ένας από τους 10 δήμους του Κλεισθένη, της δημοκρατικής Αθήνας, ήταν και το Ευώνυμον, στη σημερινή περιοχή του Ελληνικού [βλ. κατωτέρω, κεφάλαιο Χασάνι, Κομνηνά, Ελληνικό, Σούρμενα].

 η] Μπραχάμ [-ι]. Ο σημερινός δήμος Αγίου Δημητρίου. Τσιφλίκι του Ιμπραήμ αγά.

 θ] Κορωπί. Ο αρχαίος δήμος Κρωπίας.

 ι] Καρά [Καρρά]. Χωριό και περιοχή στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, περίπου στη σημερινή Ηλιούπολη.

 ια] Ζέρι [Σέσι] και Καφαντράδες. Θέσεις στον Υμηττό, πιθανόν στα σύνορα με Κορωπί.

 ιβ] Μαυροβούνι [μαύρο βουνό] και Αετός [τόπος αετών]. Θέσεις στον Υμηττό, πιθανόν στα σύνορα με Βούλα.

 ιγ]  Λυκόρρεμα. Ρέμα όπoυ κρύβονταν λύκοι, σύνορα με Βούλα.

 ιδ] Λόφος και νήσος Πούντα. Εκεί όπου σήμερα τα Αστέρια και η πλαζ. Ενωμένη πλέον η νήσος με τη ξηρά. Εκεί και η αλυκή και η πρώην λίμνη της Γλυφάδας.

 ιε] Μνηματάκια. Μικρά ή ίσως λιγοστά μνήματα. Νεκροταφείο παλαιών κατοίκων της περιοχής.

 ιστ] Χαλίλ [-ι]. Προφανώς τούρκικη λέξη ίσως από το όνομα κάποιου Οθωμανού.

 ιζ] Γύρισμα. Περιμαντρωμένο αγρόκτημα.

 ιη] Καρβελά. Από το επώνυμο ιδιοκτήτη κάποιου κομματιού γης. Σήμερα είναι περιοχή στην Άνω Γλυφάδα. Παλαιότερα υπήρχε οικισμός Καρβέλη ή Καρβελά.

 ιθ] Χαρουπιές. Και τα δένδρα, στη προκειμένη περίπτωση οι χαρουπιές, ήταν χαρακτηριστικό σημείο, γνώρισμα και  έδιναν το όνομα της περιοχής. Γνώρισμα μπορεί να ήταν και κάποια άλλη  ιδιομορφία του εδάφους πχ βράχος, γκρεμός, κόκκινο χώμα.

 

5. Η Γλυφάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα

          Πως να ήταν άραγε η Γλυφάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα;

          Ένα απέραντο δάσος κάλυπτε την ειδυλλιακή περιοχή από τη θάλασσα ως τον Υμηττό. Κυριαρχούσαν τα πεύκα αλλά φύονταν και αγριελιές, σχίνοι, πουρνάρια, χαρουπιές και από θάμνους, θυμάρια, αφάνες, σπαραγγιές. Φύτρωναν επίσης σπάνια και αρωματικά φυτά, βότανα και αγριολάχανα με εξαιρετικά αγριολούλουδα.

          Υπήρχαν διάσπαρτα γυμνά τοπία στα οποία, ίσως, λιγοστοί αγρότες-κτηνοτρόφοι είχαν κτίσει τις καλύβες τους, είχαν ανοίξει πηγάδια και καλλιεργούσαν στα περιβόλια τους λαχανικά, φακές, ρεβίθια κι έσπερναν στα χωράφια τους σιτάρι και κριθάρι. Είχαν αμπέλια, πατητήρια και αλώνια, έτρεφαν οικόσιτα ζώα, κότες, γουρούνια και κατσίκες αλλά κυρίως  τσοπάνηδες έβοσκαν τα κοπάδια τους στο δάσος και τον Υμηττό και οι περισσότεροι από αυτούς έρχονταν το χειμώνα από τα ορεινά της Βοιωτίας για να ξεχειμωνιάσουν με τα πρόβατά τους στο γλυκύ Αττικό κλίμα και έτσι είχαν κτίσει εδώ καλύβες και στάνες. Σποραδικά τη περιοχή επισκέπτονταν και διέμεναν προσωρινά ληστές και φυγόδικοι ή φυγόποινοι. Υπήρχαν επίσης λιγοστά μελισσοκομεία και τα καραούλια των κυνηγών. Στη περιοχή και τον Υμηττό ζούσαν άγρια ζώα, λύκοι [λυκόρρεμα], τσακάλια, αλεπούδες, κουνάβια, σκαντζόχοιροι και πουλιά, αετοί [παλαιότερα] γεράκια, κουκουβάγιες και θηράματα για τους κυνηγούς, κοτσύφια, λαγοί, τρυγόνια, τσαλαπετεινοί κλπ.

          Στη παραλία ένα ταβερνάκι, μερικές πρόχειρες καλύβες ψαράδων [η νόστιμη αρχαία αιξωνική τρίγλη, δηλαδή το σημερινό μπαρμπούνι, δεν μπορούσε να μην είχε διασωθεί] και κάποιοι πρώιμοι για τα χρόνια εκείνα παραθεριστές έστηναν τα καλοκαίρια εποχιακά παραπήγματα για τις διακοπές τους. Το μεγαλύτερο μέρος της ακρογιαλιάς  καλυπτόταν από βραχάκια και μόνο το νότιο μέρος [περιοχή σημερινής πλαζ] ήταν αμμώδες. Στη περιοχή υπήρχαν πολλά ρέματα και τέλος οι μικρές εκκλησίες των Αγίων Κωνσταντίνου στη παραλία και Νικολάου στα ενδότερα φάνταζαν μοναχικές και έρημες ανάμεσα στα πεύκα.

          Σε αρκετά σημεία λείψανα αρχαίων μνημείων εξακολουθούσαν να υπάρχουν παρά τη λεηλασία που είχαν υποστεί  από μερικές ξένες αρχαιολογικές και άλλες αποστολές  που δεν είχαν χαρακτήρα επιστημονικής έρευνας  και ανακαλύψεων αλλά αρπαγής των θησαυρών της αρχαίας κληρονομίας. Η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία αδυνατούσε να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς στην ανάδειξη και διάσωση  των μνημείων πολλά από τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Μουσείο του Πειραιά.

          Ο Καραπάνος όμως αφού είχε ως στόχο τη γεωργική εκμετάλλευση [αρχικά] του κτήματος για τον εφοδιασμό της πρωτεύουσας με αγροτικά προϊόντα χρειαζόταν εργάτες στη δούλεψή του. Έπρεπε να κοπούν δένδρα, να ανοιχθούν δρόμοι και πηγάδια, να διαμορφωθούν χώροι για καλλιέργεια, να κτισθούν σπίτια και καλύβια, να οργωθούν αμπέλια, χωράφια και περιβόλια.

          Έτσι πέρα από τους λιγοστούς ντόπιους που πιο πάνω αναφέραμε, τους αυτόχθονες, κατά τη γνώμη μας, οι οποίοι ζούσαν αυτόνομα και αυτοδύναμα στα ενδότερα της περιοχής, ο Καραπάνος έφερε 8  οικογένειες Αρβανιτών από τα γειτονικά χωριά ως επίμορτους  καλλιεργητές [σέμπρους, κολλήγους] στο τσιφλίκι του για να το δουλεύουν [βλ. 39531/24-3-1921 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Μπόσδα, τ. 779, αριθμός 261] και τους έστησε παράγκες σχεδόν στο κέντρο της παραλίας, κοντά και πίσω από τον Άγιο Κωνσταντίνο, παρά τη σημερινή πλατεία των Χωρικών, που έλαβε από αυτούς το όνομά της όπως και η πίσω από αυτήν οδός των Χωρικών, επειδή ήσαν χωριάτες [χωρικοί] σε αντίθεση με τους  εύπορους Αθηναίους παραθεριστές.

          Στο παραπάνω συμβόλαιο σημειώνεται για τους 8 καλλιεργητές-χω-ρικούς ότι ζητούν μόνον γεωργική αποκατάσταση  και μένουν ''... εις θέσιν Πυρναρί, εις ην θέσιν υπάρχει και σήμερον συνοικισμός ... υπάρχουσι σήμερον οικίαι και κατοικίαι αυτών και σταύλοι, αποθήκαι και κοινόν πατητήριον ... κτίριον επιστάτου καλούμενον επιστασία, ...ασβεστοκάμινον ...''  [βλ. και συμβόλαιο 57924/1932 Β. Μπόσδα, τ. 1188, αρ.  449].

 Όλοι οι παραπάνω, αυτόχθονες και χωρικοί, κατά την απογραφή της 18-12-1920, βρέθηκαν 173 [άνδρες 89 και γυναίκες 84] ενώ στη γειτονική Βούλα απογράφηκαν 31 και έτσι η Γλυφάδα αναγνωρίσθηκε ως αυτοτελής οικισμός και υπήχθη στο Δήμο Αθηναίων με το β. δ. της 31-8-1921,ΦΕΚ 244.

          Αυτοί οι 173 κάτοικοι της πρώτης για τη Γλυφάδα απογραφής είναι ένας σημαντικός αριθμός. Συγκροτούν ένα χωριό. Είναι απίθανο να ήρθαν ή να μεταφέρθηκαν για την απογραφή από τη συνιδιοκτησία όλοι αυτοί και ο μεγάλος αριθμός τους πιστοποιεί παλαιότερη των 8 κολλήγων κατοίκηση έστω και από μικρότερο αριθμό αυτοχθόνων που από γενιά σε γενιά αυξανόταν. Είναι αυταπόδεικτο ότι όλοι αυτοί, οι 173, δεν μπορεί να ήσαν από τις 8 οικογένειες των καλλιεργητών. Πόσα μέλη είχε η κάθε οικογένεια των 8 Αρβανιτών; Εικοσιένα; Το να ήσαν νομάδες που ξεχειμώνιαζαν διάσπαρτοι στη περιοχή μάλλον πρέπει να αποκλεισθεί γιατί οι απογραφείς δεν θα ασχολούνταν με αυτούς. Και ύστερα τόσοι πολλοί νομάδες κατέκλυσαν τότε τη Γλυφάδα;

          Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η νεότερη ιστορία της Γλυφάδας ξεκινά όταν ο Καραπάνος εγκαθιστά τις οικογένειες των 8 καλλιεργητών στο κτήμα του το οποίο  βρήκε έρημο και ακατοίκητο. Η θέση αυτή αν και εναρμονίζεται με τη θέση Καραπάνου και της  συνιδιοκτησίας για τη νομική ιστορία και το νομικό καθεστώς της Γλυφάδας δεν φαίνεται πειστική πολύ περισσότερο δε αν εξετάσει ο μελετητής την άποψη του Ελληνικού Δημοσίου για καταπάτηση της έκτασης της Γλυφάδας από τον Καραπάνο στο διάστημα μεταξύ 1894 και 1920.

          Αν και αντικείμενο της παρούσας εργασίας δεν είναι η γέννηση και αρχή της Γλυφάδας ωστόσο επειδή δεν κρίνω ικανοποιητική τη παραπάνω θέση, για αρχή δηλαδή της Γλυφάδας με τους 8  καλλιεργητές, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω κάποιες σκέψεις.

 α] Η Γλυφάδα ως τοπίο έχει πολύ καλές συνθήκες για ανθρώπινη κατοίκηση. Θάλασσα, γλυκύ κλίμα, υπόγεια νερά, πηγάδια, δάσος, γυμνές εκτάσεις για καλλιέργεια και απέραντους βοσκότοπους στο δάσος και τον Υμηττό. Είχε δρόμους για επικοινωνία που διέρχονταν από αυτή, έναν στη παραλία [οδός Φαλήρου-Σουνίου] και άλλον στα ενδότερα [οδός Αθηνών-Βουλιαγμένης] και κατοικείται από  παλαιότατους χρόνους. Μία περιοχή, λοιπόν, που έχει τις προϋποθέσεις κατοίκησης και κατοικείται επί αιώνες δεν εγκαταλείπεται [εύκολα] ούτε εκλείπει από αυτήν η ανθρώπινη παρουσία παρά μόνον σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, σεισμού, πλημμύρας, πυρκαγιάς, φυσικής καταστροφής, αρρώστιας, εμφυλίου πολέμου κλπ που όμως δεν καταγράφονται στην ιστορία της Γλυφάδας. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις αν η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι διαρκής τότε σύντομα θα επανέλθει η ανθρώπινη κατοίκηση.

 β] Στη γειτονιά της Γλυφάδας η ανθρώπινη παρουσία είναι έντονη. Γύρω της υπάρχουν τα χωριά Χασάνι, Τράχωνες, Μπραχάμι, Βούλα, Κορωπί κλπ. Η Γλυφάδα που έχει καλές προϋποθέσεις ανθρώπινης διαβίωσης γιατί να είναι ακατοίκητη; Άλλωστε και στη περιφέρεια της υπήρχαν χωριά [οικισμοί] όπως Καρβελά, Παλιοχώρι, Πυροκαλύβια κλπ.

 γ] Στα παλαιότερα συμβόλαια που επικαλείται η συνιδιοκτησία ως απωτέρους τίτλους της αλλά και σε δικά της, μετέπειτα του 1920, σημειώνονται πύργοι, οικίες, καλύβες, εκκλησίες, πηγάδια, αμπέλια, χωράφια, περιβόλια, καρποφόρα δένδρα, στα οποία και από τα  οποία ζούσαν και δούλευαν άνθρωποι. Σημειώνονται επίσης  τοπωνύμια όπως Παλιά Κονάκια, Μνηματάκια [νεκροταφείο], Παλιοχώρι, Πυροκαλύβια, Καρβελάς, Πυρναρί κλπ τα οποία και αν κάποια από αυτά ταυτίζονται μεταξύ τους εντούτοις αποδεικνύουν παλιά  κατοίκηση σε περισσότερους από έναν οικισμούς [πχ τα Πυροκαλύβια ήσαν πάνω από την οδό [μονοπάτι] Αθηνών-Βουλιαγμένης ενώ το Παλιοχώρι κάτω από αυτήν] και σε διαφορετικές μάλλον περιόδους.

Ένας παλιός Γλυφαδιώτης αν και δεχόταν ότι υπήρχαν αρκετοί παλιοί οικiσμοί-χωριά, ωστόσο υποστήριζε ότι εγκαταλείφθηκαν-ερημώθηκαν επειδή στέρεψαν τα νερά, δηλαδή βυθίστηκαν, έγιναν υπόγεια κάποτε ξαφνικά από άγνωστη αιτία και σε μη γνωστό χρόνο. Αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι ικανοποιητική γιατί υπήρχαν πηγάδια ή μπορούσαν οι κάτοικοι να ανοίξουν νέα αφού υπήρχαν υπόγεια νερά πέραν του ότι είναι γνωστό ότι σε πολλές Ελλαδικές περιοχές ζούσαν οι άνθρωποι και με το βρόχινο νερό που αποταμίευαν στις στέρνες.

 δ] Η απογραφή της 18-12-1920 καταγράφει 173 κατοίκους. Όσο πολυμελείς  και αν ήσαν οι οικογένειες των 8 επίμορτων  αγροτοκαλλιεργητών  για 173 κατοίκους χρειάζονταν πολύ περισσότερες  οικογένειες. Και αυτοί οι επιπλέον των 8 οικογενειών, πρέπει να ήσαν παλαιοί κάτοικοι, αυτόχθονες.

 ε] Αν ο Καραπάνος εισπήδησε στη Γλυφάδα χωρίς κανένα δικαίωμα ή επεξέτεινε [το πιθανότερο] το από την αγορά κτήμα του στη  Γλυφάδα από τα 800-1.000 στρέμματα στα 36.000 στρέμματα, όπως ισχυρίζεται το Δημόσιο και μάλλον έχει δίκιο, τότε η Γλυφάδα όλη ή έστω η μεγαλύτερη έκτασή της ως δάσος κλπ δεν ανήκε σε κανέναν μεγαλοκτηματία και κατά συνέπεια ήταν δυνατή η σε αυτήν διαβίωση λιγοστών βεβαίως οικογενειών βοσκών και γεωργών [πχ Παλιοχώρι κλπ].

 Δηλαδή κατά τη γνώμη μας, η κατοίκηση της Γλυφάδας, έστω και περιορισμένα προϋπήρχε του Καραπάνου και πολλών  δικαιοπαρόχων του και δεν οφείλεται σε αυτόν. Ο Καραπάνος και η  συνιδιοκτησία έδωσαν άλλη δυναμική στη πορεία και τη νεότερη ιστορία της Γλυφάδας.

          Και τι έγιναν οι παλαιοί αυτοί κάτοικοι, οι αυτόχθονες της Γλυφάδας;

          Είναι ασφαλώς μέρος, το μεγαλύτερο μάλιστα, του αριθμού των 173 της απογραφής του 1920 που φυσικά αποκαταστάθηκαν αστικώς και γεωργικώς είτε από τον Καραπάνο είτε από την συνιδιοκτησία. Κερδίζοντας μία τεράστια έκταση 36.000 στρεμμάτων σχεδόν  ανέξοδα [και χωρίς μάλλον να το ξέρει ο δικαιοπάροχος του Καραπάνου] τι πρόβλημα είχαν οι συνιδιοκτήτες να δωρίσουν ή και να πωλήσουν σε ευτελείς τιμές κάποιες εκτάσεις στα ενδότερα και για να  αποφύγουν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων αλλά και να εξευμενίσουν και τη κυβέρνηση μέλος της οποίας κατά καιρούς ήταν και ο Καραπάνος και οι άλλοι συνιδιοκτήτες; Άλλωστε, βλ. κατωτέρω στο κεφάλαιο για τον Βόσπορο, πολλές δωρεές έκαναν για να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα στην αξιοποίηση [οικοπεδοποίηση] της Γλυφάδας. Με τους λιγοστούς, αμόρφωτους και κοινωνικά και πολιτικά αδύναμους, ντόπιους γεωργούς και κυρίως βοσκούς θα δυσκολεύονταν τα πανίσχυρα πολιτικά και οικονομικά αφεντικά της Γλυφάδας;

          Προϊόντος του χρόνου, στους παραπάνω της πλατείας των Χωρικών και των ένδον, προστέθηκαν και μερικοί επαρχιώτες μετανάστες οι οποίοι ανεζήτησαν στη πρωτεύουσα καλλίτερη τύχη και κατέληξαν στη Γλυφάδα.

          Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, που τα καράβια  ξεφόρτωναν τους ξεριζωμένους πρόσφυγες στον Πειραιά μία ομάδα από αυτούς θα κατέλυε στη Γλυφάδα και εκεί στην άκρη του δάσους, κοντά στη παραλία, δίπλα στο ρέμα που κατεβαίνει από το σημερινό γκολφ, παρά την οδό Φαίδρας, θα έστηναν πρόχειρες παράγκες για να ξεκινήσουν μία νέα σκληρή ζωή στη καρδιά της μητέρας πατρίδας. Συνάμα στο νότιο άκρο της παραλίας προς τη Βούλα, πάνω στην άμμο θα λειτουργούσαν τα λουτρά, το κοσμικό θέρετρο της Αθήνας για την υψηλή αθηναϊκή κοινωνία και στην άλλη άκρη της παραλίας, βόρεια προς το ρέμα, όριο με Ελληνικό, Αθηναίοι δικηγόροι και μεγαλοαστοί θα έκτιζαν τις εξοχικές επαύλεις τους στα Δικηγορικά.

          Έτσι αρχίζει η ζωή στη νεότερη ιστορία της Γλυφάδας. Με αυτή τη κοινωνική διαστρωμάτωση των έντονων, ακραίων αντιθέσεων ξεκινά το βηματισμό της δίπλα στη θάλασσα. Αλλά αυτά τα πρώτα βήματα παρακολουθεί και καταγράφει και ο Θωμάς Δρίκος στο έργο του Γλυφάδα, έκδοσης του Δήμου Γλυφάδας, το οποίο εμπλουτίζει με φωτογραφίες εποχής και αρχειακό υλικό.

          Κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά αρκετές μονογραφίες με θέματα κάποιες πτυχές της ιστορίας της Γλυφάδας είδαν το φως της δημοσιότητας [πχ στο περιοδικό Γλυφάδα, ο δικός μας δήμος].

          Μία συνοπτική αλλά εμπεριστατωμένη και παραστατική εξάλλου εικόνα με χάρτη της περιοχής κατά το 1929  έχομε και από τον  αυτόπτη μάρτυρα, γεωγράφο Ιωάννη Σαρρή [βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, Ήλιος, λήμμα Γλυφάδα, τόμος 8ος, σελ. 583-584].

          Η δική μας έρευνα περιορίζεται  σε μία μικρή σχετικά εδαφική γωνία, στη βορειοδυτική πλευρά της Γλυφάδας, που  οριοθετείται δυτικά από τη παραλία, βόρεια από το ρέμα-όριο με Ελληνικό, ανατολικά από την λεωφόρο Βουλιαγμένης και νότια από την οδό Μιαούλη, το γκολφ και τις πλατείες Φλέμιγκ και Βεργωτή και η οποία, γωνία, περιλαμβάνει ή περιελάμβανε τα Δικηγορικά, τον Βόσπορο και τη Νέα Ευρυάλη [βλ. θέση τους σε χάρτη στην αρχή του παρόντος έργου].

          Πριν όμως από όλα αυτά ας ρίξομε μία ματιά στην ευρύτερη περιοχή της Γλυφάδας, δηλαδή την Ευρυάλη και το αρχαίο όνομά της.

 

6. Ευρυάλη

          Το κτήμα της Γλυφάδας με το όμορφο δάσος δίπλα στην ειδυλλιακή ακρογιαλιά η συνιδιοκτησία, όπως είδαμε, σκόπευε να  οικοπεδοποιήσει και πωλήσει. Στόχος της ήταν το κέρδος.

          Ενωρίς πέτυχε ένα τμήμα της παράκτιας ζώνης να ενταχθεί στο σχέδιο με το βδ της 28-4-1922 ''περί εγκρίσεως σχεδίου ρυμοτομίας συνοικισμού Ευρυάλης εις θέσιν Γλυφάδας'', ΦΕΚ 64 Α, 2-5-1922. Είχε προηγηθεί, προφανώς κατόπιν επιμόνων αιτημάτων της συνιδιοκτησίας, η υπ’ αρ. 3276/10-2-1922 πράξη του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Αθηναίων, στον οποίον υπαγόταν η Γλυφάδα, για ένταξη στο σχέδιο τμήματος της πε-ριοχής και η έγκριση  να ιδρυθεί συνοικισμός '' εις θέσιν Γλυφάδα [Πυρ-ναρί] υπό την επωνυμίαν Συνοικισμός Ευρυάλης '', σε έκταση 104 οικοδομικών τετραγώνων στην οποία έκταση κατά το σχεδιάγραμμα που συνόδευε την απόφαση του Δήμου Αθηναίων ορίζονταν οι πλατείες, τα άλση, οι χώροι για σχολεία, κοινοτικό κατάστημα, ναό, αγορά κλπ [''πασών τούτων ευμοιρεί η Γλυφάδα και το περί συνοικισμού αυτής  σχεδιάγραμμα.''] οι οποίοι, κοινόχρηστοι χώροι, περιέρχονταν στο δημόσιο όπως συμφωνήθηκε με το υπ’ αρ. 40300/3-3-1922 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών  Α. Μητζόπουλου.

          Είναι η πρώτη ένταξη στο σχέδιο και η πρώτη γνωστή και επίσημη χρήση του λογίου ονόματος Ευρυάλη.

          Η λέξη Ευρυάλη είναι σύνθετη προερχόμενη από το επίθετο ευρύς [-εία, -ύ], δηλαδή πλατύς και το ουσιαστικό αλς [-ός] που σημαίνει θάλασσα. Δηλαδή το όνομα παραπέμπει στη πλατειά, ανοιχτή θάλασσα [εξού και η επίκληση στον Ευρύαλο Απόλλωνα, θεό της ναυτιλίας, προστάτη των ναυτιλομένων, στον οποίον και  είναι υποταγμένη η ανοιχτή θάλασσα]. Κατά τους γλωσσολόγους το δεύτερο συνθετικό της λέξης Ευρυάλη προ-έρχεται από το άλως [-ω] δηλαδή το αλώνι και επομένως Ευρυάλη είναι το πλατύ αλώνι. [Ας μας επιτραπεί να θεωρήσομε ως πλέον προσιδιάζουσα στη περιοχή τη πρώτη ερμηνεία και λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα και λόγω της προσωνυμίας του Απόλλωνα ως Ευρύαλου. Άλλωστε, φρονούμε, ότι το έδαφος της Γλυφάδας ως δάσος δεν φαίνεται να ήταν  κατάλληλο για εκτεταμένη καλλιέργεια σιτηρών, δεν ήταν δηλαδή  σιτοβολώνας και επιπλέον οι λόγιοι ονοματοδότες της μάλλον τον  Απόλλωνα και τη θάλασσα είχαν κατά νουν όταν ονόμασαν τη περιοχή Ευρυάλη].

          Η Ευρυάλη ήταν α] αμαζόνα, β] γοργόνα και γ] κόρη του Μίνωα που γέννησε από τον Ποσειδώνα τον Ωρίωνα.

          Ο Ευρύαλος ήταν α] αθλητής, β] αργοναύτης, γ] ήρωας των Φαιάκων, δ] Κύκλωπας, ε] μνηστήρας της Πηνελόπης, στ] γιός του Οδυσσέα και της Ευίππης, τον οποίον σκότωσε ο Τηλέμαχος και κατά άλλη παραλλαγή ο ίδιος ο Οδυσσέας. Τον μύθο πραγματεύεται και ο Σοφοκλής στην ομώνυμη τραγωδία του.

          Το τοπωνύμιο Ευρυάλη, με το οποίο μάλλον επιχειρείται  ο  εξοβελισμός του λαϊκού ονόματος  Γλυφάδα, οφείλεται στους συνιδιοκτήτες του κτήματος και τους μορφωμένους παραθεριστές οι οποίοι  προόριζαν και ονειρεύονταν τη περιοχή για τη δημιουργία μίας σύγχρονης λουτρόπολης, ενός εξαίσιου θέρετρου, μίας όμορφης εξοχικής συνοικίας των Αθηναίων, ευπόρων αστών που έπρεπε να έχει ένα ευκλεές όνομα το οποίο θα παρέπεμπε στην αρχαιοελληνική πατρογονική κληρονομία.

          Για τον ίδιο λόγο, λόγια ονόματα της ένδοξης αρχαιότητας,  επιλέχθηκαν και για τις πλατείες και τις οδούς του θέρετρου κατά την ένταξη και επέκταση του σχεδίου, ονόματα συνήθως θηλυκού γένους από το Ελληνικό Πάνθεο πχ πλατείες Αθηνάς, Εσπερίδων, Νηρηίδων, Νυμφών, Μουσών, Χαρίτων και  οδοί Αρτέμιδος, Δικαιοσύνης, Εκάβης, Ελευθερίας, Έλλης, Ελπίδος, Ευτέρπης, Ευίππης, Ήβης, Ηούς, Ήρας, Θελξινόης, Θέμιδος, Θέτιδος, Ισμήνης, Ίριδος, Καλυψούς, Λαοδίκης, Μερόπης, Μενίππης, Μυρτούς, Ναυσικάς, Νίκης, Οινόης, Παλλάδος,  Πανδώρας, Πανόπης, Περσεφόνης, Προνόης, Ρέας, Στοργής, Φαίδρας, Φοίβης, Χρυσηίδος κλπ. [Ωστόσο από αυτά τα ονόματα ελάχιστα σήμερα διασώζονται στη πόλη επειδή αντικαταστάθηκαν από άλλα που επέλεξαν τα νεότερα δημοτικά συμβούλια].

          Με το όνομα Ευρυάλη αρχικά λεγόταν [μάλλον] ο συνοικισμός, η οικιστική περιοχή του κτήματος της Γλυφάδας. Στη συνέχεια η συνιδιοκτησία, οι παραθεριστές που αγόρασαν οικόπεδα και οι δικηγόροι [των Δικηγορικών] επεξέτειναν το τοπωνύμιο Ευρυάλη σε όλο το κτήμα έτσι που να ταυτίζεται με το τοπωνύμιο Γλυφάδα για να το  εξοστρακίσει. Δηλαδή και τα δύο ονόματα αφορούν την ίδια περιοχή. Στα επόμενα του 1922 συμβόλαια, το κτήμα, όλη η περιοχή, σημειώνεται ως Άνω Τράχωνες, Πυρνάρι[-ί, -ή], Γλυφάδα, Ευρυάλη [βλ. πχ. τ. 1175, αρ. 479].

          Η δεύτερη ένταξη περιοχών της Ευρυάλης στο σχέδιο [επέκταση σχε-δίου] έγινε με το π δ της 30-7-1925 , ΦΕΚ 2Ο3 Α, '' περί  εγκρίσεως σχεδίου επεκτάσεως συνοικισμού Ευρυάλης'', με εμπορικό και θερινό τμήμα. Για το θερινό καθορίζονταν αυστηροί όροι δόμησης που απέβλεπαν φυσικά στη δημιουργία ενός ωραίου εξοχικού προαστίου. Έτσι επιβαλλόταν προκήπιο 6 μέτρων [άρθρο 2], στις τυχόν συνεχόμενες ανά δύο οικοδομές η εξωτερική αρχιτεκτονική εμφάνιση έπρεπε να παρουσιάζει αρμονικό αρχιτεκτονικό ενιαίο σύνολο [άρθρο 2], κάλυψη στο 1/3 του οικοπέδου [άρθρο 3], στο προκήπιο και στον ακάλυπτο ο ιδιοκτήτης να ιδρύει και συντηρεί διακοσμητικό κήπο σε καλή κατάσταση [άρθρο 4], στις όψεις των οικοδομών επιτρεπόταν [και εμμέσως υποδεικνυόταν] η κατασκευή  διακοσμητικών προπυλαίων, καλλιτεχνικών κλιμάκων, ανοικτών και κλειστών εξωστών καθώς και αρχιτεκτονικών εξοχών [κορωνίδων, γείσων, διαζωμάτων και παραστάδων, άρθρο 7], λαμβανόταν πρόνοια για υγιεινό φωτισμό και αερισμό των δωματίων [άρθρο 9], των υπογείων [άρθρο 10], των αποχωρητηρίων [άρθρο 11], των βόθρων [άρθρο 12], ότι τα υλικά, η σύνθεση, δόμηση και στερεότητα του έργου έπρεπε να είναι σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης [άρθρο 13], ρητώς σημειωνόταν ότι ''... αι  οικοδομαί  δέον να παρουσιάζωσιν αρμονικήν αρχιτεκτονικήν εμφάνισιν εξοχικού τύπου, απαγορευομένων των αντιαισθητικής μορφής κτιρίων ...'' [άρθρο 14], ότι οι οδοί, οι πλατείες, άλση, ναοί, σχολικά, δημοτικά και δημόσια κτίρια θα ανήκουν στο δημόσιο [άρθρο 19] και ''η δενδροφύτευσις των οδών και πλατειών και αλσών και η συντήρησις των φυτειών είναι υποχρεωτική συμφώνως προς τας οδηγίας ας θέλει χορηγεί η αρμοδία υπηρεσία'' [άρθρο 24].

          Με το π δ της 16-2-1925 ΦΕΚ 281 Α, η Γλυφάδα προσαρτήθηκε στη κοινότητα Μπραχαμίου [''οποία οδύνη και καταισχύνη, εν ευκλεές  και περίβλεπτον προάστιον ως η Ευρύαλος να υπάγηται εις το Βραχάμιον''] αλλά ενωρίς με το π δ της 25-11-1926, ΦΕΚ 424 Α, αναγνωρίσθηκε σε κοινότητα. Έτσι οι ίδιοι οι κάτοικοι αναλάμβαναν τη φροντίδα της περιοχής τους.

 

7.    Οικισμός  Δικηγόρων                                      

          Τα οικόπεδα της παραλίας, όπως έχει σημειωθεί, προορίζονταν για τους πλούσιους Αθηναίους που διέθεταν οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μεγάλα οικόπεδα, δίπλα στη θάλασσα και να κτίσουν ωραίες επαύλεις ενώ συνάμα με το κύρος τους θα λειτουργούσαν και διαφημιστικά για τη προσέλκυση και άλλων αγοραστών υψηλών εισοδημάτων.

          Έτσι η συνιδιοκτησία απευθύνθηκε στα εύπορα κοινωνικά στρώματα της πρωτεύουσας, σε επώνυμους παραθεριστές, σε επιστημονικά σωματεία δικηγόρων, γιατρών, σε συλλόγους κλπ.

          Οι δικηγόροι, επιστήμονες με υψηλό  κύρος και οικονομική δύναμη κατά την εποχή εκείνη, ανταποκρίθηκαν στη πρόσκληση [ενώ αντίθετα οι γιατροί δεν έδειξαν ανάλογο ενδιαφέρον καίτοι ένας των  συνιδιοκτητών, ο Βάος, ήταν γιατρός].

          Ο Ιωάννης Ζέπος, μέλος της συνιδιοκτησίας, φαίνεται ότι ήταν  ιδιαίτερα πειστικός, Ήταν επώνυμος δικηγόρος, έγκριτος νομικός με  δημοσιεύσεις μελετών του σε νομικά περιοδικά. [Ο γιός του,  Παναγιώτης, διετέλεσε καθηγητής του αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και [μας] δίδασκε, στη Νομική, γενικό ενοχικό στους  δευτεροετείς [1970-71] και ειδικό στους τεταρτοετείς  [1972-73].

          Ο Ιωάννης Ζέπος, λοιπόν, ενημέρωσε τους συναδέλφους του ενωρίς, τους περιέγραψε τη περιοχή, τους κάλεσε  σε αυτήν, την περιήλθαν όσοι από αυτούς δεν την γνώριζαν ως παραθεριστές και κίνησε το ενδιαφέρον τους για την αγορά οικοπέδων στη παραλία της  Ευρυάλης.

          Οι Αθηναίοι δικηγόροι συζήτησαν ασφαλώς μεταξύ τους τη πρόταση Ζέπου και αρκετοί από αυτούς αποφάσισαν να ανταποκριθούν στη πρόσκληση. Ξεκίνησαν, λοιπόν, τις διαδικασίες ίδρυσης οικοδομικού συνεταιρισμού. Ο σκοπός τους ήταν προφανής. Θεωρούσαν ότι από κοινού ενεργούντες, υπό την αιγίδα συνεταιρισμού, θα αγόραζαν μεγάλες εκτάσεις σε καλές τιμές και οργανωμένα πλέον με τη βοήθεια αρχιτεκτονικών μελετητικών γραφείων αλλά και εργολάβων-κατασκευαστών και καλλίτερες κατοικίες θα κατασκεύαζαν αλλά και χαμηλότερο κόστος εργασίας και υλικών θα πετύχαιναν. Εξάλλου η απόσταση της Γλυφάδας από το κέντρο της Αθήνας όπου τα δικηγορικά γραφεία αλλά και η δικηγορική δραστηριότητα δεν επέτρεπε στους δικηγόρους να ασχοληθούν με την οικοδομή για την οποία άλλωστε δεν θα είχαν και τη πρέπουσα εμπειρία. Τι καλύτερο λοιπόν το έργο αυτό να το αναλάβει ο συνεταιρισμός τους ο οποίος θα προσλάμβανε και το αναγκαίο προσωπικό και  επιβλέποντες μηχανικούς;

          Οι δικηγόροι επιθυμούσαν να δημιουργήσουν έναν ωραίο εξοχικό συνοικισμό ‘’… δοθέντος ότι η οικονομική και ηθική αξία του όλου δικηγορικού συνεταιρισμού και επομένως και των καθ΄ έκάστην οικιών έγκειται εις τον ομοιογενή αυτών χαρακτήρα, την άνετον και υγιεινήν διαμονήν, τον αερισμόν, την θέαν της θαλάσσης και της πέριξ δασώδους περιοχής…’’ [βλ. τ. 926,αρ. 133].

          Ωστόσο οι δικηγόροι δεν ανέμεναν την έγκριση του συνεταιρισμού αλλά προχώρησαν γρήγορα σε αγορές οικοπέδων και  έκτασης ορίζοντες ατύπως εκπροσώπους τους ‘’…οι οποίοι κατά το σύστημα της εμμέσου ή ατελούς αντιπροσωπείας ιδίω μεν ονόματι δια  λογαριασμόν όμως εαυτών και άλλων συναδέλφων των  οίτινες κατόπιν απετέλεσαν και ίδρυσαν συνεταιρισμόν…’’ [βλ. 11387/23-6-1922 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθ. Γαρταγάνη, όπως σημειώνεται σε συμβόλαιο μεταγραμμένο στο τ. 824, αρ. 86] και αγόρασαν με χρήματα του υπό σύσταση  συνεταιρισμού έκταση 23.440 τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων αντί 105.480 δρχ. μεταξύ των οδών Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης και οδού Βουλιαγμένης [η οποία τότε ήταν μονοπάτι]. Μάλλον είναι η πρώτη αγορά [23 Ιουνίου 1922] από μέλη του υπό ίδρυση και άρα μη λειτουργούντος εισέτι οικοδομικού συνεταιρισμού.

          Αλλά και άλλα τμήματα στην ίδια περιοχή αγόρασαν οι δικηγόροι ‘’…ιδίω μεν ονόματι, δια λογαριασμόν όμως και δια χρημάτων των συνεταίρων εν Γλυφάδι, παρά των πωλητών-συνιδιοκτητών Γλυφάδος …’’ [τ. 926, αρ. 133 και τ. 975, αρ. 463].

          Φυσικά οι εκτάσεις που αγόραζαν οι δικηγόροι είχαν ενταχθεί στο σχέδιο πόλης με το β. δ. της 28-4-1922, ΦΕΚ 64 Α, [βλ. συμβόλαιο που έχει μεταγραφεί στο τόμο 824 με αριθμό 86 όπου σαφώς ορίζεται ότι η υπό αγοραπωλησία έκταση είναι εντός σχεδίου].

          Έτσι από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δικηγόροι δεν βράδυναν για την αγορά οικοπέδων. Στις 2-5-1922, ΦΕΚ  64 Α, δημοσιεύθηκε το διάταγμα ένταξης στο σχέδιο πόλης. Πριν περάσουν δύο μήνες [στις 23-6-1922] έγιναν οι πρώτες αγορές. Άρα οι διαβουλεύσεις για τις αγοραπωλησίες είχαν ξεκινήσει προ πολλού και απλώς ανέμεναν την ένταξη στο σχέδιο πόλης της περιοχής για να υπογράψουν τις  συμβολαιογραφικές πράξεις αγοραπωλησίας [και μάλλον και υπό τη πίεση των δικηγόρων-παραθε-ριστών και υποψηφίων αγοραστών εντάχθηκε και η περιοχή στο σχέδιο].

          Ο συνεταιρισμός νομιμοποιήθηκε  ένα έτος μετά τις πρώτες αγορές. Με την υπ’ αρ. 36248/16-7-1923 πράξη του επί της Εθνικής Οικονομίας υπουργού εγκρίθηκε  το καταστατικό  του συνεταιρισμού υπό την επωνυμία  ‘’ Οικοδομικός και Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Θέμις Σ.Π.Ε.’’

          Η Θέμις ήταν θεά της δικαιοσύνης, η προσωποποίηση της  δικαιοσύνης. Ήταν θεά του νόμου και της τάξης, της ηθικής και της φυσικής τάξης, προστάτιδα του δικαίου που ίσχυε. Ήταν τιτανίδα που  συμμάχησε με τον Δία και έγινε σύζυγός του. Από την ένωσή τους  απέκτησαν παιδιά, τη Δίκη, την Ευνομία και την Ειρήνη καθώς και τις Μοίρες [Κλωθώ, Λάχεσις και ΄Ατροπος] που αναλάμβαναν να μοιράζουν στους ανθρώπους τα καλά και τα κακά. Η λέξη Θέμις προέρχεται από το ρήμα τίθημι [όπως και ο θεσμός-τεθμός] και σημαίνει το τεθειμένο, το ορισμένο, το ισχύον δίκαιο, αυτό που έχει τεθεί κατά συνήθεια ή κατά έθος από εξάνθρωπη βούληση, δηλαδή το θείο.

          Ο συνεταιρισμός ‘’… συνεστήθη δι’ αγοράν οικοπέδων και οικοδόμησιν επ’ αυτών οικιών …’’ [τ. 824,αρ. 86], ‘’ … ιδρυθείς κυρίως δια την απόκτησιν δια λογαριασμόν των εαυτού μελών και συνεταίρων αγοράν οικοπέδων και οικοδόμησιν επ’ αυτών οικιών αναλόγων την έκτασιν και αξίαν προς τας ιδιαιτέρας εντολάς και τα καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά υφ’ εκάστου των συνεταίρων …’’ [τ. 926, αρ. 133, τ. 975, αρ. 463. Ονόματα μελών Θέμιδας βλ. τ. 913, αρ. 174,175,176,177 και επόμενα].

          Αμέσως μετά την έγκριση του καταστατικού της [16-7-1923] η Θέμις, πλέον ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, προχώρησε σε αγορές οικοπέδων. [ Από τη μερίδα της, ΡΟΒ-103455 στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών, πληροφορούμεθα ότι στις 19-7-1923 γίνονται οι πρώτες  αγορές με τα υπ΄ αρ. 75456,75457 και 75458/19-7-1923 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Οικονομόπουλου, τ. 817, αρ. 397,398 και 399. Η Θέμις απεφάσισε να αγοράσει κατ’ αρχήν έκταση 14.490 τετρ, τεκτ. πήχεων στο 14ο οικοδομικό τετράγωνο που συνορεύει με ρέμα, οδός Ισμήνης και Μενίππης, αντί 65.205 δρχ. [4,80 δρχ ο πήχυς] στο κτήμα Γλυφάδας-Πυρναρί-Ευρυάλης. Τα άλλα δύο συμβόλαια δεν κατέστη δυνατό να τα διαβάσομε].

          Στις 22-12-1923 πέντε δικηγόροι, μέλη της Θέμιδας, που είχαν αγοράσει από τη συνιδιοκτησία με το 11387/23-6-1922 συμβόλαιο του Ρ. Γαρταγάνη κατά το σύστημα της εμμέσου ή ατελούς  αντιπροσωπείας ιδίω μεν ονόματι αλλά δια λογαριασμόν και χρημάτων άλλων συναδέλφων τους μεταβίβασαν στη Θέμιδα [31792/22-12-1923 του Κ. Ρούσσου, τ. 824, αρ. 86] την έκταση που είχαν αγοράσει, δηλαδή οικόπεδο 23.440 τετρ. τεκτ. πήχεων. Την ίδια ημερομηνία [22-12-1923] η Θέμις με το 78898 του Ι.  Οικονομόπουλου [τ. 824, αρ. 213] αγόρασε από τον Καραπάνο  έκταση 23.450 τετρ.τεκτ. πήχεων προς 4 δρχ. τον πήχυ [93.800 δρχ] η οποία συνορεύει ανατολικομεσημβρινώς με οδό Ισμήνης, μεσημβρινοδυτικώς με οδό Καλυψούς, βορειοανατολικώς με οδό Καλλιρρόης και βορειοδυτικώς με ρέμα.

          Με τα υπ’ αρ. 89441 και 89442/16-4-1925 συμβόλαια [τ. 852, αρ 129  και τ. 853 με αρ. 271, όπου και ονόματα συνεταίρων], αγόρασε ο δικηγορικός συνεταιρισμός από τη συνιδιοκτησία μέσα στο χώρο που ‘’αποτελεί το θερινό συνοικισμό της Γλυφάδας…έκταση 17.422 τετρ. τεκτ. πήχεων με σύνορα ΒΑ με γαίας, ΒΔ με οδό Ισμήνης, ΝΔ με οδό Γαλήνης και ΝΑ με οδό Περσεφόνης’’, αντί 69.688 συν 69.688 δρχ. [0,50 δρχ. ο πήχυς]. Προηγήθηκαν [τ. 851, αρ. 185] και  ακολούθησαν [τ. 856, αρ. 297] αγορές  μικρών οικοπέδων καθώς και ανταλλαγές [τ. 876 και 905, αρ. 36 και 224 αντίστοιχα] αλλά ουσιαστικά τον Απρίλιο του 1925 η Θέμις είχε ολοκληρώσει τις αγορές της στη περιοχή της Ευρυάλης.

          Όμως και ατομικώς [για λογαριασμό τους και εξ ιδίων χρημάτων] ορισμένοι δικηγόροι αγόρασαν οικόπεδα στη περιοχή ενδιαφέροντος του δικηγορικού συνεταιρισμού [βλ. πχ συμβόλαιο 44782/5-10-1923 του συμβολαιογράφου Αθηνών Αρ. Μητζόπουλου, τ. 820, αρ 312]. Ωστόσο όλα τα οικόπεδα τα οποία είχαν αγορασθεί από τους  δικηγόρους ατομικώς είτε για αυτούς είτε για λογαριασμό και των  συναδέλφων τους επικειμένης της ίδρυσης του συνεταιρισμού, μετά τη νομιμοποίηση  και λειτουργία του οικοδομικού τους συνεταιρισμού μεταβιβάστηκαν στον συνεταιρισμό και υπήχθησαν σε αυτόν είτε επειδή αγοράσθηκαν για αυτόν [συνεταιρισμό] είτε ως εισφορά για την απόκτηση εταιρικής μερίδας [βλ. λχ για εταιρική εισφορά τ. 839, αρ. 109, συμβόλαιο 84421/1-10-1924 του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου]. Και ο ίδιος ο Ι. Ζέπος μεταβίβασε στη Θέμιδα, μέλος της οποίας ήταν, ως εταιρική εισφορά [αντί 5.000 δρχ] οικόπεδο έκτασης 1.569 τετρ. τεκτ. πήχεων [84420/1-10-1924, συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομόπουλου, τ. 839, αρ. 108].

          Έτσι ο οικοδομικός συνεταιρισμός Θέμις ήλεγχε μία σημαντική έκταση στην Ευρυάλη που όριζαν βόρεια το ρέμα-όριο με Ελληνικό, δυτικά η θάλασσα, νότια το ρέμα της οδού Προνόης και μετά από αυτό το δάσος και ανατολικά γαίες, δασώδεις εκτάσεις δηλαδή της συνιδιοκτησίας.

          Μετά την απόκτηση της εδαφικής έκτασης, ο δικηγορικός  συνεταιρισμός από τις εισφορές των μελών του αλλά και από το δάνειο των 9.500.000 δρχ. το οποίο έλαβε από την Εθνική Τράπεζα με 4 υποθήκες όλων των οικοπέδων του [βλ. ΩΜΕ 82237 και σημείωση στο τ. 1017, αρ. 402] ανέλαβε και τη κατασκευή των επαύλεων.

          Η ανάληψη και του όλου έργου της κατασκευής από τη Θέμιδα δεν ήταν τυχαία. Οι εμπνευστές της ιδέας αγοράς οικοπέδων και οικοδόμησης σε αυτά, δηλαδή οι δικηγόροι-μέλη της Θέμιδας, για την αναψυχή τους, ήθελαν να δημιουργήσουν ένα θερινό συνοικισμό πρότυπο, με κτίσματα υψηλών προδιαγραφών από αρχιτεκτονική και αισθητική άποψη, με καλή ρυμοτομία και όρους ανέγερσης αυστηρότερους και από εκείνους που όριζε το σχέδιο πόλης του θερινού [εξοχικού] τμήματος της Γλυφάδας. Με το συντονισμό και την εποπτεία της δράσης ο δικηγορικός συνεταιρισμός όρισε τις προδιαγραφές των οικοδομημάτων και επέτυχε τον έλεγχο της κατασκευής τους τόσο ως προς την αντοχή όσο και το πλέον σημαντικό ως προς την αισθητική και αρχιτεκτονική όχι μόνον των κτισμάτων αλλά και του περιβάλλοντος χώρου. Και έτσι έγινε. Με τη Θέμιδα να κρατά στα χέρια της το έργο.

  Υπολογίζομε ότι το έργο ξεκίνησε περί το 1925. Όλη η περιοχή μετατράπηκε σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Δένδρα και θάμνοι  αναγκαστικά κόπηκαν και δρόμοι στρώθηκαν. Ανοίχθηκαν λατομεία εκεί κοντά για χαλίκι, ασβεστοκάμινα για ασβέστη και πηγάδια για νερό [τα υπόγεια νερά αφθονούν]. Οι εργάτες προέρχονταν από την Αθήνα, το Μπραχάμι, το Χασάνι και από τους πρόσφυγες της Γλυφάδας, των Σουρμένων και του Χασανίου. Άμμο θαλάσσης έπαιρναν από τη παραλία ή έφερναν με τα κάρα ή με τα πλεούμενα από άλλες περιοχές λαθραία. [Λευκή άμμος δεν υπήρχε τότε]. Με τις βάρκες και τα καραβάκια από τη θάλασσα και τα όποια αμάξια και κάρα από στεριά [και τους καρόδρομους] έφερναν και τα άλλα υλικά [σίδερα, τσιμέντα, κεραμίδια, πλακάκια κλπ].

 Και έτσι προχωρούσε το έργο. Και κατά διαστήματα, στις αρχές, κατηφόριζαν για να δουν τη πρόοδο των εργασιών και οι δικηγόροι με τις οικογένειές και τους φίλους τους συνθέτοντας ένα άλλο σκηνικό.

          Τα σπίτια κτίζονταν με πέτρες ή μπετόν [-αρμέ] [τ. 1092, αρ. 378]. Είχαν τσιμεντόπλακα ανά όροφο και στέγη από κεραμίδια [συνήθως] ή τσιμεντένια πλάκα. Ήταν  κατά κανόνα διώροφα με υπόγειο, διέθεταν βοηθητικούς χώρους, χώρους υγιεινής και δωμάτιο υπηρεσίας. Ήταν ηλιόλουστα και ευάερα, γερά κτίρια και ωραία με αρχιτεκτονικά στοιχεία, πλούσιο διάκοσμο, νεοκλασσικής κατά κανόνα αρχιτεκτονικής [ή σε αντιγραφή της αρχαίας]. Διέθεταν κήπο, ενίοτε με αναβαθμίδες και δένδρα. Είχαν  μανδρότοιχο χαμηλό με κάγκελα. Κάθε  οικία διέθετε εγκατάσταση φωτισμού [τ. 1024, αρ. 233 έτους 1933] και ηλεκτρικό ρεύμα. Υπήρχε σε κάθε σπίτι επίσης πηγάδι και η άντληση γινόταν είτε δια μαγγάνου είτε δια αναρροφητικής αντλίας και ανεμόμυλου-πτερωτής [τ. 1248, αρ. 380, που και σήμερα διασώζονται και πιστοποιούν τον τρόπο άντλησης αυτών των πηγαδιών]. Για τους κήπους [και ήσαν μεγάλοι οι κήποι των Δικηγορικών] χρειάζονταν αρκετό χώμα αφού η περιοχή τους δεν ήταν και πλούσια σε χώμα αλλά αντίθετα ήταν πετρώδης,  διάφοροι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά και πρόσφυγες ως εργάτες ή κηπουροί έγδερναν κυριολεκτικά το έδαφος από τις γειτονικές δασώδεις περιοχές ανατολικά των εργοταξίων [δηλαδή από το σημερινό γκολφ, τη σημερινή Νέα Ευρυάλη και τη περιοχή που αργότερα κτίσθηκε ο Βόσπορος] για να μαζέψουν χώμα και να το πωλήσουν μεταφέροντάς το κυρίως με τα κάρα ή και τα γαϊδούριά τους. Έτσι ουσιαστικά εμπλουτίστηκε το έδαφος των κήπων. Και επειδή έκλεβαν το χώμα οι πωλητές του είχαν δημιουργηθεί πάμπολλα επεισόδια και με τους φύλακες της συνιδιοκτησίας που φρουρούσαν τη περιοχή αλλά και μεταξύ των εργατών –κλεπτών του χώματος για το ποίος θα πάρει το περισσότερο ή θα ελέγχει μεγαλύτερη έκταση για να παίρνει το χώμα της.

          Στους κήπους [με αναβαθμίδες ή χωρίς] φύτεψαν αρκετά δένδρα και θάμνους και φρόντισαν επίσης να φυτέψουν δένδρα και στα  πεζοδρόμια. Για το πράσινο επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δασώδης ήταν η περιοχή τους, μέσα στα δένδρα ήθελαν να ‘’πνίγονται’’ τα εξοχικά τους. Και το επέτυχαν. Υποχρεώθηκαν για τις οικοδομές και τους δρόμους να κόψουν δένδρα και θάμνους αλλά σαν τέλειωσαν τα έργα φύτεψαν πάρα πολλά. Ο συνοικισμός έγινε καταπράσινος.

          Και οι ονομασίες των οδών παρέπεμπαν στην αρχαιοελληνική φιλολογία. Ισμήνης [η σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως], Γαλήνης, Θέμιδος, Περσεφόνης, Μενίππης, Καλλιρρόης, Καλυψούς, Δικαιοσύνης, Θελξινόης, Αμφιτρίτης κλπ [βλ. συμβόλαια αγοράς σε τόμους και αριθμούς μεταγραφής που σημειώνονται στο παρόν κεφάλαιο].

Στο πρώτο εξάμηνο του 1928 η Θέμις είχε ήδη αποπερατώσει ‘’ περί τας 76 οικίας αίτινες απετέλεσαν τον εν Γλυφάδι γνωστόν συνοικισμόν των Δικηγόρων και αι οποίαι προορίζονται δια τους Συνεταίρους …΄Ηδη περατωθέντος του εν λόγω συνοικισμού …’’ [τ. 926, αρ. 130, 135, τ. 927, αρ. 97]. ‘’… Μετά το σχεδιάγραμμα της 2-5-1922 … επωλήθησαν υπερεκατόν άλλα οικόπεδα εις διαφόρους δικηγόρους οι οποίοι ανήγειραν 80 αρίστους οικοδομάς’’ [εφημερίδα Ακρόπολις κατά Ιούλιο 1929]. Κατόπιν αυτού, της ανέγερσης δηλαδή αρκετών εξοχικών, η Θέμις προχώρησε σε μεταβιβάσεις προς τα μέλη της. Στις 8 Ιουνίου 1928 έγιναν οι πρώτες μεταβιβάσεις [τ. 913, αρ. 174,175,176,177,178, 179,180 και 181]. Όμως αυτές οι μεταβιβάσεις δεν ήσαν όπως οι συνήθεις. Πέραν των αυστηρών προδιαγραφών ανοικοδόμησης που έθετε το π δ ‘’περί εγκρίσεως επεκτάσεως του συνοικισμού Ευρυάλης’’ στο εξοχικό τμήμα, η Θέμις επειδή απέβλεπε στη δημιουργία ενός ωραίου προαστίου υποχρέωνε τα μέλη της-αγοραστές των [οικοπέδων και των] οικιών ‘’να μην ανεγείρουν εντός … του οικοπέδου νέας οικοδομάς ή κτίσματα, αποκλείοντα την θέαν των πέριξ εις ακτίνα διακοσίων μέτρων κειμένων οικιών … συνιστάται δηλονότι  πραγματική δουλεία … υπέρ των πέριξ οικιών του συνεταιρισμού’’ [τ. 927, αρ. 97]. Συνάμα ‘’ο αγοραστής υποχρεούται να συμμορφωθή προς τας μέχρι τούδε αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεταιρισμού τας αφορώσας το ύψος των οικοδομών, τον περιορισμόν της οικοδομήσεως εν τη περιοχή αυτών βοηθητικών οικημάτων παρακωλυόντων την θέαν των γειτόνων και άλλα μέτρα συναφή  σκοπούντα την κοινήν ωφέλειαν και την διατήρησιν της μορφής του συνοικισμού ως εξοχικού τοιούτου ως και την προστασίαν της αισθητικής αυτού εμφανίσεως’’ [τ. 975, αρ. 463]. ‘’Οι ως άνω περιορισμοί δεν ισχύουν α] μετά εικοσαετίαν και β] προκειμένου περί φυτεύσεως δένδρων το ύψος των οποίων οσονδήποτε κιάν είναι δεν θεωρείται αποκλείον την θέαν’’ [τ. 926, αρ.133]. Τρίτοι μη μέλη του συνεταιρισμού που τυχόν αγόραζαν οικίες ήταν υποχρεωμένοι πέραν των ανωτέρω να διαφυλάξουν την αρχιτεκτονική των κτιρίων [τ. 993, αρ. 255 έτους 1932].

          Και οι μεταβιβάσεις συνεχίσθηκαν ενώ συνεχίσθηκαν και οι ανεγέρσεις οικοδομών. Το 1931 είχαν τελειώσει οι οικοδομικές εργασίες και το 1932 οι μεταβιβάσεις είχαν ολοκληρωθεί. Κάποιες μεταβιβάσεις που έγιναν βραδύτερα, ακόμη και μεταπολεμικά, αφορούσαν  εκκρεμότητες του συνεταιρισμού προς κληρονόμους κυρίως μελών του λόγω θανάτων κάποιων δικηγόρων.

          Όμως η Θέμις, ‘’φρονίμως ποιούσα’’, πώλησε οικίες και προς τρίτους, μη μέλη της, ενδιαφερομένους για τον οικισμό της από τον χώρο των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, των μεγαλεμπόρων κλπ  [πχ τ. 975, αρ. 463, τ. 993, αρ. 255, στις 29-2-1932] στους οποίους ωστόσο επέβαλε τους ιδίους περιορισμούς όπως και στα μέλη της και τους κληρονόμους τους για τη διατήρηση της μορφής των κτισμάτων και του περιβάλλοντος. [‘’αναλαμβάνει την υποχρέωσιν τόσον αυτός όσον και οι διάδοχοι αυτού να μην ανεγείρουν εντός του οικοπέδου νέας οικοδομάς ή κτίσματα αποκλείοντα την θέαν των πέριξ εις ακτίνα διακοσίων μέτρων’’ τ. 926, αρ.133].

          Υπολογίζομε  με βάση τις σημειούμενες στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών μεταγραφές ότι η Θέμις ως το 1932 είχε πραγματοποιήσει περί τις 110 μεταβιβάσεις ακινήτων. [Προϊόντος του χρόνου και ως τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο πιθανόν να ανεγέρθησαν και κάποιες άλλες κατοικίες και να διαχωρίσθηκαν μερικές έτσι ώστε συνολικά να ανήλθαν κατά το 1940 στις 120-125 κατοικίες].

          Αν και συντονιστής του έργου ήταν ένας, δηλαδή η Θέμις, ωστόσο τα οικήματα δεν ήσαν ομοιόμορφα, δεν ήσαν ίδια, δεν υπάκουαν σε μία λογική στρατιωτικής ομοιότητας. Όπως ήσαν άνισα τα οικόπεδα [μεταξύ 500 και 1000 τ. μ.] έτσι και οι οικίες δεν ήσαν ίσες και συνάμα δεν είχαν την ίδια εξωτερική όψη. Συναγωνίζονταν αντίθετα μεταξύ τους με τη διαφορετική αρχιτεκτονική τους μορφή για μία καλλίτερη αισθητική εμφάνιση. Νεοκλασσικά κτίρια με πλούσια διακοσμητικά και καλλιτεχνικά στοιχεία που παρέπεμπαν στη λαμπρή αρχαιοελληνική κληρονομία [προπύλαια, κλίμακες, εξώστες, αετώματα, γείσοι, διαζώματα, κορωνίδες, παραστάδες κλπ] σε μεγάλα οικόπεδα, με πλούσιο πράσινο, ανάμεσα σε ευρείς δρόμους σε μία περιοχή που νανούριζε το κύμα, κελαηδούσαν τα πουλιά στα πεύκα και αγνάντευε ο Υμηττός, ήσαν πραγματικά αρχοντικά που καθιστούσαν τον οικισμό περίβλεπτο προάστιο της Αθήνας, αληθινά ζηλευτό κόσμημά της.‘’Εις αυτάς κυρίως [σ.σ. τας οικίας] που είναι γνωσταί σήμερον με το όνομα ‘’ Δικηγορικά’’ οφείλεται η αίγλη και η ανάπτυξις της Γλυφάδος’’, [εφημερίδα Ακρόπολις κατά Ιούλιο του 1929].

          Ο οικισμός ονομάσθηκε Δικηγορικά επειδή η Θέμις, συνεταιρισμός των δικηγόρων, αγόρασε και οικοδόμησε τη περιοχή για τα μέλη της και δικηγόροι κατά το πλείστον ήσαν οι ιδιοκτήτες των οικιών τις οποίες θα χρησιμοποιούσαν ως εξοχικές κατοικίες τους. [Δικηγορικά υπάρχουν και στη Βούλα αλλά η ιστορία τους δεν απετέλεσε αντικείμενο της παρούσας εργασίας].

          Ο δικηγορικός οικισμός, πλάι στην ακρογιαλιά, διασχιζόμενος από την οδό Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης, εκτείνεται από το ρέμα που χωρίζει τη Γλυφάδα με το Ελληνικό [σημερινή οδό Ευρυάλης] ως τις πλατείες Βεργωτή, Φλέμινγκ και την οδό Προνόης. Νότια των Δικηγορικών [προς το κέντρο της Γλυφάδας] απλωνόταν το δάσος διασχιζόμενο από ρέματα. Με τη πάροδο του χρόνου κτίσθηκαν και εκεί ως τον Άγιο Κωνσταντίνο σποραδικά και μερικές κατοικίες εξαιρετικής αρχιτεκτονικής έτσι που να δίνουν την εντύπωση συνέχειας των Δικηγορικών ως να αποτελούν έναν ενιαίο οικισμό. [Εκεί αγόρασε οικόπεδο αργότερα και ο Αριστοτέλης Ωνάσης και στον παραλιακό δρόμο υπάρχει η προτομή του]. Σε αυτή τη περιοχή δηλαδή μεταξύ Δικηγορικών και Αγίου Κωνσταντίνου θα κτιζόταν ο συνοικισμός Κυψέλη ενώ νοτιανατολικά του άλσους [σημερινού γκόλφ] ο συνοικισμός των ιατρών αν και τα μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών δεν φαίνεται να έδειξαν ενδιαφέρον για τη περιοχή.

          Όπως μας πληροφορεί ο Ιωάννης Σαρρής [εγκυκλοπαίδεια ΄Ηλιος] η Γλυφάδα είχε διαιρεθεί [σχέδιο Εbhrard] σε 8 συνοικισμούς. Δικηγόρων ή Ευρυάλης, Κυψέλης, Αιξωνέων, Ιατρών, Παραθεριστών, Σμύρνης, Αγίου Νικολάου και Πυρναρής. Δηλαδή  ο οικισμός των Δικηγόρων λεγόταν κατά Σαρρή και Ευρυάλη.

          Είναι φανερό ότι εκτός της συνιδιοκτησίας και των λογίων  παραθεριστών και οι δικηγόροι [αρχικώς ως παραθεριστές] επεδίωξαν η Γλυφάδα να ονομασθεί Ευρυάλη, να έχει δηλαδή ένα αρχαιοελληνικό όνομα που κατά τη γνώμη τους θα ταίριαζε [και θα έδινε αίγλη] στο ωραίο προάστιο που οραματίσθηκαν και δημιουργούσαν. Για αυτό και η απόφαση του δήμου Αθηναίων και η πρώτη ένταξη στο σχέδιο του 1922 και η επέκταση του 1925 σημειώνουν ‘’Συνοικισμός Ευρυάλη’’. Κατά συνέπεια τα Δικηγορικά ήταν μέρος του συνοικισμού Ευρυάλης και δεν ήταν μόνον αυτά η Ευρυάλη. Όμως οι αυτόχθονες,  γεωργοί και κτηνοτρόφοι, οι χωρικοί της  πλατείας Χωρικών και οι πρόσφυγες που εκείνη την εποχή τουλάχιστον δεν ενδιαφέρονταν για αρχαιοελληνικά ονόματα και μεγαλεία αλλά για τον επιούσιο άρτο και μάλλον δεν γνώριζαν που παραπέμπει η λέξη Ευρυάλη και τη περιοχή τους την έλεγαν και τη καταλάβαιναν ως Γλυφάδα, λόγω του γλυφού νερού των πηγαδιών της, περιόριζαν το λόγιο όνομα Ευρυάλη μόνον στον οικισμό των δικηγόρων, τον οποίον θεωρούσαν αριστοκρατικό με δικαίωμα συσχετισμού και αναφοράς στα αρχαία μεγαλεία.

          Ωστόσο η συνιδιοκτησία και οι δικηγόροι παραθεριστές  επεδίωξαν όλη η Γλυφάδα να ονομάζεται Ευρυάλη αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που ήθελαν. Δηλαδή το τοπωνύμιο Ευρυάλη άλλοι μεν το  επεξέτειναν σε όλη την έκταση της Γλυφάδας από τη θάλασσα ως τον Υμηττό και από το Ελληνικό ως τη Βούλα και άλλοι το περιόριζαν μόνον στον οικισμό των δικηγόρων. Αργότερα όταν κτίσθηκαν οικισμοί και πάνω από την οδό Βουλιαγμένης [Άνω Γλυφάδα], το κάτω  από τη παραπάνω οδό κατοικημένο τμήμα της Γλυφάδας [δηλαδή η Κάτω Γλυφάδα] καλείτο και Ευρυάλη [ή Παλιά Ευρυάλη τελευταία σε αντίθεση με τη Νέα Ευρυάλη].

          Τη περίοδο που κτίζονταν τα Δικηγορικά, στην αμμώδη παραλία, στο νότιο άκρο της Γλυφάδας [σύνορα με Βούλα] δημιουργήθηκε η πλαζ [τα λουτρά της Γλυφάδας, όπου είναι και σήμερα] ιδιοκτησίας του Δημοσίου [Ταμείο Αεροπορικής Άμυνας]. Ήταν η πρώτη πλαζ όπου άνδρες και γυναίκες έκαναν μαζί μπάνιο, τα  λεγόμενα μπαιν-μιξτ [μικτά λουτρά]. Και μόνον εξ αυτού του λόγου, των μικτών, η κοσμοπλημμύρα στη πλαζ ήταν δεδομένη. Ως τότε στις οργανωμένες πλαζ [πχ του Π. Φαλήρου] οι άνδρες έκαναν μπάνιο σε χωριστές  παραλίες από τις γυναίκες [μερικές από τις οποίες, όπως λεγόταν ειρωνικά, φορούσαν μαγιό ως τον αστράγαλο].

          Η πλαζ της Γλυφάδας εκτός της αμμουδιάς και του παρακείμενου, εγγύτατα της ακτής, δάσους διέθετε πλατεία για ορχήστρα και χορό λουομένων, εστιατόρια, αναψυκτήρια, ξενώνες, κινηματογράφο, αποδυτήρια, περίπτερα, εγκαταστάσεις για αγώνες και παιχνίδια, υπόστεγα, δρόμους περιπάτου, χώρους δεξιώσεων κλπ. Ήταν μία μικρή Κυανή ακτή στην Αττική, το πιο κοσμικό σημείο της Αθήνας όπου συνωθείτο όχι μόνον η υψηλή αθηναϊκή κοινωνία αλλά και κάθε διάσημος ξένος επισκέπτης της χώρας [γαλαζοαίματοι, πολιτικοί, κροίσοι, αστέρες του κινηματογράφου και της μουσικής κλπ] που έδινε έτσι στη Γλυφάδα πανελλήνια φήμη και τη καθιστούσε ‘’όνειρο πάσης αβράς λουτροφίλου Ατθίδος, κάθε κομψευομένης που θέλει να κάνει την επίδειξίν της’’ [εφημερίδα Ακρόπολις, Ιούλιος 1929]. Η πλαζ ήταν περιφραγμένη, είχε ακριβό εισιτήριο και η είσοδος των λαϊκών τάξεων και των κατοίκων των γειτονικών χωριών ήταν  αδύνατη.  Η φαντασία τους όμως ήταν ελεύθερη…

          Την ίδια περίοδο [κατά το 1925] λειτούργησε και το νυκτερινό κέντρο Τρουβίλ [μετέπειτα Δημαρχείο, σημερινό παλιό Δημαρχείο] και  ασφαλτοστρώθηκε [1928] η οδός Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης [σημερινή λεωφόρος Ποσειδώνος].

          Ωστόσο οι επαύλεις των δικηγόρων αν και αποπερατώθηκαν και μεταβιβάσθηκαν στα μέλη της Θέμιδας ή τρίτους δεν κατοικήθηκαν. Προορίζονταν μόνο για θερινή διαμονή. Οι ιδιοκτήτες τους έμεναν στην Αθήνα όπου εργάζονταν και μόνο στις αργίες, τις ημέρες του Πάσχα και το θέρος κατέβαιναν με άμαξες ή αυτοκίνητα στη Γλυφάδα μαζί με τις οικογένειές τους και τις οικιακές βοηθούς τους για  ολιγοήμερη παραμονή ή διακοπές. Και έκαναν τις βόλτες τους στην  ακρογιαλιά και το δάσος, τα μπάνια τους στη πλαζ, τις χοροεσπερίδες και τις κοινωνικές συναντήσεις τους στα αρχοντικά τους ή τη παραλία των Αστεριών και εκκλησιάζονταν στη νεοανεγερθείσα [1927-1931] εκκλησία της  Παναγίας στο κέντρο της πλατείας.

          Τον υπόλοιπο καιρό τα σπίτια ήσαν κλειστά και τα άνοιγαν οι υπηρέτες, οι κηπουροί ή οι εργάτες από τα γύρω χωριά  [και μερικοί από αυτούς έμεναν μόνιμα στα βοηθητικά κτίσματα ή τα δωμάτια υπηρεσίας].

          Ακόμη και σήμερα στα Δικηγορικά, μία διακριτική γωνιά με πλούσιο πράσινο, τα παλιά αρχοντικά, τα παλαιότερα σπίτια της Γλυφάδας που σώζονται ως σήμερα, ‘’κτίσματα ορόσημο’’, που ‘’αντιστέκονται στη πολεοδομική ανάπτυξη της περιοχής’’ αν και κάποια από αυτά τα γκρέμισαν οι ιδιοκτήτες τους για να κτίσουν πολυκατοικίες και  ξενοδοχεία, ωστόσο αυτά που παραμένουν,‘’…εξακολουθούν έως σήμερα να παραπέμπουν στη ρομαντική εποχή των πηγαδιών και της φτερωτής, αναδεικνύοντας παράλληλα την πολεοδομική ενότητα της περιοχής… Εκατό καλοδιατηρημένες οικίες στέκονται αγέρωχα στον χρόνο, κάνοντας τους περιπατητές να κοντοστέκονται,  αναπολώντας τις ‘’χρυσές’’ εποχές της …Βλυχάδας’’, [βλ. εφημερίδα Τα Νέα, 9-12-2000].

          Χάρη στις επαύλεις των Δικηγορικών, τη πλαζ, το δάσος, τη  θάλασσα, τα μεγάλα οικόπεδα, τους ευρείς δρόμους με τις  δενδροστοιχίες, τις πλατείες και τα άλση, την έλλειψη εργοστασίων και  βιοτεχνιών, τη βούληση της συνιδιοκτησίας να προσελκύσει στην αγορά οικοπέδων εύπορους και πεπαιδευμένους Αθηναίους αλλά και τη προσπάθεια των κατοίκων της να διαφυλάξουν το δάσος από την οικοπεδοποίηση, η Γλυφάδα κατέστη ωραίο προάστιο της πρωτεύουσας και περιώνυμη σε όλη την Ελλάδα. Ακόμη και σε μακρινά χωριά της Ελληνικής επαρχίας οι κάτοικοι λέγοντας με θαυμασμό Γλυφάδα υπονοούσαν κάτι το ονειρώδες και φανταστικό. Και η φήμη αυτή ακόμη και σήμερα ως ένα βαθμό διατηρείται.

 

 

 

 

 

 

 

 

8.    Ο Βόσπορος

  Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή τα καράβια ξεφόρτωναν στον Πειραιά [και τα τρένα στους σταθμούς] τους ξεριζωμένους από τις πατρογονικές τους εστίες. Και εκείνοι πρόσφυγες στη μάνα Ελλάδα αναζητούσαν τόπο να ριζώσουν.

          Κάπου δέκα-δεκαπέντε οικογένειες, άγνωστο πως και για ποίο λόγο, έφθασαν στη Γλυφάδα κατά το 1923-24. Ίσως κάποιος κυνηγός ή ψαράς να τους υπέδειξε το μέρος. Απέθεσαν λοιπόν τις φτωχικές αποσκευές τους στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ρέμα, κοντά στην ακρογιαλιά, σε μικρή απόσταση από τη πλατεία των Χωρικών, εκεί όπου είναι σήμερα η οδός Φαίδρας. Έστησαν σκηνές και παράγκες στους κορμούς των πεύκων με ξύλα, σανίδες, καλάμια, λαμαρίνες και πανιά, ό,τι  βρήκαν και ό,τι τους έδωσαν και ξεδίπλωσαν τη δυστυχία τους. [Η κρατική βοήθεια ήταν λιγοστή για τους απομονωμένους της Γλυφάδας]. Ποδοπατούσαν στα χώματα και τα λασπόνερα, μαγείρευαν έξω και έπλεναν τα ρούχα τους, μοιρολογούσαν τους χαμένους συγγενείς και συγχωριανούς τους, τους φίλους, τα σπίτια, τα χωριά τους και τραγουδούσαν τους καημούς και τα όνειρά τους με τους ανατολίτικους σκοπούς τους. Είχαν ιδιόμορφη προφορά [ποντιακή κλπ] αλλά μέσα τους έκαιγε άσβεστη η φλόγα του Ελληνισμού και της ανάτασης τους, η δίψα, η ορμή, ο πόθος, το πάθος για δουλειά και προκοπή. Δούλευαν παντού, στα χωράφια, στους κήπους, στις οικοδομές, στα δημόσια έργα οι άνδρες και οι γυναίκες τους βοηθούσαν και επιπλέον καθάριζαν σπίτια, φρόντιζαν ηλικιωμένους και παιδιά. Ήσαν προκομμένοι άνθρωποι, δουλευτές, νοικοκυραίοι.

                    Σε αυτές τις λιγοστές πρώτες οικογένειες προσφύγων, εκεί στην άκρη του δάσους, ήρθαν κατά το 1925 να προστεθούν και άλλες εξήντα-εβδομήντα ακόμη έτσι που έγιναν καμιά ογδονταριά συνολικά. Αν και οι αποστάσεις τότε ήσαν μεγάλες γιατί τις έκαναν πεζοί και οι συγκοινωνίες ήσαν υποτυπώδεις και άρα η επικοινωνία δύσκολη, παρά ταύτα προσπαθούσαν να βρουν χαμένους συγγενείς και  συγχωριανούς και σαν τους εύρισκαν τους έφερναν μαζί τους και μάλλον έτσι πρέπει να ερμηνευθεί η αύξηση του αριθμού τους στη Γλυφάδα. Ύστερα οργανώνονταν μεταξύ τους οι διαμένοντες στην Αθήνα και αρχικά ζητούσαν να επανέλθουν στα σπίτια τους στην Ιωνία [πχ στις 21-1-1923 είχαν κάνει συλλαλητήριο στην Ομόνοια για αυτό τον σκοπό]. Έτσι ελπίζοντας σε επιστροφή υπέμεναν τις ταλαιπωρίες. Όμως σύντομα θα διαπίστωναν το αδύνατο της επιστροφής. Τους είχαν διώξει από την Ανατολή για πάντα…

          Κατά συνέπεια η επικοινωνία και η όποια οργάνωση τους θα τους βοηθούσε να είναι περισσότερο διεκδικητικοί προς το Ελληνικό κράτος.

Αλλά και τι κάνει η φτωχή και ταπεινωμένη Ελληνική Πολιτεία;

Ωστόσο κανένας δεν σταύρωσε τα χέρια ούτε οι πρόσφυγες ούτε το κράτος. Οι πρόσφυγες δούλευαν σαν είλωτες και η μάνα Ελλάδα με τη διεθνή βοήθεια και τις επιτροπές προσπαθούσε να τους αποκαταστήσει και διαθρέψει. Καθιέρωσε συσσίτια, έστησε προσφυγικούς καταυλισμούς, έκανε επιτάξεις και απαλλοτριώσεις, τους έδωσε κλινοσκεπάσματα, οικόπεδα, σπίτια, χωράφια στο βαθμό που μπορούσε, τους έδωσε δουλειές, άδειες λειτουργίας μικροπωλητών και εργασίας, τους βοηθούσε να αρχίσουν μία νέα ζωή με πάμπολλες, βεβαίως, δυσκολίες. Έτσι ξεκίνησαν τα πρώτα τους βήματα οι νέες προσφυγικές συνοικίες ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Κοκκινιά, η Καλλιθέα, η Νέα Ιωνία και άλλες.

          Και οι πρόσφυγες της Γλυφάδας ‘’δεν χάθηκαν’’. Η συνιδιοκτησία, ως γνωστόν, απέβλεπε στην οικοπεδοποίηση και πώληση της Γλυφάδας και δεν στόχευε στη φιλανθρωπία ή την άσκηση  κοινωνικής  πρόνοιας. Ωστόσο δεν επιθυμούσε συγκρούσεις με τους πρόσφυγες και πολύ περισσότερο με τη κυβέρνηση. Ήθελε το κτήμα να το διαχειρισθεί όπως έκρινε. Κατά συνέπεια οι πρόσφυγες δεν έπρεπε να γίνουν ενοχλητικοί ή πιεστικοί προς τη κυβέρνηση και η τελευταία να μην ασχοληθεί με τη Γλυφάδα.

          Είναι γεγονός ότι οι Βενιζελογενείς κυβερνήσεις ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητες στο προσφυγικό πρόβλημα και κατέβαλαν υπέρμετρες προσπάθειες με βάση τις δυνατότητές τους για την αντιμετώπιση των προσφυγικών ζητημάτων. Η συνιδιοκτησία λοιπόν φοβόταν ανεπιθύμητες επιτάξεις ή απαλλοτριώσεις  σε καλά ή και μη οικόπεδα ή δεσμεύσεις εκτάσεων της και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε απέναντί της, εχθρική τη κυβέρνηση. Αντίθετα διείδε ότι μέσω της προσφυγικής αποκατάστασης θα μπορούσε να επιτύχει νέες εντάξεις στο σχέδιο πόλης και συρρίκνωση του δάσους άρα πιο πολλά οικόπεδα και μεγαλύτερα κέρδη. Γιατί δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσομε ότι η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων μπορούσε να γίνει και πρόσχημα και αίτημα για περαιτέρω εντάξεις, αυτό δηλαδή που ήθελε η συνιδιοκτησία. Επιπλέον η συνιδιοκτησία ήθελε να απαλλαγεί από τους πρόσφυγες ή έστω να τους διώξει μακριά από τη παραλία. Οι παράγκες δυσφημούσαν τη περιοχή, αμαύρωναν την εικόνα της, απέτρεπαν πλούσιους Αθηναίους από το να αγοράσουν οικόπεδα, χάλαγαν τα σχέδια των αφεντικών. Η παραλιακή τουλάχιστον Γλυφάδα προοριζόταν να γίνει κοσμική λουτρόπολη και θέρετρο υψηλών απαιτήσεων για τους μεγαλοαστούς.

          Έτσι σε κάποιους πρόσφυγες η συνιδιοκτησία παραχώρησε μερικά οικόπεδα κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου [μακριά πάντως από τη παραλία] θεωρώντας ότι είχε εκπληρώσει το καθήκον  φιλευσπλαχνίας.

          Είχε τακτοποιήσει στεγαστικώς και γεωργικώς, όπως είδαμε, τους ακτήμονες χωρικούς, είχε δωρίσει α] στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο Κορασίων έκταση 4.524 τ. μ. στην οδό Εκάβης, στο άλσος [59251/12-6-1929 του συμβολαιογράφου  Αρ. Μητζόπουλου, τ. 939, αρ. 149], β] στις καλόγριες του τάγματος Ιωσήφ, έκταση 2.002 τ. μ. στη θέση Καψάλα, στο ίδιο μέρος  [128648/28-2-1930 του Ι.  Οικονομόπουλου, τ. 950, αρ. 357],       

γ] στον σύνδεσμο ύδρευσης Γλυφάδας, η Ευρυάλη, έκταση 600 τ. μ. και 210 τ. μ. για δεξαμενή και πηγάδια στην οδό Εκάβης [συνέχεια της Χρυσηίδος], όπου στο ρέμα του σημερινού γκολφ υπήρχε ηλεκτρικό εργοστάσιο [2906/11-7-1930 του  συμβολαιογράφου Π. Βαρδουλάκη, τ. 957 αρ. 95] και δ] στο δημοτικό σχολείο Σουρμένων έκταση 1.074 τ.μ. στη Πανιωνία, προκειμένου πωληθεί [το οικόπεδο] και το τίμημα να διατεθεί για τη στέγαση του σχολείου [21154/1933 του συμβολαιογράφου Αθ. Γαρταγάνη, τ. 1127,αρ. 455] εξαντλώντας κατά συνέπεια τη γενναιοδωρία της.

          Όμως το προσφυγικό εξακολουθούσε να παραμένει. Ένας  σημαντικός αριθμός προσφύγων στεγαζόταν στα παραπήγματα κοντά στη παραλία και επίμονα ζητούσε αποκατάσταση. Παρά τις αντιρρήσεις της συνιδιοκτησίας [ότι μερικοί από τους αποκατασταθέντες  πρόσφυγες στον ΄Αϊ-Νικόλα είχαν πωλήσει τα οικόπεδά τους] η εικόνα στο κέντρο της Γλυφάδας με τις παράγκες δεν ήταν ευχάριστη για τη συνιδιοκτησία αφού μάλιστα τα οικόπεδα στο μέρος εκείνο είχαν επιταχθεί από τη κυβέρνηση για τους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες γίνονταν όλο και περισσότερο πιεστικοί για τη στέγασή τους. Υπέβαλαν συνεχώς αιτήματα και διαμαρτυρίες, πίεζαν το κοινοτικό συμβούλιο Γλυφάδας [που είχε κάνει πολλές συνεδριάσεις για αυτό το θέμα], τη συνιδιοκτησία και τη κυβέρνηση.

          Στο τέλος η συνιδιοκτησία κάμφθηκε και αποφάσισε να  αποκαταστήσει και τους τελευταίους πρόσφυγες ελευθερώνοντας και το κέντρο της Γλυφάδας. Για τη στέγαση των προσφύγων επιλέχθηκε μία  περιοχή εντός σχεδίου, ‘’εις τας γαίας’’, μακριά από τη παραλία και αρκετά πίσω από τα Δικηγορικά, κοντά στο ρέμα-όριο με Ελληνικό, [‘’παρά τον συνοικισμόν του Ελληνικού’’, τ. 1104, αρ. 124]. Η περιοχή χαρτογραφήθηκε και οικοπεδοποιήθηκε από τον μηχανικό Π. Πεσταρίνη [βλ. από 16-2-1930 τοπογραφικό του που επισυνάπτεται στο υπ΄ αρ. 4356/1930 συμβόλαιο του Ζ. Μουζάκη].

          Φυσικά οι μεταβιβάσεις των οικοπέδων προς τους πρόσφυγες είχαν τον χαρακτήρα δωρεάς, ήταν δωρεές και οι πρώτες έγιναν [τυπικά] στις 23-3-1930 [βλ. συμβόλαιο 4356/23-3-1930 του Ζ. Μουζάκη, τ. 960, αρ. 50 αλλά και στον ίδιο τόμο 960 τους αριθμούς 51 ως 60 και τ. 959, αρ. 484, 485 και επόμενους]. Στο υποθηκοφυλάκειο Αθηνών έχουν καταχωρηθεί περί τις 80 δωρεές της συνιδιοκτησίας προς τους πρόσφυγες σταδιακά. Σε κάποιους πρόσφυγες εδόθη και δεύτερο οικόπεδο αφού είχαν πωλήσει το πρώτο. Διακρίσεις ως προς την εθνικότητα δεν έγιναν. Και οι Αρμένιοι πρόσφυγες έλαβαν δωρεάν οικόπεδο και δεν εξαιρέθηκαν της  κλήρωσης [τ. 959, αρ. 489 και 490].

          Τα οικόπεδα ήσαν κατά κανόνα έκτασης 277, 284 και 341 τ. μ. και οι δωρεές γίνονταν με τους εξής όρους: ‘’Α] Ο δωρεοδόχος  υποχρεούται να τηρήσει εσαεί την θέσιν του ευγνώμονος δωρολήπτου έναντι των δωρητών. Β] Το δωρούμενον παραχωρείται υπό τον όρον του επί πενταετίαν [σ.σ. για μερικά υπήρχε όρος για τριακονταετία βλ. πχ. τ. 1173,αρ. 478] από σήμερον αναπαλλοτριώτου. Γ] Ο δωρολήπτης βεβαιοί ότι ουδαμού αλλού  εν Γλυφάδι ή και εν γένει εν Ελλάδι έλαβε κλήρον ή οικόπεδον ως μέλος οικοπεδικού ή άλλου προσφυγικού Συνοικισμού δωρεάν ή συμφώνως τω νόμω περί αποκαταστάσεως προσφύγων’’. Άλλως η δωρεά θα ανακαλείται και το οικόπεδο θα επανέρχεται στους δωρητές. Για κάποιες ειδικές περιπτώσεις οι  παραπάνω όροι μεταβλήθηκαν. Για να πωλήσει το οικόπεδο ο δωρεοδόχος έπρεπε να συμφωνήσει με συμβολαιογραφική πράξη και η συνιδιοκτησία και ετίθετο ο όρος ο νέος αγοραστής να κτίσει σπίτι μέσα σε 6 μήνες ή 1 χρόνο [βλ τ. 1020,αρ. 47,48,49, 52 και τ. 1028, αρ. 178].

          Στα συμβόλαια δωρεάς με τους δωρολήπτες-πρόσφυγες  σημειώνεται ότι αυτοί ήσαν κάτοικοι ενορίας Αγίου Κωνσταντίνου. Το  τοπωνύμιο Βόσπορος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε το πρώτον κατά το 1933 [βλ. 6684/29-5-1933 συμβόλαιο του Ζ. Μουζάκη, τ. 1028, αρ. 178].

          Το όνομα Βόσπορος παραπέμπει στο θαλάσσιο στενό της Πόλης που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία οφείλεται δε η ονομασία  του νέου οικισμού, κατά τα λεγόμενα παλιών Βοσποριωτών, στον  πρόσφυγα Λουκά Πασχαλίδη που καταγόταν από τη Πόλη και ήταν  δραστήριο μέλος των  προσφύγων, κοινοτικός σύμβουλος και  εκπρόσωπός τους στη κοινότητα της Γλυφάδας.

          Οι δωρεές έγιναν μέσα σε διάστημα 8 ετών. Οι τελευταίες φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν κατά το 1938 [βλ. 10934 και 10938/1938 συμβόλαια του Ζ. Μουζάκη, τ. 1173, αρ. 478 και 479]. Σαν απέκτησαν οικόπεδο οι πρόσφυγες βάλθηκαν να κτίσουν τα σπίτια τους. Ήσαν εργατικοί, οι περισσότεροι με τις οικοδομές ασχολούνταν [εξ ανάγκης εδώ] και στο μέτρο του δυνατού βοηθήθηκαν από την επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων αλλά και ο ένας σαν μπορούσε βοηθούσε και τον άλλον.

Έσκαψαν στο χώμα, έσπασαν πέτρες, άνοιξαν μεγάλα αυλάκια για να κτίσουν σε γερά θεμέλια και να ριζώσουν …  Που να ήξεραν τι τους περίμενε καμιά τριανταριά χρόνια αργότερα…

          Έχτισαν λοιπόν μικρά σπίτια με πέτρες ή πλίνθους και τσιμέντο και στην στέγη έβαλαν κεραμίδια ή τσιμεντόπλακα.

          Μετά τα Δικηγορικά και ο Βόσπορος έγινε ένα εργοτάξιο.

          Όσοι δεν είχαν οικονομικές δυνατότητες μετέφεραν τα υπάρχοντά τους από τον καταυλισμό και έστησαν τις σκηνές και τις παράγκες τους στα οικόπεδα που τους δώρισαν αφού δεν μπορούσαν να κτίσουν και εγκαταστάθηκαν εκεί δημιουργώντας μία γειτονιά-παραγκούπολη  [ντενεκές-μαχαλάς].

Κι έτσι δημιουργήθηκε ένας ακόμη προσφυγικός οικισμός στο Αττικό τοπίο. ένα μικρό χωριό στην ευρύτερη περιοχή της Ευρυάλης. Και σε αυτό το χωριό προστέθηκαν και λιγοστοί επαρχιώτες μετανάστες που αγόρασαν οικόπεδα από τη συνιδιοκτησία και έκτισαν σπίτια για ‘’να βρουν τη τύχη τους’’ στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.

          Κεντρικός δρόμος του οικισμού ήταν η οδός Ισμήνης, προέκταση της Ισμήνης των Δικηγορικών. Επί αυτού του δρόμου ο Βόσπορος  εκτεινόταν κατά μήκος δύο τετραγώνων [δύο δεξιά και δύο αριστερά]. Πίσω από τα δύο τετράγωνα, δηλαδή νότια και βόρεια της οδού Ισμήνης, υπήρχαν άλλα 3-4 τετράγωνα. Οι οδοί είχαν ονομασίες προσφυγικές και λόγιες από το  αρχαιοελληνικό πάνθεο. Αϊδινίου, Ηλιουπόλεως, Μαγνησίας, Περγάμου, Προύσσης, Σμύρνης, Χρυσοστόμου Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Ροδόπης, Δικαιοσύνης, Ισμήνης και Περσεφόνης. Πλατεία δεν προέβλεπε το σχέδιο αλλά όμως η οδός Ισμήνης ήταν αρκετά ευρεία, σαν πλατεία μεγάλη, ενώ υπήρχαν και άκτιστα οικόπεδα [αλάνες] και αρκετοί ελεύθεροι χώροι προς το ρέμα και το δάσος που το χωριό σε καμία περίπτωση δεν ασφυκτιούσε.

          Ο Βόσπορος διέθετε διθέσιο δημοτικό σχολείο από το 1933, μπακάλικο, καφενεία και σταθμό Χωροφυλακής που μετέπειτα μεταφέρθηκε στο Ελληνικό. Για το γυμνάσιο τα παιδιά πήγαιναν στη Γλυφάδα. Η ζωή κυλούσε ήρεμα με εργασία και φτώχεια. Το χωριό επισκέπτονταν συχνά-πυκνά περιφερόμενοι γυρολόγοι, πραματευτάδες, γανωτήδες, ακονιστές, χαλβατζήδες, φωτογράφοι, αρκουδιάρηδες, ζητιάνοι και άλλοι που ‘’έσπαγαν’’ τη μονοτονία της καθημερινότητας.

          Οι κάτοικοι του Βοσπόρου εκκλησιάζονταν στη Παναγία των  Δικηγορικών και συναντούσαν τη δυσφορία των αστών [‘’΄Τι δουλειά έχουν οι χωριάτες με τους πρωτευουσιάνους;’’]. Σύντομα ένας ιδιώτης  ανήγειρε ιδιωτική εκκλησία, της Αγίας Βαρβάρας και έτσι οι Βοσποριώτες δεν ‘’παρεπιδημούσαν’’ για να λειτουργηθούν. [Μεταπολεμικά  κτίσθηκε και η επίσης ιδιωτική εκκλησία της Αγίας Σκέπης].

          Νερό έπαιρναν από τα πηγάδια που άνοιξαν είτε στις αυλές των σπιτιών τους  είτε σε κοινοτικούς χώρους [δημόσια πηγάδια]. Για την άντληση του νερού χρησιμοποιούσαν μαγκάνους ή ανεμόμυλους όπως στα Δικηγορικά αλλά συνήθως το νερό το έβγαζαν τραβώντας το σχοινί του κουβά με τα χέρια. Και με το νερό έφτιαξαν και περιβόλια για λαχανικά.

          Νεκροταφείο για όλη τη Γλυφάδα κατασκευάστηκε κατά το 1928 στη σημερινή θέση, επί της οδού Παλμύρας. Αν κάποιος αγόραζε  οικόπεδο και έκτιζε σπίτι εκεί [και τα οικόπεδα ήσαν φθηνά] τον αστειεύονταν λέγοντας ότι ‘’πήγε μόνος του στο νεκροταφείο’’. Η περιοχή ήταν έρημη.

          Συγκοινωνιακά ο Βόσπορος εξυπηρετείτο αρχικά δια θαλάσσης από ένα καραβάκι που έφευγε το πρωί από το Τρουβίλ [παλιό δημαρχείο] για το Φάληρο και επέστρεφε το βράδυ. Από το Φάληρο στη συνέχεια πήγαιναν στην Αθήνα είτε με λεωφορείο είτε κατά κανόνα με τα πόδια. Αργότερα ένα λεωφορείο ξεκινούσε το πρωί από τον Βόσπορο για το Ελληνικό και την Αθήνα. Η οδός Αθηνών-Σουνίου [σημερινή λεωφόρος Βουλιαγμένης] ήταν αρχικά μονοπάτι [ημιονική οδός και καρόδρομος]. Προς τα μέσα του μεσοπολέμου [1933 περίπου] ανοίχθηκε και διαπλατύνθηκε για να χρησιμοποιείται ως  χωματόδρομος και από τα αυτοκίνητα. Η διαδρομή ωστόσο ως την Αθήνα ήταν περιπέτεια κυρίως τον χειμώνα σαν τα νερά της βροχής  δημιουργούσαν χαντάκια και λακκούβες και στα ρέματα έτρεχαν ορμητικοί χείμαρροι. Η διαδρομή όμως μπορεί να επιφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις  πχ να χαλάσει η ρόδα του κάρου ή του αυτοκινήτου από τις πέτρες ή να βγει έξω από τον δρόμο στο χαντάκι ή ο πεζοπόρος να γνωρίσει την εμπειρία της ληστείας από κρυμμένους σε ρουμάνια και καλύβες, ιδιαίτερα κατά τη νύχτα, από πάντοτε παραμονεύοντες ληστές.

          Έτσι συνήθως πηγαινοέρχονταν στην Αθήνα παρέες-παρέες και οπλισμένοι [όπως και οι Σουρμενιώτες, Χασανιώτες και λοιποί] και πήγαιναν με τα πόδια και γιατί οι συγκοινωνίες ήταν προβληματικές αλλά και επειδή έκαναν οικονομία και δεν ήθελαν να πληρώσουν εισιτήριο προτιμώντας να αγοράσουν με το αντίτιμο του άλλα πλέον χρειώδη  [πχ. αλεύρι, ρύζι κλπ].

          Ο Βόσπορος ήταν διακριτός οικισμός, σε ικανή απόσταση από τους άλλους. Από τα Δικηγορικά [δυτικά] τον χώριζαν χωράφια, οικόπεδα δηλαδή αδιαμόρφωτα της συνιδιοκτησίας. Από το Ελληνικό [βόρεια] το ρέμα. Από το μονοπάτι της οδού Βουλιαγμένης και τη Τερψιθέα [ανατολικά] το δάσος [η σημερινή Νέα Ευρυάλη]. Και από τη Γλυφάδα [νότια] το ρέμα της οδού Προνόης και το δάσος [σημερινό γκολφ]. Μάλιστα σε αυτό το ρέμα και για πολλά χρόνια ζούσε ένας βοσκός με το κοπάδι του. Μία μικρή σπηλιά [νεροφάγωμα  ουσιαστικά] με μαντρότοιχο και μερικές λαμαρίνες ήταν η κατοικία και το μαντρί του. Πωλούσε γάλα, τυρί και κρέας στους κατοίκους των γύρω χωριών κι έβοσκε τα πρόβατά του εκεί τριγύρω, στα οικόπεδα, το δάσος και το ρέμα. Ήταν ένας τρωγλοδύτης που ενέμενε στη  πρωτόγονη ζωή αρνούμενος να προσαρμοσθεί έστω και στα δεδομένα ενός χωριού. Τον έλεγαν θεριό και στοιχειό του ρέματος και δεν ήταν ο μόνος στην Αττική και Ελληνική γη. [Για τη θέση του Βοσπόρου βλ. χάρτη και σχεδιάγραμμα στην αρχή του βιβλίου].

 

 

9.    Xασάνι, Κομνηνά, Ελληνικό, Σούρμενα

          Σε ικανή απόσταση μετά το ρέμα, βόρεια των Δικηγορικών και του Βοσπόρου, στο ανοικτό τοπίο, ήταν το Χασάνι, παλιός οικισμός που μνημονεύεται ως χωριό Χασάν στα συμβόλαια αγοράς του 1894 και 1899 από τον Καραπάνο του κτήματος Άνω και Κάτω Τράχωνες. [Στα προ του 1894 συμβόλαια αναφέρεται ως τσιφλίκι, κτήμα Χασάν].

Το Χασάνι οφείλει το όνομά του στον Χασάν αγά, τούρκο τσιφλικά των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας. Το σεράι του Χασάν μάλιστα διεσώζετο ως το 1934 περίπου εκεί όπου είναι σήμερα τα προκατασκευασμένα κτίρια αμέσως μετά την είσοδο της αεροπορικής βάσης Ελληνικού. Ήταν ένα μεγάλο αρχοντικό περιβαλλόμενο από μαντρότοιχο ύψους 4-5 μέτρων σαν κάστρο  και κοντά του κατηφόριζε ο δρόμος προς τη παραλία [Άγιος Κοσμάς, Κωλιάς άκρα].

          Στη σημερινή είσοδο του Αγίου Κοσμά υπήρχε τζαμί και κατά τους αρχαίους χρόνους ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης. Τελευταία, μετά το 1997 και ιδιαιτέρως μετά το 2002, κατά της εργασίες επέκτασης του τραμ και κατασκευής των ολυμπιακών έργων μέσα στο χώρο του παλιού αεροδρομίου Ελληνικού, δίκην ανασκαφών, ήλθε στο φως μεγάλος ταφικός περίβολος με αρκετούς τάφους και άλλα εξαιρετικά ευρήματα τα οποία ανήκουν στον αρχαίο δήμο Ευώνυμον, έναν από τους Κλεισθένιους δήμους της Αθήνας και από τις συνεχιζόμενες ανασκαφές ευελπιστούμε σε νέες αποκαλύψεις  αρχαίων μνημείων.

          Η περιοχή ήταν εύφορη με περιβόλια και αμπέλια, δίπλα στη  θάλασσα με γλυκύ κλίμα και το αέρι να κατεβάζει από το διάσελο του  Υμηττού το θυμαρίσιο άρωμα του βουνού.

          Οι παλαιότεροι κάτοικοι του Χασανίου θα πρέπει να ήταν εργάτες του Χασάν.  Όμως ήρθαν και έποικοι από τα γειτονικά χωριά  Τράχωνες, Μπραχάμι, Κορωπί κλπ ως καλλιεργητές [γεωργοί] και βοσκοί [κατά κανόνα Αρβανίτες].

          Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από το χωριό των Κομνηνών του Πόντου και έτσι δημιουργήθηκε συνοικισμός των Κομνηνών [Κομνηνά], υπαγόμενος στη κοινότητα  Καλαμακίου, αναγνωρίσθηκε δε ως αυτοτελής κοινότητα με το π δ της 4-7-1929, ΦΕΚ 221 Α, η ευρύτερη όμως περιοχή λεγόταν Χασάνι ως παλιό κτήμα του Χασάν.

          Πριν και κάτω από τα Κομνηνά και αμέσως μετά το ρέμα, κοντά στα  Δικηγορικά και τον Βόσπορο αλλά στην ευρύτερη έκταση του παλιού  κτήματος Χασάν και στο νότιο μέρος του, κτίσθηκε ο οικισμός του Ελληνικού από Κωνσταντινουπολίτες και Σμυρνιούς, πλούσιους όμως μετανάστες που ‘’είχαν φέρει λεφτά’’, αγόρασαν μεγάλα οικόπεδα και έκτισαν ωραία αρχοντικά με όμορφους, δεντροφυτεμένους κήπους. Ο οικισμός τους έμοιαζε ως προς την αρχιτεκτονική και το πράσινο με τα Δικηγορικά μόνο που στο Ελληνικό οι ιδιοκτήτες των οικιών έμεναν μόνιμα εκεί και δεν ήσαν [εποχιακοί] παραθεριστές. Οι Ελληνικιώτες λόγω της οικονομικής τους άνεσης αλλά και της παιδείας τους  ενσωματώθηκαν άμεσα και άνετα στην Αθηναϊκή κοινωνία και δεν  αντιμετωπίζονταν ως παρακατιανοί πρόσφυγες. Κατέλαβαν καλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, τον επιχειρηματικό, εμπορικό και  πνευματικό χώρο της πρωτεύουσας. Στα σπίτια τους ως εργάτες και  υπηρέτες δούλευαν κάτοικοι της Γλυφάδας, του Βοσπόρου, του  Χασανίου, των Τραχώνων και του Μπραχαμίου.

          Ενδεικτικό της δύναμης των Ελληνικιωτών είναι και η λειτουργία στη περιοχή τους [στις σημερινές εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας] του Αμερικάνικου κολλεγίου για τα  πλουσιοκόριτσα [American  college for girls] σε μία έκταση 150 περίπου στρεμμάτων. Το κολλέγιο είχε ιδρυθεί το 1875 ως παρθεναγωγείο στη Σμύρνη, μετεγκαταστάθηκε αρχικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και  για μικρό διάστημα στο Π. Φάληρο και το 1929 μεταφέρθηκε στο Ελληνικό.

Το Ελληνικό αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα με το β. δ. της 8-3-1930, ΦΕΚ 80 Α και με το ν. δ. 1465/1942, ΦΕΚ 163 Α, υπήχθη σε αυτό και η κοινότητα Κομνηνών. Μέσα στον οικισμό του Ελληνικού, απέναντι από τον Βόσπορο, κοντά στο ρέμα, διεσώζετο αρχαίο κτίριο καλούμενο Ελληνικό [βλ. ανωτέρω, Το κτήμα της Γλυφάδας]. Σε αυτό το κτίριο οφείλει το όνομά του ο οικισμός των πλουσίων μεταναστών από τη Πόλη και τη Σμύρνη. Οι μορφωμένοι και εύποροι  Ελληνικιώτες δεν δέχονταν να έχει ο οικισμός τους όνομα τούρκικο, κατάλοιπο της μαύρης σκλαβιάς του γένους. Το αρχαίο κτίριο, δίπλα στα σπίτια τους, απτό δείγμα του αρχαιοελληνικού μεγαλείου και των αρετών των προγόνων, τους έδωσε την ευκαιρία να επιλέξουν λόγιο και εθνικό όνομα, όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι γείτονές τους στην Ευρυάλη και προϊόντος του χρόνου σε όλη την έκταση του παλιού Χασανίου επεκράτησε το τοπωνύμιο Ελληνικό.

          Πάνω από το μονοπάτι της λ. Βουλιαγμένης στη περιοχή του σημερινού δήμου Ελληνικού, εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πρόσφυγες από τα Σούρμενα του Πόντου και γι αυτό και σήμερα η περιοχή τους καλείται Σούρμενα. Αν και σήμερα στη  περιοχή [Σουρμένων] έχουν εγκατασταθεί κάτοικοι από διάφορα μέρη της χώρας, η περιοχή έχει αστικοποιηθεί προ πολλού και ο πληθυσμός της έχει αυξηθεί σημαντικά, εντούτοις οι απόγονοι των παλιών  Σουρμενιωτών διατηρούν ακόμη κάποια από τα έθιμα των προγόνων τους όπως πχ το ταφικό έθιμο της Κυριακής του Θωμά και έχουν στη πλατεία τους λαογραφικό και ιστορικό μουσείο μνήμης των Σουρμένων του Πόντου και των πρώτων χρόνων εγκατάστασης των προσφύγων στη σημερινή θέση του οικισμού τους.

          [Ανάλογα μουσεία λαογραφίας και ιστορίας θα έπρεπε να ιδρύσουν και οι υπόλοιποι δήμοι του λεκανοπεδίου και της χώρας. Ιδιαιτέρως η Γλυφάδα των χωρικών, των βοσκών, των ψαράδων, των παραθεριστών, των δικηγόρων, της πλαζ, του άλσους [γκολφ], της Αιξωνής, του Βοσπόρου, της Τερψιθέας, της Πανιωνίας κλπ  δεν θα πρέπει να βραδύνει. Υπάρχει αρκετό υλικό σε φωτογραφίες, εφημερίδες και άλλα έντυπα που έχουν παλιοί Γλυφαδιώτες, το οποίο δεν πρέπει να χαθεί και που μαζί με άλλα στοιχεία και μνημεία θα στεγασθούν στο μουσείο].

 

10.  Πολιτικό Αεροδρόμιο Αθηνών

          Με το β. δ. της 7-9-1937 ‘’περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως 2.150 στρεμμάτων περίπου δια την ίδρυσιν Πολιτικού Αεροδρομίου  Αθηνών’’, ΦΕΚ 360 Α, ‘’έχοντες υπ΄ όψει…Αναγνωρίζομεν ως  δημοσίαν ανάγκην και εγκρίνομεν την υπέρ του Δημοσίου αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν γηπέδου ανήκοντος εις διαφόρους ιδιοκτήτας  εκτάσεως δύο χιλιάδων εκατόν πεντήκοντα περίπου στρεμμάτων,  κειμένων εις θέσιν Χασάνι Αττικής δια την ίδρυσιν Πολιτικού Αεροδρομίου Αθηνών …’’ [βλ. και ΑΝ 792/ 1937].

          Όταν οι κάτοικοι του Χασανίου πληροφορήθηκαν τα νέα για την  ίδρυση αεροδρομίου διερωτώνταν ‘’θα είναι για το καλό του  Ελληνικού ή για κακό;’’. Οι γνώμες διιστάμενες, ‘’θα είναι η καταστροφή μας’’ έλεγαν οι μεν, ‘’θα γίνει αφορμή να χτιστούν τριγύρω  ξενοδοχεία, τουριστικές εγκαταστάσεις, θα πάρουν αξία τα σπίτια μας’’ οι δε. ‘’ Στο μεταξύ αρχίζουν πολλοί Ελληνικιώτες να ενεργούν για να μη γίνει το αεροδρόμιο. Βάζουνε μέσα και ο καθένας κάνει ότι μπορεί… Ο Μεταξάς αποφασίζει να βάλει μπρος το αεροδρόμιο και έρχεται ο ίδιος στο Χασάνι για τον θεμέλιο λίθο. Οι Ελληνικιώτες  μένουν άναυδοι. Ποίος τολμά να μιλήσει, ποίος τολμά να λαλήσει.  Καταφθάνουν μπουλντόζες και φαγάνες να ισοπεδώσουν το έδαφος από την απάνω μεριά του Χασανιού’’ [Μαρίας Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, σελ 165,166].

          Και έτσι οι κάτοικοι της περιοχής που απαλλοτριώθηκε σε ένα μέρος του Χασανίου, κυρίως Μικρασιάτες πρόσφυγες ή επαρχιώτες  μετανάστες ξανάγιναν μετανάστες στην ίδια τους την πατρίδα. [Για τη διαδικασία αποζημίωσης βλ. ΑΝ 792/1937, ΦΕΚ 275 Α].

 

 

 

 

 

 

11.  Βορειονατολικά του Βοσπόρου

          Η περιοχή που σήμερα καλείται Νέα Ευρυάλη δεν παρουσιάζει ιστορικό ενδιαφέρον ως το 1938. Στις εκσκαφές, δίκην ανασκαφών, για την ανέγερση οικοδομών τις τελευταίες δεκαετίες παρίσταται υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας για τυχόν αποκάλυψη αρχαίων ευρημάτων αλλά ως τώρα τίποτε δεν έχει ανευρεθεί και ούτε οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ή άλλες έρευνες έχουν διαπιστώσει ύπαρξη αρχαίων μνημείων. Βεβαίως αποτελούσε μέρος του κτήματος της Γλυφάδας όμως η συνιδιοκτησία δεν ασχολήθηκε αρχικά με αυτό το κομμάτι γης ίσως επειδή απείχε του κέντρου και της θάλασσας.

          Πως όμως ήταν η περιοχή ως το 1938;

 Ένα πυκνό κατά διαστήματα δάσος κάλυπτε το τοπίο. Πεύκα, πουρνάρια, χαρουπιές, σχίνοι, αγριελιές και θάμνοι αφθονούσαν. Στα κενά του δάσους φύτρωναν θυμάρια, σπαραγγιές, αφάνες και χορταρικά [ραδίκια και αλιβάρβαρα με το ωραίο λουλούδι που σαν ωρίμαζε γινόταν αγκαθωτό σαν αχινός]. Στα ανοιχτά κάποιοι  μελισσοκόμοι έθεταν τις κυψέλες τους και οι τσοπάνηδες έβοσκαν τα πρόβατά τους τα οποία μάλιστα σαν περνούσαν στα στενά  μονοπάτια και στα χαμόκλαδα, καθώς στριμώχνονταν, άφηναν μέρος από το τρίχωμά τους, τόσο πυκνή ήταν η βλάστηση. Στη πε-ριοχή υπήρχαν αρκετά ρέματα. Ένα μεγάλο ρέμα ήταν αυτό που σήμερα λέγεται ρέμα της Νέας Ευρυάλης [επειδή έχει διασωθεί ως τώρα παρά τα πολλαπλά μπαζώματα]  και είναι [και ήταν] όριο με το Ελληνικό. Κατέβαζε πολλά νερά από τον Υμηττό ως τη θάλασσα και είχε αρκετό βάθος, τόσο ώστε το γιοφύρι του μονοπατιού [στην οδό Βουλιαγμένης] στην αρχή [είσοδο] της Γλυφάδας είχε ύψος 4-5 μέτρα. [ Αυτό το γιοφύρι δεν πρέπει να συγχέεται με τη σημερινή γέφυρα που οδηγεί στο πρώην ανατολικό αεροδρόμιο και είναι λίγο πιο πάνω κάπου 100 μέτρα. Και το σημερινό γιοφύρι του ρέματος είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με το παλιό].

          Παράλληλα αυτού του μεγάλου ρέματος, νότια, υπήρχαν κι άλλα μικρότερα  στη διαδρομή περίπου που χαράσσουν οι σημερινές οδοί Ελ. Βενιζέλου, Ροδόπης, Μιαούλη κλπ. Όπως κατέβαιναν λοιπόν τα νερά, οι χείμαρροι, με ορμή από τον Υμηττό το χειμώνα, σχημάτιζαν ρυάκια  παίρνοντας μαζί τους  το χώμα και με τα χρόνια βάθαινε η νεροσυρμή και στα πλευρά έμεναν τα πετρώματα στα οποία  δημιουργήθηκαν κενά, μικρές σπηλιές στις οποίες εύρισκαν καταφύγιο οι τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους. Για μεγαλύτερη προστασία άνοιγαν οι βοσκοί όσο μπορούσαν περισσότερο τις σπηλιές και έκτιζαν μαντριά όπου έβρισκαν προσωρινά καταφύγιο ή και ζούσαν μόνιμα στις μεγάλες σπηλιές σαν τρωγλοδύτες μίας πρωτόγονης ζωής που άλλωστε διασωζόταν σε όλη την Ελλαδική επικράτεια σχεδόν ως και μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

          Στις σπηλιές, λοιπόν, αυτών των ρεμάτων έμεναν οι βοσκοί, γεννούσαν τα πρόβατά τους και έκαναν τις τυροκομικές τους εργασίες.

          Στα ρέματα φύτρωναν καλάμια, πεύκα, ευκάλυπτοι και άλλα δένδρα και θαμνοειδή και η βλάστηση ήταν εντυπωσιακή.

          Σε αυτό το εκτεταμένο δασώδες τοπίο, ανατολικά του Βοσπόρου, εύλογο ήταν να ζουν αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, φίδια, ακρίδες, χελώνες και από πουλιά τρυγόνια, κοτσύφια, τσίχλες και πάμπολλα μικρότερα ενώ πολλές φορές κατέβαιναν και γεράκια από τον Υμηττό. Κατά συνέπεια εκτός από τους βοσκούς και τους μελισσοκόμους το άγριο αυτό τοπίο περιδιάβαιναν και κυνηγοί. Καλλιεργήσιμα χωράφια δεν υπήρχαν, το έδαφος ήταν σκληρό και όπως έχομε σημειώσει είχε υποστεί άγρια λεηλασία αφού το χώμα σε μεγάλη έκταση είχε αφαιρεθεί για να επιχωματωθούν οι κήποι των Δικηγορικών, του Βοσπόρου και του  Ελληνικού.

          Όλη η περιοχή από τον Βόσπορο ως τον Υμηττό ήταν ενιαία ως δάσος και ένα μονοπάτι στα χνάρια της αρχαίας οδού Αθηνών-Σουνίου [σημερινή λεωφόρος Βουλιαγμένης] τη χώριζε αδιόρατα. Γι αυτόν τον δρόμο στο υπ’ αρ. 6728/12-6-1933 συμβόλαιο του Ζ. Μουζάκη, τ.1030, αρ.50, σημειώνεται ‘’…νεοανοιγείσαν και υπό κατασκευήν οδός Αθηνών-Βου-λιαγμένης …’’. [Παλαιότερα  ήταν ημιονικός ή καρόδρομος].

          Οι Βοσποριώτες όταν αναφέρονταν σε αυτή τη περιοχή [της  σημερινής Νέας Ευρυάλης] έλεγαν ‘’στα ρουμάνια’’, δηλαδή στο δάσος, ενώ τη πλευρά, το μέρος που ήταν κοντά στο ρέμα και σε όλη τη διαδρομή του, ονόμαζαν ‘’ρεματαριά’’.

          Μετά το 1934 η πάνω από την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης περιοχή, σε αυτό το βόρειο μέρος του κτήματος της Γλυφάδας, εντάχθηκε στο σχέδιο και έλαβε το λόγιο όνομα Τερψιθέα [τερπνή, ευχάριστη θέα]. Η οικοπεδοποίησή της είχε χαρακτήρα εκμετάλλευσης. Κόπηκαν  μικρά οικόπεδα, έγιναν στενοί δρόμοι, διαφημίστηκε έντονα μέσω εκδοτών και εφημερίδων [πχ της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος του Κώστα Αθάνατου] για τη προσέλκυση αγοραστών. Η Τερψιθέα  προοριζόταν για τα λαϊκά στρώματα. Ήταν μακριά από τη παραλία της Γλυφάδας και το κέντρο της Αθήνας. Τα οικόπεδα έπρεπε να  πωληθούν έστω και με πολλές δόσεις για να δώσουν κέρδη στη  συνιδιοκτησία.

          Όμως τα οφέλη από την οικοπεδοποίηση και εμπορευματοποίηση της Γλυφάδας αλλά και των γύρω από την Αθήνα περιοχών, αφού και επαρχιώτες μετανάστευαν στη πρωτεύουσα αλλά και οι πολυάριθμοι πρόσφυγες έπρεπε να στεγασθούν, διείδαν και άλλοι εκτός του Καραπάνου και της συνιδιοκτησίας. [Άλλωστε η Ηλιούπολη, η Αργυρούπολη, ο Βύρωνας, η Καλλιθέα, η Νέα Σμύρνη, η Νέα Ιωνία, η Νίκαια κλπ  γνώριζαν εκτεταμένη οικοπεδοποίηση και  ανοικοδόμηση για αυτούς τους λόγους].

          Σε αυτό το κλίμα της εποχής, της αναζήτησης δηλαδή εκτάσεων στα πέριξ των Αθηνών για οικοπεδοποίηση και στέγαση Μικρασιατών προσφύγων και επαρχιωτών μεταναστών, ένας επιχειρηματίας, ο Αλέξανδρος Γιάνναρος, προσήλθε σε συζητήσεις με τη συνιδιοκτησία της Γλυφάδας για την αγορά κάποιου μεγάλου τμήματος του  κτήματος, επισκέφθηκε το κτήμα, εντόπισε τη δασώδη περιοχή που σήμερα καλείται Νέα Ευρυάλη και αποφάσισε να την αγοράσει  ‘’με τον σκοπόν όπως διαχωρίση το ρηθέν αγρόκτημα εις μικρότερα τοιαύτα και μεταπωλήση ταύτα επί κέρδει προς τρίτους και εν γένει  εκμεταλλευθή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον το αγρόκτημα τούτο’’. Αλλά επειδή [φαίνεται] δεν μπορούσε μόνος του να αναλάβει το κόστος μίας  τέτοιας δραστηριότητας [προφανώς λόγω της έκτασης του  τμήματος] προσέλαβε ως συνεταίρους τον Σπυρίδωνα Κρασσά, ιατρό και τον Παύλο Λεούση, επιχειρηματία, μέλος της ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ και με το υπ’ αρ. 2905/9-7-1938 εταιρικό του συμβολαιογράφου  Αθηνών Γ. Κωστόπουλου συνέστησαν την εταιρεία ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ η οποία προϋπήρχε με άλλα μέλη όμως και η οποία είχε ως σκοπό ‘’την καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκμετάλλευσιν του ρηθέντος αγροκτήματος και ιδιαιτέρως την κατάτμησιν τούτου εις τεμάχια και επί κέρδει μεταπώλησιν των προς τρίτους’’.

          Ο σκοπός σημειώνεται καθαρά. ‘’Εκμετάλλευσις, κατάτμησις, μεταπώλησις επί κέρδει’’. Δεν ήταν οι μόνοι. Και άλλοι πολλοί είχαν ‘’πέσει’’ πάνω σε περιοχές του λεκανοπεδίου και ιδιαίτερα γύρω από την  μικρή τότε πόλη της Αθήνας με τις ίδιες διαθέσεις και τους ίδιους  σκοπούς και πλούτισαν στηριζόμενοι σε αυτό το οδυνηρό  φαινόμενο της αστυφιλίας, της μετανάστευσης, του ξεριζωμού των χωριών και της επαρχίας για να γίνει το άλλοτε κλεινόν άστυ μία απέραντη τερατούπολη.

          Στις 30-11-1938 η συνιδιοκτησία έλαβε την υπ’ αρ. 164362/1938 άδεια του Υπουργού Γεωργίας για πώληση μέρους του κτήματος της έκτασης 580 στρεμμάτων. Με το υπ’ αρ. 7160/3-12-1938 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθ. Θανόπουλου, τ. 1175, αρ. 479, η εταιρεία με την  επωνυμία ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ και εμπορικό τίτλο Κτηματική Πρόνοια αγόρασε από τους Κλειώ Καραπάνου [ο Πύρρος Καραπάνος πέθανε το 1936], β] Κων. Βάο, γ] Δημ. Ζαμάνο και δ] Ιωάννη Ζέπο τα 69/72 εξ αδιαιρέτου ενός τμήματος του κτήματος της Γλυφάδας, έκτασης 586 στρεμμάτων και 539 μέτρων που αποτυπώνεται στο από 31-10-1938 τοπογραφικό διάγραμμα των αδελφών Καστραβέλη, πολιτικών  μηχανικών και του τοπογράφου Εμμ. Βεϊνόγλου, αντί τιμήματος  10.117.800 [προπολεμικών] δραχμών [18.000 δρχ. το στρέμμα αφού τα 69/72 του πωληθέντος αντιστοιχούσαν σε 562 στρέμματα και 100 μέτρα].

          Ο αγρός αυτός κατά το παραπάνω συμβόλαιο συνορεύει ανατολικά με υπόλοιπο ιδιοκτησίας πωλητών σε πλευρά ΓΔ μήκους 734,69 μ. [σημερινή οδός Μιαούλη], μεσημβρινώς με υπόλοιπο  ιδιοκτησίας πωλητών σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής α] ΔΕ μήκους 256,22 μέτρων [σημερινή οδός Κανδρή, στην άκρη του γκολφ] και β] ΕΖ μήκους 671 μέτρων [σημερινή οδός Περγάμου], αρκτικώς με νέα οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης σε πλευρά ΑΒΓ μήκους 359,20 μέτρων και δυτικοαρκτικώς με άξονα χειμάρρου σε πλευρά ΑΖ [για την οποία δεν σημειώνονται μέτρα μήκους].

          Στη συνέχεια οι τρεις νέοι συνιδιοκτήτες προχώρησαν στη διάνοιξη δρόμων με πρώτον εκείνον της Ισμήνης [σημερινής Ελ. Βενιζέλου] μπαζώνοντας το ρυάκι της. Έτσι αυτός ο δρόμος ευθύς και ευρύς ένωνε την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης με τη παραλία, διαμέσου του Βοσπόρου, και των Δικηγορικών. Η Ισμήνης θα διέσχιζε και τον νέο οικισμό όταν αυτός κτιζόταν και θα γινόταν ο κεντρικός του δρόμος όπως είναι και σήμερα.

          Η οικοπεδοποίηση της νεοαποκτηθείσας περιοχής από την ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ άρχισε. Εργάτες από τον Βόσπορο και τα γύρω χωριά δούλευαν στους δρόμους και στην οριοθέτηση των οικοδομικών τετραγώνων. Σαν ορόσημα κυρίως έθεταν μικρές κολώνες από μπετόν [σημάδια] και δεν προχώρησαν σε περιφράξεις.

          Αρχικά δεν έκοψαν όλη τη περιοχή σε μικρά οικόπεδα ούτε το δάσος κατέστρεψαν παρά μόνον όπου ήταν αναγκαίο για τις εργασίες  οριοθέτησης των οικοδομικών τετραγώνων.

          Με ανταλλαγή απέκτησαν και από τον πέμπτο της συνιδιοκτησίας Γιαρμενίτη τα υπόλοιπα 3/72 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω κτήματος δυνάμει του υπ’ αρ. 6914/20-2-1940 συμβολαίου του  συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Καραβάσου, τ. 1205, αρ. 334. Ο Γιαρμενίτης απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα τρία κομμάτια αυτής της περιοχής.

          Στη συνέχεια οι εταίροι προχώρησαν σε σταδιακή οικοπεδοποίηση και πωλήσεις που ούτε ο πόλεμος και η κατοχή δεν ανέκοψαν [βλ πχ τ. 1264, αρ.212, τ.1266, αρ.214 κλπ. Από 12 Ιουνίου 1942 ως 23 Οκτωβρίου 1942 είχαν πωλήσει 70 οικόπεδα. Πολλά επίσης  πώλησαν και το 1943].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

12.     O πόλεμος και η κατοχή

           Με την εμπλοκή της Ελλάδος στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο Άγγλοι στρατιώτες ήρθαν στη χώρα και μερικοί ενίσχυσαν τη φρουρά του αεροδρομίου γύρω από το οποίο υπήρχαν αντιαεροπορικά  πυροβολεία και καταφύγια. Μία μονάδα Άγγλων έστησε σκηνές και στρατοπέδευσε στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης, στον άξονα και χαμηλά της [σημερινής] οδού Ελ. Βενιζέλου και άλλοι στο δάσος ενώ οι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στις επαύλεις των Δικηγορικών.

          Όταν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στα σύνορα, το αεροδρόμιο εδέχθη πλήγματα από τα γερμανικά βομβαρδιστικά και εκτός από τη φρουρά του ζημίες προκλήθηκαν στις γύρω κατοικίες και τους  αμάχους.

          Ένα πρωινό του Απρίλη του 1941 οι κάτοικοι του Ελληνικού και του Βοσπόρου έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι οι Άγγλοι είχαν φύγει μες τη νύκτα.      ‘’Τα όπλα ο Γιάννης τα κουβάλησε τη μέρα που έφευγαν  οι Άγγλοι από τη Γλυφάδα. Εκείνη τη μέρα έτρεξε ο κοσμάκης στο  δάσος της Γλυφάδας, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι Άγγλοι και  μάζεψε πράματα να δροσιστεί η ψυχή σου. Τι κορν-μπηφ, τι ζαμπόνια, τι τυριά, εσώρουχα, πιτζάμες, ωραίες σκηνές και αλεξίπτωτα. Υφάσματα αξίας. Πήγε και ο δικός μας ο Γιάννης και μας κουβάλησε μία κουβέρτα γεμάτη όπλα, φυσίγγια, φωτοβολίδες, καλώδια’’, [Μαρίας Ιορδανίδου, Στου κύκλου τα γυρίσματα, σελ. 12-13].

          Η κατάληψη των Αθηνών επέφερε και την εγκατάσταση γερμανικής φρουράς στο αεροδρόμιο Ελληνικού. Οι αξιωματικοί [και ίσως και οι στρατιώτες αρχικά] εγκαταστάθηκαν στα Δικηγορικά [οι Ιταλοί στην οδό Ξάνθου] με επίταξη των οικιών. Οι  κατοχικές δυνάμεις κατασκεύασαν και άλλα ορύγματα, καταφύγια και πυροβολεία περιμετρικά του αεροδρομίου, έφτιαξαν στρατώνες και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις [πχ μέσα στο αεροδρόμιο είχαν τα μαγειρεία και τα εστιατόριά τους], δημιούργησαν αποθήκες  πυρομαχικών και καυσίμων, μετέτρεψαν το Αμερικάνικο Κολλέγιο του  Ελληνικού σε νοσοκομείο τους. Συνάμα έφτιαξαν στη σημερινή Νέα Ευρυάλη τρεις δεξαμενές νερού από το βρόχινο, χρησιμοποίησαν τα πηγάδια του Βοσπόρου, άνοιξαν και άλλα ιδίως στον άξονα της οδού Ισμήνης, μεταξύ Δικηγορικών και Βοσπόρου όπου βρήκαν υπόγειο ποτάμι με άφθονα νερά και έτσι υδροδότησαν εκτεταμένη περιοχή.

          Όμως το αεροδρόμιο εγκυμονούσε κινδύνους για τους περιοίκους.       ‘’Το καλοκαίρι του 1943 έγινε ο πρώτος βομβαρδισμός που έκαναν οι σύμμαχοί μας στο Ελληνικό. Στις 23 με 24 του Σεπτέμβρη … έγινε ο δεύτερος και μεγάλος βομβαρδισμός του Ελληνικού’’, [Μαρίας Ιορδανίδου, Στου κύκλου τα γυρίσματα, σελ. 80]. Και η Γλυφάδα βομβαρδίστηκε από τους συμ-μάχους πολλές φορές [βλ. πρακτικό  δημοτικού συμβουλίου Γλυφάδας της 25-7-1946] κυρίως το βράδυ και αφού προηγουμένως έπεφταν φωτοβολίδες. Από τους  βομβαρδισμούς προκλήθηκαν μεγάλες ζημίες, σκοτώθηκαν άνθρωποι, καταστράφηκαν σπίτια, δρόμοι, καλλιέργειες, δένδρα, ζώα.

          Στα Δικηγορικά, όπως έχει σημειωθεί, δεν κατοικούσαν μόνιμα οι ιδιοκτήτες των αρχοντικών. Η κατοχή, η έλλειψη συγκοινωνιών και οι κίνδυνοι δεν επέτρεπαν στους Αθηναίους αστούς να επισκέπτονται τα εξοχικά τους. Άλλωστε σε αυτά έμεναν οι Γερμανοί. Οι Βοσποριώτες όμως έβλεπαν τον χάρο με τα μάτια. Τα εγγλέζικα αεροπλάνα, ‘’ξύνοντας’’ τον Υμηττό, ξεπρόβαλαν ξαφνικά στον ορίζοντα και έριχναν βόμβες κατά της γερμανικής φρουράς, των εγκαταστάσεων, των  αεροπλάνων, των αυτοκινήτων και καυσίμων της και ενώ αυτή  προσπαθούσε και κατά κανόνα δεν πρόφταινε να ανταποδώσει με  αντιαεροπορικά πυρά αν δεν κατέφευγε στα καταφύγια. Στα καταφύγια προσέτρεχαν για να διασωθούν και οι κάτοικοι των γύρω από το  αεροδρόμιο οικισμών. Τα δημόσια καταφύγια ήταν λιγοστά. Περισσότερα ήσαν τα ιδιωτικά [στα υπόγεια των σπιτιών]. Έτσι πολλοί κάτοικοι του Βοσπόρου και επειδή τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί ή υποστεί ζημίες αλλά και η ζωή τους κινδύνευε αναγκάστηκαν να  εγκατασταθούν έστω προσωρινά σε άλλες μακρινές συνοικίες κοντά σε  συγγενείς τους  ή με ενοίκιο.

          Για να προστατεύουν οι Γερμανοί τα αεροπλάνα και τα αυτοκίνητα τους από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς τα έκρυβαν με το αναγκαίο καμουφλάζ είτε ανάμεσα στα σπίτια των Δικηγορικών και του Βοσπόρου είτε κάτω από τα δένδρα του άλσους και τα  μετακινούσαν συχνά-πυκνά ανάμεσα στα πεύκα και τους σχίνους. Πολλές φορές με τα μεγάλα στρατιωτικά φορτηγά  μετέφεραν για  προστασία τα αεροπλάνα τους ως το δάσος της Βουλιαγμένης. Καμουφλαρισμένα για φύλαξη ήταν και τα πυρομαχικά και τα καύσιμά τους στο άλσος.

          Ωστόσο εκτός από τους βομβαρδισμούς οι κατοχικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν και τα σαμποτάζ των πατριωτών της αντίστασης οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους δεν δίσταζαν να επιχειρούν νύκτα και κατά τις ώρες των βομβαρδισμών κυρίως να σχίσουν τα λάστιχα των αυτοκινήτων ή των αεροπλάνων στο άλσος ή να τρυπήσουν τα βαρέλια των καυσίμων. [Οι τραυματίες της αντίστασης νοσηλεύονταν για ελαφρά τραύματα σε σπίτια και για σοβαρά στο Ασκληπιείο της Βούλας κρυφίως ή με διάφορες δικαιολογίες για τις πληγές τους].

          Οι κατοχικοί χειμώνες συνέβη να είναι βαρείς και το κρύο  αβάσταχτο. Για να ζεσταθούν οι κάτοικοι της περιοχής και της Αθήνας αλλά και για να μαγειρέψουν χρειάζονταν ξύλα. Πετρέλαιο δεν υπήρχε για τους κατακτημένους ή και αν εύρισκαν στη μαύρη αγορά ήταν  πανάκριβο. Χρειά-ζονταν ξύλα. Οργάνωναν λοιπόν για το δάσος της  Γλυφάδας και του Υμηττού εκστρατείες με γαϊδούρια, κάρα και καρότσια για να πάρουν ξύλα και για να φέρουν πολλά φορτώνονταν και στη πλάτη ή τον ώμο και έκαναν μία μεγάλη απόσταση [πχ Καλλιθέα-Υμηττός και επιστροφή] με τα πόδια και φορτωμένοι άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά. Γιατί τα ξύλα δεν προορίζονταν μόνο για  προσωπική χρήση [ζεστασιά και μαγείρεμα] αλλά και για το εμπόριο. Τα πωλούσαν σε ηλικιωμένους και ανήμπορους και κυρίως στους  φούρνους και τους ευκατάστατους για ένα κομμάτι ψωμί ή άλλα χρειώδη σε μία ανταλλακτική οικονομία όπου τα κατοχικά νομίσματα δεν είχαν καμία αξία.

          Και έτσι το απέραντο δάσος της Γλυφάδας και του Υμηττού σε  μεγάλη έκταση υλοτομήθηκε. Είχαν κοπεί παλαιότερα δένδρα από τον Καραπάνο και τη συνιδιοκτησία για δρόμους και οικόπεδα αλλά τώρα η επιδρομή ήταν πολύ μεγάλη. Το άλσος ωστόσο της Γλυφάδας  διασώθηκε επειδή το χρειάζονταν οι Γερμανοί για να κρύβουν τα  αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα τους. Και έτσι απαγόρευσαν την υλοτομία σε αυτό.

          Το αεροδρόμιο όμως χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς για στρατιωτικούς σκοπούς [όπως και πριν από τους Άγγλους]. Ωστόσο θεωρήθηκε μικρό, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες και έτσι με το ν δ 1981/1942, ΦΕΚ 297 Α, ‘’ περί αναγκαστικής  απαλλοτριώσεως ακινήτων προς επέκτασιν του αεροδρομίου Χασανίου’’ η  κατοχική κυβέρνηση αποφάσισε ότι ‘’προς πραγματοποίησιν της υπό των Στρατιωτικών αρχών κατοχής ζητηθείσης ή ζητηθησομένης  επεκτάσεως του εις θέσιν Χασάνι των Αθηνών αεροδρομίου, επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις οικοδομών, αγροκτημάτων ή άλλων οιασδήποτε φύσεως ακινήτων παρακειμένων εις το ως άνω  αεροδρόμιον και κειμένων εν ταις περιφερείαις των Κοινοτήτων Αγίου Δημητρίου [Μπραχαμίου], Ελληνικού, Καλαμακίου και της τέως  Κοινότητος Κομνηνών’’ [άρθρο 1, παρ. 1]. Με το άρθρο 32 παρ. 1 προβλεπόταν η επίταξη και εκκένωση κατοικιών ακόμη και ως τον οικισμό της κοινότητας Βουλιαγμένης για τις ανάγκες των ανδρών του Γερμανικού στρατού με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου.

          Στη συνέχεια το κατοχικό υπουργικό συμβούλιο με την υπ’ αρ. 25/ 25-1-1943, ΦΕΚ 22 Α, πράξη του, ‘’περί κηρύξεως αναγκαστικής  απαλλοτριώσεως ακινήτων προς επέκτασιν του Αεροδρομίου  Χασανίου, … κηρύσσει αναγκαστικώς απαλλοτριωτέας τας κάτωθι εκτάσεις μετά των επ΄ αυτών κτισμάτων και λοιπών επικειμένων …αναγκαιούσας δια την υπό των Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής αιτηθείσαν  επέκτασιν του Αεροδρομίου Χασανίου. 1] … της περιφερείας της  Κοινότητος Ελληνικού, 2] … της τέως Κοινότητος Κομνηνών και 3] … του τμήματος Αλίμου [Καλαμακίου] … Η ως άνω απαλλοτρίωσις  ενεργείται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και δαπάναις αυτού [παγία  προκαταβολή προμηθειών Αρχών Κατοχής]’’’ [Για την  απαλλοτρίωση ενός κτήματος στο Χασάνι βλ. ΑΝ 275/1943, ΦΕΚ 160 Α, απόφαση κατοχικού υπουργικού συμβουλίου].

          Έτσι λοιπόν η επέκταση του αεροδρομίου κατέλαβε μικρό τμήμα του Καλαμακίου και μία έκταση του Ελληνικού και της τέως κοινότητας Κομνηνών. Κατά συνέπεια δεν απαλλοτριώθηκε όλη η έκταση της κοινότητας Ελληνικού και φυσικά δεν ‘’ενοχλήθηκε’’ εδαφικά, τότε, η Γλυφάδα.

          Με τον ν 239/1943, ΦΕΚ 174 Α, η Γλυφάδα ενώθηκε  με το  Ελληνικό και συνέστησαν τον Δήμο Ευρυάλης.

          Όμως εκτός από το κρύο του χειμώνα η πείνα της κατοχής ήταν φοβερή. Στην Αθήνα, το πολυάνθρωπο κέντρο, πέθαναν άνθρωποι επειδή δεν εύρισκαν τίποτε για να φάνε. Στην επαρχία, στα χωριά, υπήρχε πείνα αλλά δεν έφθανε ως τον θάνατο. Εκεί οι χωρικοί είχαν τρόπους να την αντιμετωπίσουν. Έτσι και στον Βόσπορο, ένα χωριό της Αττικής γης, οι κάτοικοι είχαν περιβόλια με δένδρα και  προμηθεύονταν  οπωροκηπευτικά. Στα οικόπεδα, στο δάσος, στον Υμηττό, εύρισκαν αγριολάχανα  [ραδίκια, πετρορράδικα, αλιβάρβαρα, ζοχούς, σπαράγγια κλπ], ψάρευαν στη παραλία, προμηθεύονταν λίγο μέλι αλλά και γάλα, τυρί και κρέας από τους τσοπάνηδες που έβοσκαν τα κοπάδια τους στη γύρω περιοχή. Οι Βοσποριώτες καλλιέργησαν κάποια χωράφια και οικόπεδα, έσπειραν σιτάρι, κριθάρι, φακές, ρεβίθια κλπ. Είχαν στα σπίτια τους κότες για τα αυγά τους, έσφαζαν  κοτόπουλα και κυνηγούσαν στον Υμηττό θηράματα. Υπέφεραν αλλά από πείνα δεν πέθαναν. ’’Ξεγελούσαν το στομάχι τους’’. Άλλωστε από φτώχεια ήταν συνηθισμένοι και στις δυσκολίες υπέμεναν.

          Η γλυκιά όμως ημέρα της απελευθέρωσης έφθανε …

 

13.           Μετά την απελευθέρωση

        Σαν έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα μία από τις πρώτες έγνοιες των Άγγλων που κατέφθασαν ήταν ο έλεγχος του αεροδρομίου. Έστησαν τις σκηνές τους στο δάσος [περίπου στο κάτω μέρος του σημερινού γκολφ] και στρατοπέδευσαν εκεί μαζί με τους  Νεοζηλανδούς. Για τους αξιωματικούς επιτάχθηκε ένα τετράγωνο στα Δικηγορικά και εγκαταστάθηκαν για ένα χρόνο στα κτίρια. Στα Δικηγορικά είχαν και τα μαγειρεία και τις φυλακές τους στις οποίες διαβιούσαν σε καλά περιφραγμένο χώρο οι Γερμανοί αιχμάλωτοι.

        Για τη καλλίτερη προστασία του αεροδρομίου περιέφραξαν με συρματοπλέγματα όλη τη γύρω περιοχή συμπεριλαμβάνοντας και τα Δικηγορικά και τον Βόσπορο. Ωστόσο αν και αμέσως μετά την απελευθέρωση ο ΕΛΑΣ αφόπλισε για ένα διάστημα τη Χωροφυλακή Γλυφάδας συγκρούσεις στη περιοχή κατά τη διάρκεια του εμφυλίου δεν έλαβαν χώρα μεταξύ των αντιμαχομένων. Τις νύχτες αριστεροί φωνάζοντας στα χωνιά πλη-σίαζαν στον Βόσπορο και  καλούσαν τους κατοίκους σε συστράτευση.

        Στη σημερινή Νέα Ευρυάλη οι Άγγλοι αφού μάζεψαν όλα τα άδεια βαρέλια όλων των καυσίμων τους τα τοποθέτησαν εκεί περίπου που η οδός Ροδόπης, σήμερα. συναντά τη Ρεθύμνου, φτιάχνοντας δύο μεγάλες πυραμίδες [50.000 χιλιάδες βαρέλια περίπου] καταλαμβάνοντας σημαντική έκταση έναντι ενοικίου. Κατασκεύασαν τρεις  δεξαμενές για πυρασφάλεια κοντά στην οδό Ισμήνης και περιέφραξαν το χώρο εγκαθιστώντας και φρουρά. Σύντομα ωστόσο τα πώλησαν σε δημοπρασία και ο αγοραστής αφού τοποθέτησε φύλακες από τον Βόσπορο τα πώλησε τμηματικά σε διάστημα δύο ετών. Όταν πωλήθηκαν τα βαρέλια η περιοχή απογυμνωμένη από το δάσος με ορόσημα των τετραγώνων και παρατημένα συρματοπλέγματα και διάφορα αντικείμενα πρόβαλε αγνώριστη σε σχέση με τη  προπολεμική της κατάσταση.

        Οι Άγγλοι έμειναν στη περιοχή του άλσους ως το 1947. Τους  διαδέχθηκε Ελληνική δύναμη του ΣΕΜ με τα άλογά της, ένας λόχος της ΕΣΑ και η σχολή μαγείρων. Το 1955 το στρατόπεδο εκκενώθηκε και στη θέση του λειτούργησε το γυμνάσιο Γλυφάδας [ως το 1974].

        Ο πόλεμος όμως και η κατοχή έφεραν μεγάλες καταστροφές στη γύρω από το αεροδρόμιο περιοχή κυρίως εξαιτίας των βομβαρδισμών. Σκοτώθηκαν άνθρωποι άλλοι έφυγαν για να σωθούν και σπίτια καταστράφηκαν. Στα Δικηγορικά από τα περίπου 125 σπίτια που υπήρχαν προπολεμικά τα 25 καταστράφηκαν εξολοκλήρου και τα 90 υπέστησαν σημαντικές ζημίες. Στον Βόσπορο από τα 95, περίπου τα 70 καταστράφηκαν παντελώς και τα 25 κατά ένα μέρος [βλ. συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου Γλυφάδας της 25-7-1946].

        Μετά την απελευθέρωση όσοι είχαν φύγει κατά τη κατοχή από τα σπίτια τους στον Βόσπορο εξαιτίας των βομβαρδισμών επανήλθαν και αντίκρισαν το φοβερό θέαμα των ερειπίων. Σπίτια και παράγκες που είχαν κατασκευάσει με τόσο κόπο έπρεπε να ξαναφτιαχτούν. Οι λεγόμενοι ‘’βομβόπληκτοι’’, άστεγοι σχεδόν πάλι, έπρεπε να  αρχίσουν ξανά από την αρχή. Και για τα Δικηγορικά που έτσι κι αλλιώς και προπολεμικά δεν κατοικούσαν μόνιμα και για παραθερισμό μόνον είχαν τις επαύλεις τους, εύποροι ήσαν οι ιδιοκτήτες τους, το πρόβλημα δεν ήταν μεγάλο, για τους Βοσποριώτες όμως η  τραγωδία ήταν φοβερή. Και τι να κάνει το κράτος μέσα στη δίνη του εμφυλίου και της δεινής οικονομικής του κατάστασης;

        Το πρόβλημα της στέγης ανέκυπτε πάλι οξύ όπως και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. [Η μία καταστροφή μετά την άλλη].

        Ωστόσο το κράτος έδωσε ξυλεία στους πληγέντες για να φτιάξουν τις στέγες των σπιτιών τους και με το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως ξεκίνησε την ανέγερση μικρών κατοικιών σε πολλές περιοχές της χώρας για την αποκατάσταση των αστέγων. Το πρόβλημα της στέγης θα βασάνιζε την Ελληνική Πολιτεία επί μακρόν. [Στην εφημερίδα Βραδυνή της 26-3-1951 διαβάζομε κυβερνητική εξαγγελία ότι ‘’θα στεγασθούν οι παραπηγματούχοι και οι διαμένοντες εις τρώγλας’’].

        Στον Βόσπορο οι επισκευές και ανεγέρσεις νέων οικιών έγιναν σχετικά γρήγορα. Οι Βοσποριώτες ήταν συνηθισμένοι στις  συμφορές. Είχαν άμεση ανάγκη να στεγασθούν, δούλεψαν σκληρά και σπιτώθηκαν σύντομα. Έκτισαν γερά σπίτια με μπετόν ή πλίνθους ή πέτρες και με κεραμοσκεπή ή τσιμεντόπλακα.

        Συνάμα εξαιτίας του εμφυλίου και της οικονομικής εξαθλίωσης της χώρας η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα γνωρίζει νέο κύμα μετανάστευσης όχι μόνο προς το εξωτερικό [Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο κλπ] αλλά και στο εσωτερικό της με μεγάλο αριθμό ανθρώπων και παρατεταμένη χρονική διάρκεια. Η επαρχία  ερημώνει. Η πρωτεύουσα γιγαντώνεται άναρχα και απάνθρωπα. Νέες συνοικίες σχηματίζονται και η οικοδομή ξεκινά. Η οικοπεδοποίηση ανθεί και η συνιδιοκτησία της Γλυφάδας θα συνεχίσει τις πωλήσεις τις οποίες άλλωστε δεν σταμάτησε ούτε κατά τη κατοχή ή τον εμφύλιο.

        Έτσι και στον Βόσπορο επαρχιώτες μετανάστες θα αναζητήσουν οικόπεδα και θα κτίσουν σπίτια για να εγκατασταθούν. Λιγοστοί βέβαια γιατί η απόσταση από την Αθήνα είναι σημαντική, οι  συγκοινωνίες προβληματικές και οι δουλειές στις γύρω περιοχές  ελάχιστες.

        Αυτή τη περίοδο κτίστηκε στον Βόσπορο και νέα ιδιωτική εκκλησία της Αγίας Σκέπης ενώ κατά το 1958 άρχισε και η ανέγερση της  εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα [αρχικά με ξύλα] έξω και νότια του οικισμού. Η οικοδόμηση της εκκλησίας έγινε με εισφορές και  εράνους των κατοίκων του Βοσπόρου και με προσωπική τους, αμισθί, εργασία.

        Περί το 1950 επαρχιώτες μετανάστες έκτισαν και τις ως σήμερα διατηρούμενες εκτός σχεδίου κατοικίες στη βόρεια πλευρά του άλσους [προέκταση της οδού Προνόης, πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα].

        Από επαρχιώτες επίσης μετανάστες αγοράστηκαν τα οικόπεδα ‘’εις τας γαίας’’, ανάμεσα Δικηγορικών και Βοσπόρου και με την σταδιακή ανοικοδόμηση σε αυτά ενώθηκαν οι δύο οικισμοί [με τις τόσες  οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις].

      Μεταπολεμικά επεκτάθηκε  και το Αμερικάνικο Κολλέγιο του  Ελληνικού ενώ με τον ΑΝ 545/1945,ΦΕΚ 180 Α, το Ελληνικό  αποσπάστηκε από τον δήμο Ευρυάλης, αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής κοινότητα και ο δήμος Ευρυάλης μετονομάσθηκε σε δήμο Γλυφάδας όπως ως σήμερα λέγεται. [Το λαϊκό όνομα Γλυφάδα τελικώς υπερίσχυσε του λογίου Ευρυάλη αλλά ωστόσο πήρε την αίγλη του].

          Κατά το 1955 οι Αρμένιοι κάτοικοι του Βοσπόρου, πρόσφυγες και καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, ξεριζωμένοι και αυτοί από τις πατρογονικές τους εστίες, έφυγαν από τον Βόσπορο για να  εγκατασταθούν στη πατρίδα τους, τη μακρινή Αρμενία, η οποία  αποτελούσε μέρος της τότε Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών [ΕΣΣΔ] κορμός της οποίας ήταν η σημερινή Ρωσία. Λιγοστοί ωστόσο Αρμένιοι έμειναν στον Βόσπορο. [Σήμερα η Αρμενία είναι ανεξάρτητο κράτος].

        Γρήγορα όμως η ζωή στον Βόσπορο θα αποκτήσει έναν ομαλό ρυθμό. Το χωριό βρήκε τη καθημερινότητά του. Οι Βοσποριώτες έκτισαν τα σπίτια τους [και μερικοί τις παράγκες τους], τις εκκλησίες τους, είχαν σχολείο, καφενεία και μαγαζιά. Ο οικισμός τους είχε καθημερινή συγκοινωνία και οι κάτοικοι δούλευαν στις οικοδομές, στα σπίτια, στους κήπους και στα περιβόλια. Είχαν ανοιχθεί αρκετά λατομεία [ένα πχ κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα], άμμο έφερναν λαθραία τα καΐκια στη παραλία, η οικοδομή κινιόταν. Πήγαιναν κινηματογράφο στη Γλυφάδα ή την Αθήνα. Μία βόλτα στο κέντρο της Αθήνας ήταν σημαντικό γεγονός, ιδιαίτερα αν γινόταν βράδυ με τα πολύχρωμα φώτα και τις διαφημίσεις, το θέαμα για τους χωρικούς της Αττικής ήταν εντυπωσιακό.

        Τα Αστέρια ήταν απρόσιτα για τους Βοσποριώτες και γιατί το  εισιτήριο ήταν ακριβό αλλά και γιατί ‘’το κλίμα, το περιβάλλον’’, δεν τους ήταν καθόλου άνετο και οικείο. Περιορίζονταν να βλέπουν τους  κοσμικούς να πηγαίνουν στο νυχτερινό κέντρο ή στα Δικηγορικά με τα αυτοκίνητά τους, τα κοστούμια και τις κυρίες τους που φορούσαν τουαλέτες και μπορσελίνο. Οι Βοσποριώτες είχαν τις παρέες τους, η γειτονιά και το χωριό δημιουργούσαν ανθρώπινες, ζεστές σχέσεις. Γνωρίζονταν μεταξύ τους, βοηθούσε ο ένας τον άλλον, χαίρονταν και πενθούσαν μαζί. Έστηναν γλέντια, έκαναν βόλτες και τραγουδούσαν τους πόθους και τους καημούς τους. Τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους, έπαιζαν και πετροβολούσαν τις αντίπαλες ομάδες. Παρά τη φτώχεια ήταν  ελεύθερα στο χωριό, ξέγνοιαστα και δραστήρια. Έφτιαχναν αετούς και τους κολλούσαν με κουκουτσάλευρο [αλεύρι από κουκούτσια  χαρουπιών, η καλλίτερη κόλλα] και τους αμόλαγαν ανταγωνιζόμενα τίνος θα πάει πιο ψηλά. Έκαναν θελήματα ανιδιοτελώς ή με κάποιο γλυκό για ανταμοιβή στη γειτόνισσα και με τις φωνές τους  αναστάτωναν το χωριό.

          [Η Κρινιώ πήγαινε στη δευτέρα του δημοτικού. Την έστελνε η μάνα της με ένα μπουκάλι να πάει στον μπακάλη, στη Γλυφάδα, για να πάρει ‘’βερεσέ’’ ξύδι και λάδι. Πήγαινε από το μονοπάτι του δάσους τρέχοντας αλλά επαγρυπνώντας για να μη συναντήσει ‘’τον κακό τον λύκο’’. Της γέμιζε ο μπακάλης το μπουκάλι μισό ξύδι, μισό λάδι και επέστρεφε αμέσως. Σαν ήθελε η μάνα της να ρίξει ξύδι αναποδογύριζε απότομα το μπουκάλι και έβγαινε ξύδι, σαν ήθελε να βγει λάδι το γύριζε σιγά-σιγά. Το λάδι σαν πιο ελαφρό επέπλεε του ξυδιού και έβγαινε στο κουτάλι με οικονομία [με το ‘’σταγονόμετρο’’]. Ένας ταχυδακτυλουργός θα το παρουσίαζε στη πλατεία του χωριού σαν επιτυχία μεγάλη, σαν θαύμα για τους αδαείς. Για την Κρινιώ ήταν καθημερινότητα. Μάθαινε τους νόμους της φυσικής στη πράξη].

          Μερικοί Βοσποριώτες είχαν 2-3 κατσίκες ‘’για το γάλα’’ τους και οι περισσότεροι αρκετές κότες. Αχάραγο τα κοκόρια συναγωνίζονταν ποιο θα λαλήσει δυνατότερα για να ξυπνήσει τους κατοίκους μία ώρα αρχύτερα. Πρωί-πρωί κατέφθαναν και οι μανάβηδες από το Κορωπί με τα γαϊδούρια τους φορτωμένα οπωροκηπευτικά και διαλαλούσαν τα προϊόντα τους. Είχαν ξεκινήσει αχάραγο από τα σπίτια και τα μποστάνια τους και πριν ξημερώσει είχαν ‘’καβαλήσει’’ το διάσελο του Υμηττού για να φθάσουν στον Βόσπορο, τη Γλυφάδα, το  Ελληνικό κλπ.  Ίδια και με τις φωνές των ψαράδων, των πραματευτάδων, των γανωτήδων και των άλλων πλανόδιων.

          Οι νερουλάδες [‘’υδροπώλαι’’] αντλούσαν το νερό για να το  πωλήσουν είτε από δικά τους πηγάδια είτε από κοινοτικά. Αγόραζαν το βυτίο 3 δραχμές και το πωλούσαν 15. Ένα βυτίο περιείχε 3 βαρέλια νερού. Το μετέφεραν με κάρο που το έσερνε άλογο. Ένα άλογο  άξιζε 10.000 δρχ. ένα οικόπεδο 450 τετρ. πήχεων 8.000 δρχ. και η  αγορά του οικοπέδου γινόταν με πολλές δόσεις ενώ του αλόγου με εφ’ άπαξ πληρωμή. Αργότερα οι νερουλάδες αλλά και οι  μανάβηδες, οι ψαράδες και οι μεταφορείς γενικότερα απέκτησαν τρίκυκλα. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, οι κάτοικοι πολλαπλασιάσθηκαν εξ  αιτίας της αστυφιλίας, οι διαδρομές έγιναν πολλές, τα άλογα δεν  μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, οι  μηχανές κέρδιζαν τη μάχη. Άλλωστε το δίκτυο ύδρευσης της ΟΥΛΕΝ  επεκτεινόταν συνεχώς, το ίδιο και η ηλεκτροδότηση. Η Αθήνα και οι  γύρω περιοχές μεγάλωναν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          14.     Τα πρώτα σπίτια στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης

        Μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωση σαν έφυγαν τα βαρέλια και τα  συρματοπλέγματα η εικόνα του τοπίου που σήμερα καλείται Νέα Ευρυάλη, όπως και πιο πάνω σημειώσαμε, ήταν αποκαρδιωτική. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Κρανίου τόπος σε σχέση με τη προπολεμική περίοδο. Ίσως ο χαρακτηρισμός να είναι υπερβολικός αλλά ωστόσο δεν απέχει πολύ και της πραγματικότητας. Η γύμνια κυριαρχούσε. Το τοπίο είχε αποψιλωθεί. Το προπολεμικό δάσος είχε υλοτομηθεί, όπως είδαμε, κατά τη κατοχή και μεγάλες ποσότητες χώματος είχαν αφαιρεθεί προπολεμικά για να επιχωματωθούν οι κήποι των Δικηγορικών και του Ελληνικού. Και τον χειμώνα τα νερά της βροχής που κατέβαιναν ορμητικά από τον Υμηττό και τη  Tερψιθέα έγδερναν το έδαφος και σχημάτιζαν νεροσυρμές κοντά στα  παλιότερα και μεγαλύτερα ρέματα. Μόνον θάμνοι και χόρτα φύτρωναν πλέον και αυτά μικρά και αδύναμα, τα πουλιά και τα αγρίμια  μετανάστευσαν στον Υμηττό και μόνο 2-3 τσοπάνηδες είχαν τα μαντριά τους [εκεί πχ που σήμερα, στη πλατεία της Νέας Ευρυάλης, είναι το περίπτερο υπήρχε ένα ποιμνιοστάσιο] και περιέφεραν τα κοπάδια τους στα οικόπεδα, τα ρέματα, το άλσος και τον Υμηττό.

        Ο μπάρμπα-Σπύρος, νερουλάς από τον Βόσπορο, έχτισε ένα   στάβλο στη περιοχή της σημερινής οδού Ροδόπης, κοντά στην οδό Βουλιαγμένης, για να στεγάσει το άλογό του και να αποφύγει τις παρατηρήσεις της Χωροφυλακής και τις διαμαρτυρίες των γειτόνων του στον Βόσπορο γύρω στα 1948. Θα πρέπει να ήταν το πρώτο κτίσμα [μετά τα μαντριά των βοσκών φυσικά αλλά και το τελευταίο αγροτικό] στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης που ξεκίνησε δηλαδή την ανοικοδόμησή της ως αγροτική περιοχή για να εξελιχθεί ωστόσο σύντομα σε αστική.

        Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη πρωτεύουσα φούντωνε. Οι αγρότες εγκατέλειπαν τα χωριά τους και αναζητούσαν καλλίτερη τύχη στις μεγαλουπόλεις. Τώρα που οι επαρχιώτες κατέκλυζαν την Αθήνα, οι έμποροι της γης έτριβαν τα χέρια τους, απευθύνονταν πλέον σε ευρύ αγοραστικό κοινό. Η εταιρεία ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ που όπως είδαμε είχε αγοράσει προπολεμικά τη περιοχή και πωλούσε οικόπεδα συνέχισε τις πωλήσεις στη κατοχή και τον  εμφύλιο. Είχε ανοίξει κάποιους δρόμους με πρώτον εκείνον της  Ισμήνης, κεντρικό και ατέλειωτο αφού ένωνε πλέον την οδό  Βουλιαγμένης με τη παραλιακή μέσω Βοσπόρου και Δικηγορικών και είχε  οριοθετήσει και τα οικοδομικά τετράγωνα με μικρές τσιμεντένιες κολώνες. Οικόπεδα ‘’έκοβε’’ για όλα τα βαλάντια. Μεγάλα των 1.000 μ. περίπου, μεσαία των 500 μ. και μικρά των 280 μ. Αλλά και οι ίδιοι οι αγοραστές τεμάχιζαν το οικόπεδό τους σαν ήταν μεγάλο, μερικές φορές, για να πωλήσουν τα κομμάτια του είτε όλα είτε τα υπόλοιπα του ενός [συνήθως 2] το οποίο κρατούσαν για λογαριασμό τους. Κάτι μικρά οικόπεδα, των 250-280 τ. μ. σε αδιέξοδα, στενοσόκακα, που λέγονται ιδιωτικοί δρόμοι είναι αποτέλεσμα της κατάτμησης και εμπορευματοποίησης της περιοχής [ακόμη και σε αδύναμους  οικονομικά αγοραστές]. Όπως έχει σημειωθεί και παραπάνω η εταιρεία είχε αγοράσει αυτό το κομμάτι για να το πωλήσει με κέρδος. Δεν απευθύνθηκε σε αγοραστικό κοινό υψηλού εισοδήματος όπως η συνιδιοκτησία της Γλυφάδας αρχικά, δηλαδή σε δικηγόρους, γιατρούς, αστούς παραθεριστές κλπ. Η λεγόμενη σήμερα Νέα Ευρυάλη όπως και η γειτονική της,  νοτιανατολικά, Πανιωνία αλλά και η πάνω από την οδό Βουλιαγμένης περιοχή της Τερψιθέας κλπ. οικοπεδοποιήθηκαν για να πωληθούν σε κάθε δυνάμενο να αγοράσει έστω και με πολλές μηνιαίες δόσεις 2 και 3 ετών όπως και το μεγαλύτερο μέρος του λεκανοπεδίου προορίσθηκε  για να στεγασθούν οι επαρχιώτες μετανάστες που έρχονταν στην Αθήνα να δουλέψουν ως εργάτες ή υπάλληλοι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συνήθως είχαν πωλήσει στο χωριό τους τα πατρογονικά κτήματα και ίσως και τα σπίτια τους και σε μικρή  σχετικά τιμή ή τα είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας της ερήμωσης της υπαίθρου και της αστυφιλίας ερχόμενοι στην Αθήνα ήθελαν να  αποκτήσουν το δικό τους ‘’κεραμίδι’’. Δούλευαν στις οικοδομές, τα  εργοστάσια κλπ οι άνδρες και οι γυναίκες στα εργοστάσια ή ως  οικιακοί βοηθοί στα σπίτια [βλ.  παλιές ελληνικές ταινίες]. Έμεναν στις γειτονιές του κέντρου, οικογένειες ολόκληρες σε ένα δωμάτιο  ισόγειου σπιτιού με πολλά δωμάτια, ένα δωμάτιο για κάθε οικογένεια και κοινό αποχωρητήριο για όλους σε μία κοινή αυλή και νύχτα [αχάραγο] έφευγαν για τη δουλειά και νύχτα [με το σούρουπο] γύριζαν στο φτωχικό τους. [Οι εικόνες αυτές πολύ γνώριμες για τη Ψωροκώσταινα και τους Νεοέλληνες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον εμφύλιο επαναλαμβάνονται πάλι από τους ξένους εργάτες που έχουν κατακλύσει τη χώρα τη τελευταία δεκαπενταετία].

          Με το όποιο κομπόδεμα λοιπόν από το χωριό και τις σκληρές  οικονομίες από το μεροκάματο στην Αθήνα αγόραζαν με πολλές δόσεις οικόπεδα πχ στη Γούβα, στο Δουργούτι, στο Μπαρουτάδικο, στη  Κοκκινιά, στα Ταμπούρια, στη Λεύκα, στη Γαργαρέττα, στο Κατσιπόδι, στη Παλατιανή, στην Ανάκασα, στου Προμπονά, στη Νέα Ζωή, στη Γκράβα, στη Κολοκυνθού, στα Θυμαράκια, στη Χαραυγή  κλπ  γειτονιές δηλαδή γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά είτε για να κτίσουν σπίτι και να στεγασθούν είτε για προίκα της κόρης ή και εξασφάλιση των χρημάτων τους σε όσους ασφαλώς περίσσευαν και μπορούσαν να κάνουν αποταμίευση [που είχε αρχίσει να  ‘’καλλιεργείται’’ από τη πολιτεία].

          Οι έμποροι της γης διαφήμιζαν τα οικόπεδά τους με τις αφίσες, τις εφημερίδες αλλά και το ραδιόφωνο. Περιώνυμη έμεινε η φράση ‘’διαθέτει θέα, φως, νερό, τηλέφωνο’’ κι ας μην είχε τίποτε  από αυτά. Μεσίτες άνοιγαν γραφεία, οικοδομικοί συνεταιρισμοί ιδρύονταν για κάθε ειδικότητα εργαζομένων και η οικοδομή άνθιζε.

          Η Γλυφάδα ήταν ονομαστή όχι μόνο στους εργαζόμενους στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στους επαρχιώτες και φυσικά όσο και αν ήταν μακριά από το κέντρο δεν απέφυγε την οικοπεδοποίηση, αντίθετα μάλιστα αφού αυτός ήταν και ο σκοπός των μεγαλοϊδιοκτητών της, να πωληθεί για το κέρδος.

          Έτσι  και η πάνω από τον Βόσπορο περιοχή, κατά τα ανατολικά του, οικοπεδοποιήθηκε από την ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ για να πωληθεί σε εργαζόμενους και συνεταιρισμούς. Ο οικοδομικός πχ Συνεταιρισμός Τελωνειακών υπαλλήλων Πειραιώς-Αθηνών αγόρασε όλο το τετράγωνο μεταξύ των οδών Ισμήνης-Ροδόπης-Πύργου και Δημοκρατίας [τ. 50, αρ. 104 υποθηκοφυλακείου Π. Φαλήρου] και για να μοιράσει περισσότερα οικόπεδα στα μέλη του ενδιάμεσα του τετραγώνου άνοιξε μακρά αλλά αδιέξοδη οδό, τη σημερινή οδό  Ιφιγένειας [όπου και η κατοικία μου] η οποία φέρει μαζί με την οδό Δημοκρατίας και μόνες αυτές, για τη Νέα Ευρυάλη, όνομα από την αρχαιοελληνική φιλολογία.

          Η ιδιοκτήτρια εταιρεία είχε καταστρώσει για τη περιοχή ένα σχέδιο με δρόμους και οικοδομικά τετράγωνα. [Η περαιτέρω κατάτμηση σε μικρά ή μεγάλα οικόπεδα εξαρτιόταν και από τις οικονομικές  δυνατότητες των αγοραστών]. Όμως ένταξη στο σχέδιο δεν είχε γίνει και κατά συνέπεια η ανέγερση οικοδομών ήταν παράνομη [αυθαίρετη]. Ωστόσο η ανάγκη για απόκτηση κατοικίας [από όσους είχαν  οικόπεδο και πλήρωναν ενοίκιο για να μένουν σε άλλη γειτονιά ] ήταν μεγάλη και τα πρώτα αυθαίρετα ξεφύτρωσαν και στη περιοχή που σήμερα λέγεται Νέα Ευρυάλη. Το κρυφτούλι με τον χωροφύλακα που άλλοτε ήταν αυστηρός [ιδιαίτερα για τους μη εθνικόφρονες] και άλλοτε ‘’δεν έβλεπε’’ για λόγους που ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά είχε αρχίσει και σε αυτή τη γειτονιά.

        Στη δεκαετία του ’50 χτίστηκαν 6-7 σπίτια, μικρός φυσικά αριθμός. Η απόσταση από την Αθήνα, η έλλειψη δρόμων και συγκοινωνίας θα πρέπει να θεωρηθούν βασικοί λόγοι. Κι από αυτά τα σπίτια τα περισσότερα τα έκτισε η εταιρεία. Το κόστος τους όσο περίπου άξιζε ένα μέσης έκτασης οικόπεδο. Και οι πρώτοι κάτοικοι Παλιοελλαδίτες και κάποιος Κρητικός. Τα σπίτια φυσικά ήταν μικρά, με τους  χρειώδεις μόνο χώρους, ένα χωλ, μία κουζίνα, ένα ή δύο υπνοδωμάτια και ένα αποχωρητήριο με βόθρο βεβαίως. Τα έκτιζαν με πέτρες και στο μεγαλύτερο μέρος με πλίνθους. Φυσικά και δεν είχαν κολώνες από μπετόν και είναι φανερό ότι δεν υπήρχε πολεοδομική άδεια. Η στέγη με κεραμίδια ή τσιμεντένια πλάκα. Και τα θεμέλια γερά πάνω στο βράχο. Για τα θεμέλια και το βόθρο έπρεπε να σπάσουν το βράχο σε αυτό τον ξερότοπο της Γλυφάδας. Η εκσκαφή ήταν δύσκολη επειδή το έδαφος ήταν πετρώδες, μηχανήματα δεν υπήρχαν και οι  εργασίες γίνονταν κρυφά. Έσκαβαν λοιπόν ή μάλλον ορθότερα  έσπαγαν τη πέτρα με το σφυρί κτυπώντας το καλέμι και αυτή η δουλειά απαιτούσε πολλές-πολλές ημέρες και ήταν σκληρή και  επίπονη. Αρχαία ωστόσο δεν βρήκαν στο έδαφος [αλλά ούτε και ως τις τώρα εκσκαφές βρέθηκαν σε αυτή τη περιοχή]. Με τον ίδιο κόπο άνοιγαν λάκκους για να φυτέψουν και δένδρα ή για να δημιουργήσουν βάθος στην αυλή, να ρίξουν χώμα και να φτιάξουν κήπο ώστε να φυτέψουν λαχανικά. Χώμα έπαιρναν από το ρέμα ή το αγόραζαν. Κατά την  εκσκαφή και το σκάψιμο εύρισκαν και τις ρίζες των  δένδρων του  προπολεμικού δάσους που είχε υλοτομηθεί στη διάρκεια της κατοχής.

          Οι πρώτοι κάτοικοι δεν απαρνήθηκαν τις γεωργικές συνήθειες των χωριών τους. Και στη νέα τους κατοικία είχαν τον κήπο τους με λουλούδια και προπάντων λαχανικά για τη διατροφή τους καθώς και κότες και μερικοί και 2-3 κατσίκες που τις έβοσκαν στα γειτονικά  οικόπεδα και τα ρέματα. Σε μερικά σπίτια οι ιδιοκτήτες άνοιξαν στο κήπο τους πηγάδι για την ύδρευσή τους. Τα υπόγεια νερά όπως έχει σημειωθεί αφθονούν στη περιοχή. Και όσοι δεν είχαν δικό τους πηγάδι αγόραζαν νερό από τους νερουλάδες του Βοσπόρου. Στη δεκαετία του ’60 η ΟΥΛΕΝ θα επεξέτεινε το δίκτυο της και η περιοχή θα αποκτούσε και ηλεκτρικό ρεύμα που θα ‘’ερχόταν’’ με κολώνες από τη Τερψιθέα. Το 1958 [τ. Β, αρ. 388 υποθηκοφυλακείου Π. Φαλήρου] είχε ονοματοδοτηθεί η [αγροτική] οδός Ροδόπης και αργότερα και οι κάθετοι σε αυτήν. Οι πρώτοι κάτοικοι, λιγοστοί άλλωστε για αρκετά χρόνια, δούλευαν είτε στις γειτονικές πλούσιες συνοικίες των Δικηγορικών, της  Γλυφάδας και του Ελληνικού είτε στην Αθήνα. Συγκοινωνιακά  εξυπηρετούνταν από ένα λεωφορείο που έφευγε το πρωί από τη Γλυφάδα και τον Βόσπορο δια της οδού Βουλιαγμένης και γύριζε το βράδυ.

          Όσο περνούσε ο καιρός οι αγοραπωλησίες οικοπέδων της  περιοχής αυξάνονταν. Η εταιρεία ‘‘Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ για να διαφεντεύει τα οικόπεδά της άρχισε να τα περιφράζει με συρματοπλέγματα  και δενδροφυτεύει θεωρώντας ότι η ιδιοκτησία της απλωνόταν όχι ως την όχθη του ρέματος αλλά ως τον άξονα του [σε ένα ρέμα που το πλάτος του κυμαινόταν από 15 ως 40 μέτρα]. Μερικές ελιές που διασώζονται ακόμη μέσα στο ρέμα είναι δείγματα της απόπειρας ιδιοποίησης του. Εναντίον της εστράφησαν οι κάτοικοι και ο δήμος Γλυφάδας για να περισώσουν τους ελεύθερους χώρους. Η περιοχή αποκτούσε κάποιο ενδιαφέρον …

 

15.     H επέκταση του αεροδρομίου

           Με το β. δ. της 10-12-1948, ΦΕΚ 317 Α, μετά και την υπ’ αρ. 532/2-6-1948 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση για την επέκταση του αεροδρομίου σε έκταση 475.000 τετρ. μ. στις περιφέρειες των πρώην κοινοτήτων Ελληνικού και  Κομνηνών.  Με το β. δ. της 17-3-1950, ΦΕΚ 82 Α, μετά και την υπ’ αρ. 136/15-2-1950 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου  απαλλοτριώθηκαν 210.000 τετρ. μ. για την επέκταση της ζώνης προσγείωσης 16-34 του αερολιμένα Ελληνικού. Με την υπ’ αρ. 551/21-3-1957 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ΦΕΚ 72 Α, απαλλοτριώθηκε έκταση 470.000 τετρ. μ. ‘’μετά των επ’ αυτής κτισμάτων αποτελουμένη εξ 107 τεμαχίων και φερομένης ως ανηκούσης εις διαφόρους αποκατασταθέντας αστογεωργικώς πρόσφυγας και γηγενείς ακτήμονας  μηδόλως αποζημιωθέντας…’’.

          Ως το 1957 η αεροπορική εταιρεία ΤΑΕ εκτελούσε τα αεροπορικά δρομολόγια. Το 1957 ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο δαιμόνιος αυτός Μικρασιάτης πρόσφυγας που έγινε θρύλος, δημιούργησε την  Ολυμπιακή και απέκτησε το μονοπώλιο των αερογραμμών από το  Ελληνικό Δημόσιο. ‘’Από αύριο το τιμόνι της πολιτικής ελληνικής αεροπορίας θα το κρατά ένας στιβαρός βραχίων … Μία νέα εταιρεία με το υπερήφανο όνομα ‘’Ολυμπιακή Αεροπορία’’ εγκαινιάζει από αύριον την έναρξιν των εργασιών της και ύστερα από ολίγον καιρόν οι διεθνείς αιθέρες θα φωτισθούν με το γαλανό φέγγος των  Ελληνικών πτερών’’. [Η Βραδυνή, 5-4-1957]. Πλην όμως το αεροδρόμιο του Ελληνικού εθεωρείτο από τότε ακατάλληλο για αεριωθούμενα και αναζητείτο τοποθεσία στη περιοχή Μεγάρων για τη κατασκευή νέου [Απογευματινή, 11-5-1957]. Σκέψεις για μεταφορά του αεροδρομίου είχαν δει το φως της δημοσιότητας και πρότερον. Το Ελληνικό εθεωρείτο μικρό. Ωστόσο οι απαλλοτριώσεις συνεχίσθηκαν.

          Με το β. δ. της 7-10-1958, ΦΕΚ 175 Α, απαλλοτριώθηκαν για την επέκταση του διαδρόμου προσγείωσης 16-34 αερολιμένος  Ελληνικού   α] έκταση 398.250 τετρ. μ. μετά των επί αυτής κτισμάτων και β] έκταση 15.600 τετρ. μ. ‘’κειμένων κατά τα μεσημβρινά όρια της περιοχής του αεροδρομίου’’. Ίσως είναι [κατά πως φαίνεται] η πρώτη απαλλοτρίωση σε έδαφος της Γλυφάδας, η πρώτη φορά που το αεροδρόμιο ξεπερνά το ρέμα και επεκτείνεται και μέσα στη Γλυφάδα ανάμεσα στο Βόσπορο και τα Δικηγορικά. [Και σημειώνομε ‘’κατά πως φαίνεται’’ επειδή το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της απαλλοτρίωσης δεν το βρήκα].

          Ο διάδρομος προσγείωσης-απογείωσης θεωρούμενος μικρός πλέον προγραμματίσθηκε να επεκταθεί. Επεκτάθηκε, όπως σημειώθηκε και στη Γλυφάδα, ανάμεσα στους οικισμούς Βοσπόρου και Δικηγορικών και έφθασε στο ρέμα της σημερινής οδού Προνόης [Καραμανλή] δηλαδή στο σημερινό έσχατο νότιο άκρο του. Για την επέκταση απαλλοτριώθηκαν μερικά οικόπεδα με σπίτια γιατί ήδη είχαν κτισθεί σπίτια ανάμεσα στον Βόσπορο και τα Δικηγορικά [εντός σχεδίου], όπως έχομε σημειώσει, τα οποία ένωναν ουσιαστικά τους δύο οικισμούς. Και επειδή οι απαλλοτριωθείσες εκτάσεις στα πλευρά τους, στην οριογραμμή, ακολουθούσαν τεθλασμένη γραμμή [για διάφορους λόγους κυρίως από ενστάσεις των ιδιοκτητών] με την υπ’ αρ. Σ 5772/3255/21-5-1960, ΦΕΚ 75 Δ, απόφαση επιτροπής εξ Υπουργών απαλλοτριώθηκε έκταση 7.156 τετρ. μ. για την  ευθυγράμμιση της οριογραμμής με τροποποίηση του β. δ. της 7-10-1958, ΦΕΚ 175 Α, [βλ ανωτέρω]. Με το β.δ. της 18-2-1959, ΦΕΚ 50 Α/18-3-1959, απαλλοτριώθηκαν επίσης 13 στρέμματα παρά την οδό Αθηνών-Βουλιαγμένης

          Με το β. δ. της 26-7-1959 ΦΕΚ 178 Α, μετά και την 947/1959 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και την 984/1959 πράξη της εξ  Υπουργών επιτροπής, απαλλοτριώθηκε για τις ανάγκες του αεροδρομίου Ελληνικού έκταση 97.000 τετρ. μ.  ‘’μετά των επ΄ αυτής κτιρίων, φυτείας και λοιπών εγκαταστάσεων, φερομένης ως ιδιοκτησίας του Κολλεγίου θηλέων Ελληνικού’’. Έτσι μετά από αυτό, ύστερα από λίγο, το Αμερικάνικο  κολλέγιο μετακόμισε για τα βόρεια προάστια της Αθήνας και στη θέση του εγκαταστάθηκε η Υπηρεσία Πολιτικής  Αεροπορίας [ΥΠΑ].

          Ήδη σημαντικές εκτάσεις είχαν απαλλοτριωθεί και για την εκπόνηση της μελέτης και την επίβλεψη των έργων κατασκευής του  αεροδρομίου το Ελληνικό Δημόσιο υπέγραψε στις 6-4-1960 σύμβαση με την  Αμερικάνικη εταιρεία AMMANN AND WHITNEY  [βλ. κατωτέρω]. Η ίδια εταιρεία είχε αναλάβει και τη κατασκευή αντλιοστασίου στη λίμνη  Υλίκη [ν. δ. 3900/1958, ΦΕΚ 195 Α].

          Με την υπ΄ αρ. 78/5-5-1960 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ΦΕΚ 64 Δ, απαλλοτριώθηκε  έκταση 656.604 τετρ. μ. για την  ανέγερση μεγάλου, σύγχρονου κτιρίου αεροσταθμού διεθνών συγκοινωνιών και κατασκευή σημαντικών εγκαταστάσεων [δαπέδων, στάθμευσης αεροσκαφών, υποστέγων, συνεργείων, διαφόρων κτιρίων, εγκαταστάσεων αποθήκευσης και διανομής καυσίμων κλπ] του  αερολιμένος  Ελληνικού. Κατόπιν αυτού ανηγέρθη, βραδύτερα, το κτίριο του ανατολικού  αεροδρομίου [γραμμών εξωτερικού]. Οι απαλλοτριώσεις για το  αεροδρόμιο στη περιοχή Ελληνικού είχαν ουσιαστικά τελειώσει. Οι  απαλλοτριώσεις ωστόσο δεν σταμάτησαν αλλά συνεχίσθηκαν στις  γειτονικές με το Ελληνικό περιοχές, το Καλαμάκι και τη Γλυφάδα.

          Με την υπ’ αρ. 130/13-9-1961 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ΦΕΚ 110  Δ,  απαλλοτριώθηκαν για εγκατάσταση διαφόρων  αεροναυτιλιακών βοηθημάτων και δη εγκατάστασης συστήματος τυφλής προσγείωσης με όργανα, α] έκταση 101.200 τετρ. μ. μετά των  επ’ αυτής κτισμάτων στη περιοχή Αλίμου της κοινότητας Καλαμακίου, β] έκταση 11.650 τετρ. μ. μετά των επ’ αυτής κτισμάτων στη περιοχή Βοσπόρου  και γ] έκταση 25.655 τετρ. μ. μετά των επ’ αυτής  κτισμάτων παρά τον συνοικισμόν Δικηγορικών Γλυφάδας. Είναι η πρώτη πράξη, εξ όσων γνωρίζομε, στην οποία  μνημονεύονται ρητά ο Βόσπορος και τα Δικηγορικά.

          Με την υπ’ αρ. Δ 9824/7193/5-11-1962 κοινή απόφαση των  Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων ΄Εργων, ΦΕΚ 149 Δ, απαλλοτριώθηκε έκταση 15.164 τετρ. μ. στη περιοχή  Αλίμου για την επέκταση των πλευρικών διαστάσεων του αερολιμένος Ελληνικού.

Είναι φανερό ότι κατά τις επεκτάσεις [που σημειώσαμε ως τώρα ή αυτές που παρακάτω αναγράφονται] δεν έλειψαν και τα απρόοπτα. Α] Η ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν οι αρχές για να εκκενώσουν ορισμένες κατοικίες για λόγους ασφαλείας γύρω από το αεροδρόμιο και να διαμορφώσουν το χώρο ώστε να καταστεί δυνατή η  προσγείωση του τεράστιου αεροπλάνου του προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ τα φτερά μάλιστα του οποίου αεροπλάνου σχεδόν ‘’έξυναν’’ παρακείμενες κατοικίες. [Δεκέμβριος 1959]. Β]  Η επιτυχής άσκηση από δικηγόρο των δικονομικών ενστάσεων επιβράδυνσης των απαλλοτριώσεων,  ιδιαιτέρως μάλιστα για το ακίνητό του και η επιτυχία του σε  μεγαλύτερη χρηματική ικανοποίηση. Γ] Τα εμπόδια που προέβαλαν οι ιδιοκτήτες των υπό απαλλοτρίωση ακινήτων και με τη φυσική τους ακόμη παρουσία καθώς δεν  εγκατέλειπαν τα σπίτια τους ή επανέρχονταν και παρέμεναν σε αυτά κλπ.

          Και έτσι για την επέκταση του αεροδρομίου απαλλοτριώθηκαν μεγάλες εκτάσεις του Ελληνικού [4.800 στρέμματα μόνο στο Ελληνικό]. Οι κάτοικοι μετακόμισαν και σκόρπισαν σε άλλες περιοχές  και αφού αποζημιώθηκαν τα σπίτια τους γκρεμίσθηκαν. Η περιοχή ισοπεδώθηκε. Ένα ωραίο προάστιο όπως το Ελληνικό σε μεγάλη έκταση εξαφανίσθηκε.

          Σήμερα έχουν απομείνει κάποια μικρά τμήματα κάτω και πάνω από το αεροδρόμιο που λέγονται Κάτω και Άνω Ελληνικό και βρίσκονται μεταξύ παραλιακής λεωφόρου και λ. Βουλιαγμένης. Η πάνω από τη λ. Βουλιαγμένης περιοχή καλείται Σούρμενα, όπως έχει σημειωθεί.

          Όσο για το αρχαίο κτίριο, το καλούμενο Ελληνικό [μέρος μάλλον αρχαίου νεκροταφείου ή τείχους], δίπλα στο ρέμα, απέναντι από τον Βόσπορο, αυτό φωτογραφήθηκε, αποτυπώθηκε σε σχεδιάγραμμα, αριθμήθηκαν τα μέλη του, αποσυναρμολογήθηκαν, μεταφέρθηκαν στο Κολλέγιο [σημερινή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας] και εκεί κοντά, δεξιά στην είσοδο και τη παραλιακή λεωφόρο,  επανατοποθετήθηκαν και έγινε όπως ακριβώς ήταν πριν. [Όποιος περνά στη λεωφόρο Ποσειδώνος, με πορεία προς Αθήνα, μπορεί να το ιδεί ανάμεσα στη πυκνή βλάστηση του τοπίου και να σχηματίσει συνάμα και μία εικόνα του πως ήταν παλιά η περιοχή αλλά και η Γλυφάδα, ως δάσος].

          Αυτό το κτίριο θα πρέπει να επανατοποθετηθεί στη παλιά του θέση όταν γίνουν τα έργα κατασκευής του μητροπολιτικού πάρκου στο Ελληνικό. Πρέπει να προβλεφθεί και να ενταχθεί στο σχέδιο  υλοποίησης του έργου. Όπως το μετέφεραν από τη θέση του για την  επέκταση του αεροδρομίου τώρα που εξέλιπαν οι λόγοι μεταφοράς να το επαναφέρουν στην αρχική του θέση.

 

16.     Το  γκολφ

          Το απέραντο δάσος της Γλυφάδας εξαιτίας, όπως είδαμε, της  υλοτομίας και προεχόντως της οικοπεδοποίησης συνεχώς οδηγείτο σε συρρίκνωση. Και ό,τι είχε απομείνει η συνιδιοκτησία, θεωρώντας το ως ιδιοκτησία της, σκόπευε να το τεμαχίσει και πωλήσει. Είχε  δωρίσει τμήματα του δάσους στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, στις καλόγριες του τάγματος Ιωσήφ, στην εταιρεία ύδρευσης και στο δημοτικό σχολείο Σουρμένων μάλλον για λόγους τακτικής και εξυπηρέτησης των συμφερόντων της και συνάμα με πρόσχημα την αποκατάσταση  μελών διαφόρων προσφυγικών συνεταιρισμών [και ιδία της Πανιωνίας] επεδίωκε τη πλήρη οικοπεδοποίηση του δάσους.

          Σε αυτή τη προσπάθειά της βρήκε αντίθετους τους κατοίκους και το κοινοτικό συμβούλιο Γλυφάδας που αγωνίζονταν να διασώσουν τα απομεινάρια του δάσους αναγνωρίζοντας την αξία και τη σημασία του για αυτούς. Μάλιστα με την υπ’ αρ. 19/13-3-1933 απόφασή του το κοινοτικό συμβούλιο χαρακτήριζε το όσο απέμεινε δάσος ως ΑΛΣΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Τελικά με το υπ’ αρ. 42053/1958 συμβόλαιο του  συμβολαιογράφου Αθηνών Γαρταγάνη αναγνωρίσθηκε ως κοινόχρηστος χώρος.

          Το άλσος  έχει τη δική του ιστορία.

          Στην άκρη του, δίπλα στο ρέμα, πρωτοεγκαταστάθηκαν οι  πρόσφυγες. Βοσκότοπος παρέμεινε ως τα μισά σχεδόν του εικοστού αιώνα. [‘’Ύστερα ακούστηκαν βελάσματα από τη μεριά της Γλυφάδας-από το δασάκι της-θα είναι από το κοπάδι, από το χειμαδιό των  τσοπάνηδων’’, Μ. Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, σελ. 175]. Στη κατοχή οι Γερμανοί έκρυβαν τα αεροπλάνα, τα αυτοκίνητα και τα καύσιμά τους και μετά την απελευθέρωση στο κάτω άκρο του Άγγλοι στρατιώτες στρατοπέδευσαν ως το 1947. Ύστερα εγκαταστάθηκαν εκεί λόχος της ΕΣΑ, των ΣΕΜ με τα άλογά τους και η σχολή μαγείρων ως το 1955. Σαν έφυγαν οι στρατιώτες κατασκευάσθηκε γήπεδο και στεγάσθηκε το γυμνάσιο ως το 1974 και ακολούθως η υπηρεσία  καθαριότητας ενώ δημιουργήθηκαν και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις.

          Το μεγαλύτερο μέρος του άλσους, το πάνω [ΒΔ] του στρατοπέδου για να το περισώσει ο δήμος Γλυφάδας το περιέφραξε με τα  συρματοπλέγματα που άφησαν οι Άγγλοι παρά τις αντιδράσεις της  συνιδιοκτησίας και ύστερα από μακρές διαμάχες. ΄Ο,τι απέμεινε λοιπόν από το απέραντο δάσος της Γλυφάδας είναι σήμερα το γκολφ. [Μάλιστα μερικοί κάτοικοι της περιοχής θεωρούν το γκολφ ως δάσος της Γλυφάδας ενώ το δάσος ήταν πολύ ευρύτερο, κάλυπτε όλη τη Γλυφάδα].

        Παλαιότερα κάπου εκεί στα 1930 ξένοι διπλωμάτες με τους αστούς εδώ φίλους τους, έπαιζαν γκολφ σε ένα άπλωμα κατά τον Άγιο  Κοσμά περνώντας αμέριμνα τα απογεύματά τους. Κάθε αγωνιστική συνάντηση τους εξελισσόταν σε κοσμικό γεγονός και η υψηλή  αθηναϊκή κοινωνία κατηφόριζε στην ακρογιαλιά. Μετά μερικά χρόνια  έπαιζαν σε ιδιωτικό κτήμα στη Βαρυπόμπη.

          Το 1962 ο δήμος Γλυφάδας παραχώρησε το άλσος στον ΕΟΤ για 30 χρόνια με την υποχρέωση να κατασκευάσει γήπεδο γκολφ 18  τρυπών όπως και έγινε με βάση το σχέδιο του Σκωτσέζου αρχιτέκτονα γηπέδων D. Harradine. Το 1966 ιδρύθηκε ο όμιλος γκολφ Γλυφάδας [Ο.Γ.Γ. Αθηνών] στον οποίον ο ΕΟΤ ανέθεσε τη διαχείριση του  γηπέδου. Το 1979 διοργανώθηκε στη Γλυφάδα το παγκόσμιο  πρωτάθλημα γκολφ, το 1991 οι μεσογειακοί αγώνες γκολφ και το 1992 απεδόθη το γήπεδο στον δήμο που ίδρυσε τη δημοτική επιχείρηση γκολφ και δέχθηκε και παιδιά για δωρεάν μαθήματα [ακαδημία γκολφ] ανοίγοντας έτσι τις πύλες του και στο ευρύ κοινό επιχειρώντας να καταστήσει το άθλημα λαϊκό γιατί ως τότε ήταν αριστοκρατικό, μία κλειστή λέσχη επωνύμων. [Τελευταία γίνονται και μαθήματα αντισφαίρισης].

        Το γκολφ της Γλυφάδας είναι διεθνών προδιαγραφών, έχει έκταση 600 στρεμμάτων δάσους, έχει 18 διαδρόμους συνολικού μήκους 6.161 μέτρων στρωμένους με γρασίδι. Από τους 18 διαδρόμους 4 είναι 3 χτυπημάτων, 4 είναι 5 χτυπημάτων και οι υπόλοιποι 10 είναι 4 χτυπημάτων. Το γκολφ εκτός από άθλημα παρέχει τη δυνατότητα περιπάτου και συζήτησης μεταξύ των παικτών μέσα στη φύση. Πριν λίγα χρόνια[1997] κατά τις θεομηνίες αρκετά δένδρα  ξεριζώθηκαν αλλά έγινε αμέσως μετά αναδάσωση του χώρου. Τελευταία το γκολφ έλαβε το όνομα του Κ. Καραμανλή επειδή ήταν ένας από τους πιο επώνυμους παίκτες του [και μετονομάσθηκε και η έξω από αυτό οδός Προνόης σε  Καραμανλή]. Το γκολφ διαθέτει άφθονα υπόγεια νερά και ποτίζεται από  γεωτρήσεις. Μέσα στο γκολφ υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.   

          Τα τελευταία χρόνια αρκετά γήπεδα γκολφ κατασκευάσθηκαν σε πολλές επαρχιακές πόλεις και τουριστικά θέρετρα και το άθλημα γνωρίζει σημαντική άνθηση σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού.

          Στο μεταξύ από το 1955 στην άκρη των λουτρών λειτουργούν τα Αστέρια της Γλυφάδας, περιώνυμο νυχτερινό κέντρο της κοσμικής Αθήνας ως ιστορική συνέχεια της πλαζ.

          Τα Αστέρια και το γκολφ είχαν υπερτοπική σημασία. Απευθύνονταν στα υψηλά εισοδήματα της πρωτεύουσας και προσέδιδαν στη  Γλυφάδα πανελλήνια φήμη.

 

                            17. Η επέκταση του σχεδίου πόλης

          Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, όπως είδαμε, στη περιοχή μεταξύ Βοσπόρου και οδού Βουλιαγμένης κτίστηκαν κάποιες  κατοικίες. Η αυθαίρετη δόμηση συνεχίσθηκε με αργούς ρυθμούς και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας ενώ οι μεταβιβάσεις οικοπέδων από την ‘’Π. Λεούσης και Σία ΟΕ’’ δεν σταμάτησαν. Επαρχιώτες  μετανάστες ήσαν οι περισσότεροι αγοραστές  που είτε έρχονταν από το χωριό τους είτε είχαν εγκατασταθεί σε βιομηχανικές περιοχές της Αθήνας, σε νοικιασμένα δωμάτια και ζητούσαν να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι.

        Με το β. δ. της 11-6-1965, ΦΕΚ 105 Δ, ‘’εγκρίνεται η τροποποίησις και επέκτασις του ρυμοτομικού σχεδίου Γλυφάδος εις περιοχήν  Ευρυάλης’’ [βλ και απόφαση 138/1964 δημοτικού συμβουλίου  Γλυφάδας]. Κατά το διάταγμα επιβάλλεται προκήπιο 4 και 6 μέτρων, ελάχιστα όρια οικοπέδων, πρόσωπο 16 μέτρων, βάθος 20 μ. και  εμβαδόν 600 τετρ. μ. ενώ στα κατά παρέκκλιση ελάχιστο πρόσωπο 12 μ. βάθος 18 μ. και εμβαδόν 280 μ. Μέγιστο ποσοστό κάλυψης των  οικοπέδων το 1/3 της επιφάνειάς τους και στα κατά παρέκκλιση ½  χωρίς όμως η καλυπτόμενη επιφάνεια να υπερβαίνει τα 200 μ. Οικοδομικό σύστημα ορίζεται το πανταχόθεν ελεύθερο με πλάγιες και οπίσθιες αποστάσεις 3 μ. και στα κατά παρέκκλιση 2 μ.

          Με την επέκταση εντάχθηκε στο σχέδιο ένα τμήμα της σημερινής Νέας Ευρυάλης αν και το δημοτικό συμβούλιο Γλυφάδας με την  υπ΄ αρ. 138/1964 απόφασή του είχε εκφράσει ‘’ την ευχήν όπως  συμπεριληφθή ολόκληρος η έκτασις της ως άνω συνοικίας’’.

          Η περιοχή που εντάχθηκε περιλαμβανόταν μεταξύ της οδού  Βουλιαγμένης ανατολικά και μίας ανύπαρκτης σήμερα οδού, δυτικά, που  ονομάσθηκε οδός Φλέσσα, παράλληλης σχεδόν προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, η οποία άρχιζε βόρεια από το σημείο που η σημερινή οδός Ρεθύμνου συναντάται με το ρέμα και κατέληγε νότια στο άλσος [σημερινό γκολφ]. Βόρεια της περιοχής που εντάχθηκε στο σχέδιο βρισκόταν το ρέμα και νότια η σημερινή οδός Μιαούλη. [Τοπογραφικό του σχεδίου επέκτασης παραθέτομε στην αρχή του βιβλίου].

          Όπως παρατηρούμε: 1] Στο σχέδιο εντάχθηκαν τα οικόπεδα των καθέτων οδών επί της Ισμήνης και Ροδόπης δηλαδή Θάσου, Ικαρίας, Ηρακλείου, Ηλείας, Χαρ. Τρικούπη, Ρεθύμνου και τμήματος της  Αϊδινίου καθώς και τα οικόπεδα επί των οδών Σπάρτης και Μιαούλη και των καθέτων τους οδών.

  2] Η οδός Βουλιαγμένης διαπλατύνεται αισθητά ενώ στο Ελληνικό παραμένει αρκετά στενή [βλ. στο σχεδιάγραμμα το σημείο όπου συναντάται με το ρέμα].

  3] Η πάνω από την οδό Βουλιαγμένης περιοχή σημειώνεται ως Τερψιθέα  και ένα μικρό της τμήμα εντάσσεται στο σχέδιο. Το  υπόλοιπο είχε ενταχθεί από το 1934.

  4] Νοτιανατολικά της περιοχής που εντάχθηκε στο σχέδιο σημειώνεται η περιοχή Πανιωνία [Παν-Ιωνία] από το σύλλογο οικιστών που έφερε το όνομα Πανιωνία σε ανάμνηση της Ιωνίας της Μ. Ασίας.

  5] Νοτιότερα της Πανιωνίας σημειώνεται περιοχή Ευρυάλη και στη περιοχή του τοπογραφικού της υπό ένταξη περιοχής σημειώνεται ‘’επέκτασις Ευρυάλης’’ [Όλη η Γλυφάδα, ως έχει σημειωθεί, εκαλείτο και Ευρυάλη].

  6] Στη περιοχή που εντάχθηκε στο σχέδιο δηλαδή στο τοπογραφικό απο- τυπώνονται και οι ως τότε [1965] υπάρχουσες κατοικίες [καθώς και στο υπόλοιπο, δυτικό τμήμα, που δεν εντάχθηκε στο σχέδιο].

  7] Τέλος στο τοπογραφικό αποτυπώνεται και ο Βόσπορος και καθορίζεται σαφώς η θέση του [για την ενημέρωση του αναγνώστη].

          Έτσι όμως που έγινε η επέκταση του σχεδίου ως την οδό Ρεθύμνου ή μάλλον την οδό Φλέσσα δηλαδή ευθυγράμμιση με τα στο δυτικό τμήμα του Άνω Ελληνικού σπίτια και το άλσος [και αυτό από το  τοπογραφικό διαφαίνεται] δινόταν η εντύπωση δεδομένου ότι είχαν αρχίσει απαλλοτριώσεις και στον Βόσπορο ότι το κάτω μέρος της σημερινής Νέας Ευρυάλης που δεν εντάχθηκε στο σχέδιο θα  απαλλοτριωνόταν [προς ανησυχία των ιδιοκτητών] και αυτό για την επέκταση του αεροδρομίου.

          Μετά την επέκταση του σχεδίου πόλης θα ακολουθήσει νόμιμα πλέον αλλά με αργούς ρυθμούς ανοικοδόμηση.

          Λίγο μετά θα κτιστεί η πρώτη πολυκατοικία στην οδό Ισμήνης [κοντά στην Ηλείας] και θα ακολουθήσουν και άλλες. [Η ανέγερση πολυκατοικιών, η οικιστική ανάπτυξη της υπόλοιπης Γλυφάδας και ιδία του κέντρου της που είχε αρχίσει ενωρίτερα δεν εξετάσθηκε και δεν απετέλεσε αντικείμενο έρευνας της παρούσας εργασίας όπως δεν εξετάσθηκε και η νεότερη ιστορία της].

          Η χρυσή εποχή της αντιπαροχής, της πολυκατοικίας και του  διαμερίσματος άρχιζε και για τη περιοχή αυτή της Γλυφάδας.

 

 

18.     Αποχαιρετισμός στον Βόσπορο

          Όμως η επέκταση του αεροδρομίου δεν τελείωσε και έτσι οι απαλλοτριώσεις συνεχίσθηκαν πλέον στη περιοχή του Βοσπόρου.

        Με την υπ’ αρ. Δ 391/408/27-1-1965, ΦΕΚ  22 Δ, κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, απαλλοτριώθηκε έκταση  6.756,30 τετρ. μ. για την επέκταση των ανατολικών ορίων του αερολιμένος Ελληνικού. Με την υπ’ αρ. Δ 11255/7844/25-11-1965, ΦΕΚ 185 Δ, κοινή απόφαση των ιδίων ως άνω Υπουργών  απαλλοτριώθηκε έκταση 44.800 τετρ. μ. για την επέκταση ομοίως των  ανατολικών ορίων του αεροδρομίου.

          Και οι δύο απαλλοτριώσεις [ίσως να] αφορούν και τον Βόσπορο ή μέρος του. [Και σημειώνεται ‘’ίσως’’ γιατί δεν κατέστη δυνατόν να εξετάσομε τα σχεδιαγράμματα των δύο ανωτέρω αποφάσεων].

          Τέλος με την υπ’ αρ. Δ 3609/3092/11-4-1968, ΦΕΚ 80 Δ, κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, απαλλοτριώθηκε έκταση 85.363 τετρ. μ. στη περιοχή Βοσπόρου για την επέκταση των ανατολικών ορίων του αεροδρομίου.

          Στη παραπάνω απόφαση ο Βόσπορος μνημονεύεται ρητά σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες [που υπολογίζομε ότι τον  αφορούν].

          Οι απαλλοτριώσεις λοιπόν είχαν σχεδόν τελειώσει. Θα ακολουθούσε άλλη  μία για 20 στρέμματα στα Δικηγορικά. Τα έργα ωστόσο δεν προχωρούσαν ή μάλλον γίνονταν με μεγάλη βραδύτητα. ‘’Το αεροδρόμιον επεκτείνεται … συντάχθηκε προμελέτη για επέκταση’’ έγραφε η εφημερίδα Απογευματινή στις 11-4-1968 και στις 6-6-1968 σημείωνε  ‘’Εντός του 1968 θα αρχίσουν τα έργα επεκτάσεως του κυρίου διαδρόμου προσγειώσεως κατά 150 μ. ως και της αναπτύξεως του δυτικού τροχοδρόμου’’ [ Ωστόσο την ίδια ημερομηνία στην ίδια εφημερίδα διαβάζομε ότι υπεδείχθη ο χώρος των Σπάτων  για τη δημιουργία αεροδρομίου ‘’δια την ιδιωτικήν  αεροπορίαν’’. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού παρά τις επεκτάσεις και ενώ τα έργα δεν είχαν ξεκινήσει ουσιαστικά εθεωρείτο πλέον μικρό].

          Με τον ΑΝ 620/11-11-1968,ΦΕΚ 264 Α, ‘’Κυρούνται και έχουσιν ισχύν νόμου…αι μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εν Νέα Υόρκη εδρευούσης ΑΜΜΑΝΝ  ΑΝD WHITNEY από  α] 6 Απριλίου 1960, β] 22 Αυγούστου 1963, γ] 17 Απριλίου 1965 και δ] 6 Σεπτεμβρίου 1966, τέσσαρες συμβάσεις διά την εκπόνησιν μελέτης και επίβλεψιν της κατασκευής των έργων αναπτύξεως του αερολιμένος Ελληνικού και δη επέκτασιν διαδρόμου, νέου τροχοδρόμου, δαπέδου διεθνών σταθμεύσεων, εγκαταστάσεων υδρεύσεως, αποχετεύσεως, καυσίμων, λεωφόρου προσπελάσεως’’.

          Για να ξεκινήσουν όμως τα έργα ο Βόσπορος έπρεπε να εκλείψει. Οι Βοσποριώτες πήραν μικρές αποζημιώσεις με βάση την αξία του ακινήτου τους και εκείνου που μπορούσαν να αγοράσουν. Δεν ήθελαν να φύγουν. Κάποιοι έφυγαν και ξαναγύρισαν. Πήγαν στα υπουργεία για να διαμαρτυρηθούν που έχαναν τα σπίτια τους. Δεν εισακούσθηκαν. Αγόρασαν οικόπεδα ή διαμερίσματα στη Νέα Ευρυάλη, στην υπόλοιπη  Γλυφάδα, στα Σούρμενα και σε άλλες συνοικίες της  Αθήνας και έτσι διασκορπίστηκαν. Το θέρος του 1969 είχαν φύγει όλοι. Ο Βόσπορος είχε αδειάσει. Οι κάτοικοί του ξαναγίνονταν πρόσφυγες στην ίδια τους τη πατρίδα.

          Ύστερα ήρθαν οι μπουλντόζες, γκρεμίστηκαν και τα τελευταία σπίτια, ισοπεδώθηκε το χωριό. [Οι μπουλντόζες είχαν ξεκινήσει τις εργασίες από παλαιότερα και κατά τμήματα στις εκτάσεις που είχαν  απαλλοτριωθεί]. Από τις πέτρες [αγκωνάρια] των σπιτιών του Βοσπόρου αλλά και του Ελληνικού κτίσθηκε ο τοίχος, σαν τείχος κάστρου, του γηπέδου στη κάτω άκρη του γκολφ.

          Επειδή η περιοχή του Βοσπόρου και του Ελληνικού είχε μία ομαλή κατωφέρεια για να είναι επίπεδος και χωρίς κλίση ο αεροδιάδρομος και οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, έσκαψαν βαθιά στο πάνω μέρος του Βοσπόρου, δίπλα στη σημερινή οδό Περγάμου και γι αυτό  έγινε το ανισόπεδο [γκρεμός]. Τα μπάζα σπρώχθηκαν προς το κάτω μέρος του αεροδρομίου για να ισοσταθμίσει [ή ρίχτηκαν στη παραλία] και έτσι ισοπεδώθηκε ο χώρος του αεροδρομίου. Δεν έμεινε τίποτε. Εκεί που  ήταν ο Βόσπορος έγινε μία απέραντη ανασκαμμένη αλάνα που αργότερα μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης αεροσκαφών.

          Γύρω στα 1965-70 που κτίζονταν πάμπολλες πολυκατοικίες στην Αθήνα, όλα τα μπάζα από τις εκσκαφές και τα παλιά σπίτια, τα  φορτηγά έρχονταν και τα άφηναν στη βραχώδη ακρογιαλιά της  Γλυφάδας. Ο δήμος εισέπραττε για αυτό το λόγο περίπου 1.000 δρχ από κάθε φορτηγό. Έτσι επιχωματώθηκε όλη η παραλία [εκτός από την αμμώδη και περιφραγμένη περιοχή των Αστεριών και της πλαζ], καλύφθηκαν τα βραχάκια και επεκτάθηκε η στεριά. Αν υπολογίσομε ότι η θάλασσα έφθανε ως το παλιό δημαρχείο μπορούμε σήμερα να διαπιστώσομε το πλάτος της επέκτασης που έγινε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

19.     To τελευταίο βράδυ  [διήγημα]

Ολόγιομο το φεγγάρι ξεπρόβαλε από τον Υμηττό για τον  νυχτερινό του περίπατο κείνη την αυγουστιάτικη νύχτα του 1969.

Ο Κλεομένης καθόταν στο πεζούλι έξω από το σπίτι του, στον Βόσπορο. Ακουμπούσε τη πλάτη του στο τοίχο κι έστρεφε το βλέμμα του από τον Υμηττό ως τη θάλασσα. Έβλεπε τα  γκρεμισμένα σπίτια του χωριού και τα λιγοστά πού είχαν απομείνει όρθια ακόμη κι άλλοτε μονολογούσε κι άλλοτε ονειροπολούσε. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο χωριό.

Ποίο χωριό δηλαδή; Τι είχε απομείνει από τον Βόσπορο;

Τρία σπίτια έμειναν ακόμη όρθια. Το δικό του, του ξάδελφου του, του Νίκανδρου, δίπλα του και από κάτω του γείτονά του, του Ορέστη. Κι αυτά στο πάνω μέρος, στην άκρη του χωριού, άδεια πλέον, υπό κατεδάφιση. Αύριο οι μπουλντόζες θα τα γκρέμιζαν όπως είχαν γκρεμίσει κι όλα τα άλλα.

          Οι μπουλντόζες… Βρίσκονταν λίγο πιο κάτω από αυτόν σα θεριά έτοιμες για τη καταστροφή. Τις έβλεπε με οργή μες το σκοτάδι.

          -Ανάθεμά σας, είπε.

          Πήρε μία πέτρα να τους πετάξει μα συγκρατήθηκε.

-Τι φταίνε αυτές; σκέφθηκε.

          Οι απαλλοτριώσεις είχαν ξεκινήσει από καιρό. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν μικρό κι έπρεπε να επεκταθεί κυρίως νότια κι ανατολικά. Ο Βόσπορος, συνοικισμός της Γλυφάδας, χωριό Μικρασιατών προσφύγων, ήταν μέσα στη ζώνη των επεκτάσεων του αεροδρομίου. Απαλλοτριώθηκε και με τις  αποζημιώσεις οι κάτοικοί του, συγχωριανοί που δέθηκαν μεταξύ τους για πάνω από τριάντα χρόνια, αγόρασαν οικόπεδα ή διαμερίσματα σε άλλες περιοχές κι έφυγαν. Διασκορπίστηκαν εδώ κι εκεί.

Ο Κλεομένης με την αποζημίωση αγόρασε ένα οικόπεδο εκεί πιο πάνω, στη Νέα Ευρυάλη κι έχτισε ένα αυθαίρετο με δύο δωμάτια. Κι αυτό το βράδυ για τελευταία φορά κάθισε στην αυλή του σπιτιού για το τελευταίο αντίο. Το συντρόφευε τη τελευταία νύχτα πριν το γκρεμίσουν όπως έκαναν με τους πεθαμένους πριν τη κηδεία. Η γυναίκα του με τα παιδιά, οι γείτονες, τελευταίοι κάτοικοι του χωριού, μετακόμισαν το δειλινό με τα πράγματά τους για τις νέες τους κατοικίες. Την επόμενη μέρα δεν θα έμενε τίποτε όρθιο  στον Βόσπορο.

Κι ο Κλεομένης αυτή την έσχατη νύχτα, αυτόκλητος κι  αχρείαστος φύλακας, ξενυχτούσε έτσι από συναισθηματισμό, μόνος, ολομόναχος, αυθόρμητα για τη τελευταία νύχτα του  αποχωρισμού  σαν για αποχαιρετισμό. Θρηνούσε τον Βόσπορο. Θρηνούσε το σπίτι του, το κόπο του, τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, τα χρόνια της βιοπάλης, τους φίλους που έφυγαν σε άλλες γειτονιές, κάπου πενήντα χρόνια ζωής. Κι οι αναμνήσεις έτρεχαν μπροστά του σαν ερινύες.

          Γεννημένος κάπου εκεί στα 1920 στην Ιωνία των πρώτων φυσιοκρατών φιλοσόφων, σε ένα χωριό  πέρα από τη Σμύρνη, έφερνε στο νου του κάτι φρικιαστικές σκηνές με σκοτωμούς, πυρπολήσεις σπιτιών, καταστροφές, φωνές, κλάματα, θρήνους και φυγή, θάλασσα, καράβια, κόσμο βασανισμένο που  θρηνούσε.

Πάντα τα μπέρδευε βέβαια. Τις θυμόταν αυτές τις σκηνές γιατί τις είδε ή τις έφτιαξε με τη φαντασία του επειδή του τις  περιέγραψε η μάνα του, ο πατέρας του ή οι γείτονές του; Και πόσες φορές τις είχε ακούσει; Άπειρες βέβαια.

Θυμόταν τα τσαντίρια και τις παράγκες στη ρεματιά του δάσους της Γλυφάδας και τα σπίτια, τα δικά τους σπίτια, που έκτισαν στον Βόσπορο για να ριζώσουν στη μάνα Ελλάδα. Τον  Βόσπορο τον θυμόταν καθαρά από την αρχή, το σχολείο, τα μαγαζιά, τα σπίτια, τη γειτονιά, τις αλάνες. Είχε ακούσει από τους δικούς του αλλά και από τους συγχωριανούς του, τόσα πολλά για τη Μικρασιατική καταστροφή, τον ξεριζωμό και τα βάσανά τους να στήσουν τα σπίτια τους και να ξεκινήσουν μία καινούργια ζωή στον Βόσπορο που αυτό το κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας το γνώριζε άριστα κι ας μην είχε προχωρήσει στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού. Πού χρόνος άλλωστε για γράμματα; Έπρεπε να δουλέψει από μικρός στην οικοδομή δίπλα στον πατέρα του κι έτσι διέκοψε το σχολείο από τα μισά της δευτέρας τάξης. Ίσα που ήξερε να διαβάζει και να γράφει κάτι ορνιθοσκαλίσματα. Ήξερε όμως την ιστορία κάθε  συγχωριανού του αλλά και των κατοίκων των γειτονικών χωριών, από πού ήρθε καθένας τους, πως ζούσε, πως ήταν τα χωριά, οι γειτονιές και τα χωράφια τους εκεί πέρα στην Μικρά Ασία, ποίες ήταν οι γιορτές και τα  πανηγύρια τους, πως ήρθε εδώ πέρα ο καθένας περνώντας χίλια μύρια κύματα, πως στάθηκε στα πόδια του, ποίος είναι ο ένας και ποίος ο άλλος …

Είχε δουλέψει σκληρά ο Κλεομένης, είχαν δουλέψει σκληρά και οι συγχωριανοί του. Ανεμοδαρμένοι αλλά με πείσμα για τη ζωή, πολλές φορές πικραμένοι από τη συμπεριφορά των ντόπιων Ελλαδιτών που τους έβλεπαν σαν ‘’Τούρκους και  Τουρκόσπορους’’, παρακατιανούς και άθλιους της πιο κατατρεγμένης  φτωχολογιάς, αυτοί επέζησαν και προχώρησαν. Έχτισαν σπίτια, έφτιαξαν χωριό, τον Βόσπορο, με όνομα να θυμίζει τη  βασιλεύουσα κι έδειξαν πως είναι Έλληνες πιο γνήσιοι από τους εδώ. Άλλωστε κουβαλούσαν πάνω τους όλη την ιστορία. Στα χώματά τους ήταν ο τάφος του Αχιλλέα, είχαν τον Όμηρο, τον μεγαλύτερο ποιητή, τον Ηρόδοτο, τον πατέρα της ιστορίας, τους πρώτους φιλοσόφους που αναζήτησαν την αιτία και την αρχή της ζωής με τη λογική τους στην ίδια τη φύση και στα μέρη τους ο Αλέξανδρος του Φιλίππου έκοψε με το σπαθί του τον Γόρδιο δεσμό και άπλωσε τον Ελληνικό πολιτισμό ως τα βάθη της Ασίας.

Τα ήξερε αυτά ο Κλεομένης για τις ρίζες τους. Ήταν Έλληνες πάππου προς πάππο.

          Και εδώ που ήρθαν όταν τους χρειάσθηκε η πατρίδα έτρεξαν.

        Ο Κλεομένης πολέμησε το ’40 στα βορειοηπειρωτικά βουνά και στη κατοχή έλαβε ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των  Γερμανών κατακτητών. Μαζί με άλλους πατριώτες έκανε σαμποτάζ στα γερμανικά αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα και τα πυρομαχικά εκεί δίπλα στο αεροδρόμιο. Γιατί οι πρόσφυγες ήξεραν τι θα ειπεί σκλαβιά  και τη μισούσαν…

Δίπλα του στο ανοιχτό ραδιόφωνο που τον συντρόφευε όλη τη νύχτα ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδούσε.

          ‘’ Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω …’’

-Ά, ρε Στελάρα, είσαι μέσα στη περίπτωση, μονολόγησε.

        Τα άστρα τρεμόσβηναν στον ουρανό. Το φεγγάρι είχε  εξαφανιστεί πέρα από την Σαλαμίνα και στη κορυφογραμμή του Υμηττού άρχιζε να σπάει το σκοτάδι.

-Όπου να ’ναι θα χαράξει, σκέφθηκε. Μόνο που δεν θα είναι γλυκοχάραμα αλλά πικροχάραμα για μένα.

        Σηκώθηκε και μπήκε μέσα στο σπίτι για τελευταία φορά. Περιέφερε το βλέμμα αργά-αργά σε κάθε γωνιά. Στην εστία έμεινε περισσότερο. Ένιωσε πως εκεί ήταν μαζωμένοι όλοι οι παλιοί. Ο πατέρας του, η μάνα του και ας είχαν πεθάνει προ πολλού.

-Τώρα θα φύγω κι εγώ από αυτό το σπίτι, σα να τους έλεγε. Πάλι πρόσφυγας.

Βγήκε έξω συγκινημένος. Ρόδιζε στον Υμηττό.

          -Να φύγω, σκέφθηκε. Να μη με προφθάσει ο ήλιος.

        Στο βάθος, από τη Γλυφάδα, έρχονταν εργάτες για να πιάσουν δουλειά στις μπουλντόζες. Φωνασκούσαν μες την αυγή αδιάφοροι για το τι θα έκαναν. Ήταν η τελευταία μέρα για τον Βόσπορο. Σήμερα θα γκρέμιζαν όλα τα σπίτια.

          - Περιμένετε, μωρέ, να φύγω, μουρμούρισε ο Κλεομένης.

          Σα στοιχειό έδειχνε έξω από το σπίτι του, δίπλα στα ερείπια.

          - Άιντε γειά, είπε σαν να αποχαιρετούσε το σπίτι του.

        Κίνησε να φύγει. Πήρε την οδό Ισμήνης ανεβαίνοντας κατά τη Νέα Ευρυάλη. Μερικά τετράγωνα πιο πάνω ήταν το νέο σπίτι του. Η γυναίκα του και τα παιδιά του τον περίμεναν.

        Προχωρούσε αργά, σκυφτός, χωρίς να θέλει να κοιτάξει πίσω του. Δεν ήθελε να ιδεί, δεν ήθελε να ακούσει.

Οι μπουλντόζες μούγκριζαν καθώς είχαν κιόλας ξεκινήσει τη δουλειά. Ο Κλεομένης καταλάβαινε τι γινόταν πίσω του αλλά δεν ήθελε να ιδεί. Δεν ήθελε να το πιστέψει…

        Για εκείνον το σπίτι του έμενε εκεί απείραχτο να τον περιμένει…

          Τα χρόνια πέρναγαν κι ο Κλεομένης απέφευγε να κοιτάζει κατά τον Βόσπορο. Κιάν καμιά φορά το βλέμμα του  στρεφόταν κατά εκεί, σήκωνε τη ματιά του πιο ψηλά για να αγναντέψει τη θάλασσα. Για εκείνον ο Βόσπορος ήταν εκεί.

        Όταν κατά το έτος 2000 ο πρωθυπουργός της χώρας ανακοίνωσε ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά το κλείσιμό του θα γίνει μητροπολιτικό πάρκο, ο Κλεομένης, γέρος πια, κάπου στα ογδόντα, άλλαξε τακτική. Κατηφόριζε συχνά τα δειλινά, την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου και εκεί στην οδό Περγάμου, στον τοίχο του αεροδρομίου, από τα συρματοπλέγματα, κοίταζε τον χώρο όπου ήταν ο  Βόσπορος. Εκεί τον βρήκα κι εγώ. Γνωριστήκαμε, συζητήσαμε, μου μίλησε για τον Βόσπορο που εγώ, νιόφερτος στη περιοχή, δεν γνώριζα.

        -Θέλω να ξαναπατήσω εκείνο το μέρος πριν πεθάνω, μου εξομολογήθηκε. Θα είναι σα να γυρίζω στο σπίτι μου.

        Με τον μπάρμπα-Κλεομένη κουβεντιάσαμε πολλές φορές για τα παλιά. Έτσι κεντρίσθηκε το ενδιαφέρον μου, μου ήρθε η ιδέα να γράψω την ιστορία της περιοχής. Του είπα τη σκέψη μου.

- Να γράψεις την ιστορία, μου είπε. Και να γράψεις ότι σαν γίνει πάρκο και πηγαίνει ο κόσμος μέσα, γιατί εγώ δεν θα ζω τότε, εκεί και έδειχνε με το δάχτυλό του τον Βόσπορο, να βάλουν μία πινακίδα που να γράφει:

          ΕΔΩ  ΗΤΑΝ  Ο  ΒΟΣΠΟΡΟΣ       [ή απλά ΒΟΣΠΟΡΟΣ]

 

[Άλμα στο μέλλον. Τελικά ο χώρος του παλιού αεροδρομίου θα οικοδομηθεί].

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20.     Τελευταία απαλλοτρίωση

        Η τελευταία απαλλοτρίωση για την επέκταση του αεροδρομίου   [θεωρούμε ότι] έγινε το 1972 στα Δικηγορικά. Με την υπ’ αρ. Δ 2930/3349/ 6-6-1972, ΦΕΚ 151 Δ, κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών  και Δημοσίων Έργων κηρύχθηκε ‘’αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα λόγω δημοσίας ωφελείας έκτασις συνολικού εμβαδού 20.426,80 τετρ. μ. δια την κατασκευήν εφεδρικού δυτικού διαδρόμου [15-33] του αερολιμένος Ελληνικού μετά ζώνης ασφαλείας πτήσεων τροχοδρόμων, οδού προσπελάσεως και επεκτάσεως νοτίου  δαπέδου αεροσκαφών’’.

        Έτσι μία λωρίδα στο πάνω μέρος των Δικηγορικών από το ρέμα και την οδό Ευρυάλης ως την οδό Προνόης [σημερινή Καραμανλή] απαλλοτριώθηκε. Επαύλεις, εξαίρετα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα, γκρεμίσθηκαν, δένδρα κόπηκαν και η έκταση που απαλλοτριώθηκε ισοπεδώθηκε και ενσωματώθηκε στο αεροδρόμιο.

        Συνολικά το αεροδρόμιο κατέλαβε περίπου 60 στρέμματα από τον Άλιμο, 4.800 από το Ελληνικό και 480 από τη Γλυφάδα.

        Παράλληλα στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 διαπλατύνθηκε η οδός Π. Φαλήρου-Βουλιαγμένης [σημερινή λεωφόρος Ποσειδώνος]. Για τη διαπλάτυνσή της απαλλοτριώθηκαν οι παρακείμενες οικίες.

        Είχαν αρχίσει στο μεταξύ λιγοστοί ιδιοκτήτες να εγκαθίστανται μόνιμα πλέον στα Δικηγορικά και με τη πάροδο του χρόνου, κατά τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, όλα τα κτίσματα σχεδόν κατοικήθηκαν μόνιμα. Κατά το 1970 γκρεμίσθηκαν και 2-3 βίλλες και στη θέση τους ανεγέρθησαν πολυκατοικίες. Η μόδα του διαμερίσματος και του κέρδους ενέσκηψαν απειλητικές και για τα Δικηγορικά. Έτσι έγινε και μία μικρή αγορά με μανάβικο, μπακάλικο, φούρνο, ζαχαροπλαστείο, κρεοπωλείο κλπ.

        Συνάμα, όπως είδαμε, τα βραχάκια της ακρογιαλιάς είχαν καλυφθεί από τις επιχωματώσεις και είχε δημιουργηθεί σε μερικά σημεία αμμουδιά που επέτρεπε στα χαμηλά εισοδήματα ακόμη να κατεβαίνουν στη Γλυφάδα και να κάνουν το μπάνιο τους στην ανοικτή  παραλία της.

        Νέα κέντρα όμως λειτούργησαν στη παραλιακή ζώνη από Φάληρο ως Βουλιαγμένη [πχ Δειλινά, Νεράιδα, Φαντασία κλπ] που εκ των πραγμάτων μείωναν τη πελατεία των Αστεριών αλλά και τη φήμη τους. Αλλά και άλλα νυχτερινά κέντρα αμερικάνικης νοοτροπίας, τα γνωστά μπαρ, άνοιξαν στη Γλυφάδα [κυρίως] για τις εξόδους των ανδρών της αμερικανικής βάσης Ελληνικού αλλά και του 6ου στόλου της Μεσογείου, όταν πλοία του κατέπλεαν στον Πειραιά, οι οποίοι άφηναν μεν πολύτιμο για τους επαγγελματίες συνάλλαγμα αλλά δημιουργούσαν και πολλά επεισόδια κάθε νύχτα στο κέντρο της Γλυφάδας.

 

21.     Και νέα επέκταση του σχεδίου πόλης

        Όπως είδαμε το δημοτικό συμβούλιο Γλυφάδας με την υπ’ αρ. 138/ 1964 απόφασή του είχε ζητήσει την ένταξη στο σχέδιο πόλης όλης της συνοικίας της Νέας Ευρυάλης κατά την επέκταση του σχεδίου πόλης Ευρυάλης που όμως δεν εισακούσθηκε  από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων.

        Υπό τη πίεση προφανώς των αυθαιρέτων οικιστών της περιοχής θα επανέλθει το 1972 με την υπ’ αρ. 84/1972 απόφασή του αλλά και την 197/1972, [οι οποίες δεν διασώζονται όμως στα αρχεία του  δήμου όπως με πληροφόρησαν] και τελικώς θα εγκρίνει την επέκταση του σχεδίου με την υπ’ αρ. 95/1976 απόφασή του.

        Από τη σχετική αλληλογραφία του δήμου Γλυφάδας με το  Υπουργείο Δημοσίων Έργων προκύπτει ότι το τελευταίο σχεδίαζε για το υπόλοιπο, κάτω, μέρος της σημερινής Νέας Ευρυάλης, μεγάλες  εκτάσεις να καταστούν κοινόχρηστοι χώροι [πλατείες, σχολεία, άλσος, εκκλησία κλπ] αλλά όμως βρήκε αντίθετο το δημοτικό συμβούλιο το οποίο με την υπ’ αρ. 89/1978 απόφασή του ‘’Απορρίπτει τη πρόταση [σ.σ. του Υπουργείου]… γιατί κρίνει ότι η προτεινόμενη  ρυμοτομική λύση είναι αντίθετη προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον τόσο του δήμου, όσο και των οικοπεδούχων, γιατί ουδέποτε θα μπορέσει ο δήμος να απαλλοτριώσει όλους τους προτεινόμενους κοινόχρηστους χώρους … Προτείνει … να αντιμετωπίσει το θέμα πλουσίων κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων σε συνδυασμό με την απομάκρυνση του αεροδρομίου και τη διάθεση των 6-7 χιλιάδων στρεμμάτων τα οποία αποτελούν το Δημόσιο αυτό κτήμα που  βρίσκεται σε συνέχεια του μικρού οικισμού Νέας Ευρυάλης’’. Το δημοτικό συμβούλιο θα εμμείνει στη θέση του και με την υπ’ αρ. 121/1978 απόφασή του διαφωνώντας ανοιχτά με το Υπουργείο θα ζητήσει να εφαρμοσθεί για τους κοινόχρηστους χώρους και την ένταξη στο σχέδιο γενικά η αρχική του θέση. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία εξαιτίας οικονομικών λόγων αλλά και έλλειψης διορατικότητας να δημιουργηθούν αρκετοί κοινόχρηστοι χώροι και με θλίψη μπορεί και σήμερα ο επισκέπτης της Νέας Ευρυάλης να διαπιστώσει ότι ακόμη οι κατά το τελικό σχέδιο κοινόχρηστοι   χώροι δεν έχουν διαμορφωθεί.

Στη παραπάνω όμως 89/1978 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου παρατηρούμε ότι τίθεται θέμα απομάκρυνσης του αεροδρομίου και συνάμα σημειώνεται οικισμός και περιοχή Νέας Ευρυάλης, δηλαδή χρησιμοποιείται το επίθετο Νέα, χρήση που από ό,τι φαίνεται γίνεται το πρώτον το 1972 με την υπ’ αρ. 84/1972 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου [επειδή η περιοχή ανήκει στη [παλιά] Ευρυάλη ο δε οικισμός είναι νέος].

        Τελικώς δημοσιεύθηκε το π. δ. της 11-12-1980, ΦΕΚ 106 Δ, ‘’περί τροποποιήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου  Γλυφάδος εις περιοχήν Ευρυάλης’’. [Στο τοπογραφικό σημειώνεται Νέα Ευρυάλη]. Κατά το π. δ. οικοδομικό σύστημα ορίζεται το πανταχόθεν ελεύθερο με ελάχιστες αποστάσεις πλαγίων και οπισθίων τα 4 μέτρα. Επίσης ορίζονται ελάχιστο πρόσωπο 15 μ., ελάχιστο βάθος 25 μ και ελάχιστο εμβαδόν 600 τετρ. μ. ενώ στα κατά παρέκκλιση ελάχιστο πρόσωπο 12 μ., ελάχιστο βάθος 18  μ. και ελάχιστο  εμβαδόν 250 τετρ. μ., μέγιστο ποσοστό κάλυψης το 40 0/0 και η  καλυπτόμενη επιφάνεια να μην υπερβαίνει τα 400 τετρ. μ., συντελεστής δόμησης 0,6, μέγιστο ύψος κτιρίων 10 μ. με επιπλέον στέγη 2 μ. χωρίς κτίσματα όμως κύριας χρήσης κάτω από αυτή. Απαγορεύεται η ανέγερση βιομηχανιών, βιοτεχνιών, αποθηκών επαγγελματικής χρήσης, σταύλων, ορνιθοτροφείων και πάσης  άλλης παρεμφερούς χρήσης εγκαταστάσεων. Άλλες χρήσεις  επιτρέπονται στον ισόγειο χώρο της οικοδομής χωρίς υπέρβαση του ύψους. Απαιτείται η έγκριση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας [και της Αρχαιολογικής υπηρεσίας] για τη χορήγηση οικοδομικής αδείας.

        Η επέκταση αφορά το τμήμα των οδών Αϊδινίου [μερικώς],  Δημοκρατίας, Ιφιγένειας, Πύργου και Περγάμου, καθέτους στις οδούς Ελ. Βενιζέλου και Ροδόπης, από το ρέμα ως το γκολφ [αλλά και τις  οδούς Έλλης, Κανδρή και κάποια αδιέξοδα στενοσόκακα]. Κι όπως παρατηρούμε στο σχεδιάγραμμα της ένταξης και στο τμήμα αυτό υπήρχαν αυθαίρετες κατοικίες προ του 1965 [βλ σχεδιάγραμμα επέκτασης σχεδίου πόλης στην αρχή του παρόντος έργου].

        Δεν εντάχθηκαν στο σχέδιο τα σπίτια στη ΒΑ πλευρά του γκολφ, τέρ-μα οδού Προνόης, η έκταση γύρω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και τμήματα γης έξω από και στη ΝΑ γωνία του αεροδιάδρομου δηλαδή διαγώνια και απέναντι από την είσοδο του γκολφ. Αλλά οι περιοχές αυτές δεν ανήκουν στη Νέα Ευρυάλη αλλά στη περιοχή του άλσους.

        Στο μεταξύ, τον Ιούνιο του 1978, ομάδα κατοίκων της Νέας  Ευρυάλης συνέστησε σύλλογο με την επωνυμία ‘’Εξωραϊστικός και  Εκπολιτιστικός σύλλογος Νέας Ευρυάλης’’ που αναγνωρίσθηκε με την υπ’ αρ. 2989/1979 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με το σύλλογο τα μέλη του επεδίωξαν από τη πολιτεία και τον δήμο την επίλυση των αρχικά τουλάχιστον οξυμένων προβλημάτων της γειτονιάς τους [σχολεία, συγκοινωνίες, αποχετεύσεις, ασφαλτοστρώσεις, διαμορφώσεις πλατειών, δενδροφυτεύσεις, αναπλάσεις ρέματος κλπ] πολλά των οποίων και σήμερα εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα.

 

 

 

22.     Μετά την επέκταση

                  Μετά την ένταξη στο σχέδιο και του τελευταίου τμήματος της Νέας Ευρυάλης ακολούθησε ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια βραδεία ανοικοδόμηση. Συνέτρεξαν πολλοί λόγοι. Ένας λόγος ήταν η άμεση γειτνίαση της περιοχής με το αεροδρόμιο και ο από αυτό  υπερβολικός θόρυβος αλλά και η μόλυνση του περιβάλλοντος από τα  αεροπλάνα. Το αεροδρόμιο του Ελληνικού δεχόταν πλέον μεγάλα αεροσκάφη και είχε σημαντική κίνηση τόσο με το εσωτερικό όσο και με το εξωτερικό. Οι αεροπορικές συγκοινωνίες και μεταφορές, οι εναέριοι δρόμοι, γνώριζαν μεγάλη κινητικότητα που συνεχώς  αυξανόταν.

                  Ύστερα η από τις εκλογές της 18-10-1981 προελθούσα κυβέρνηση ανέστειλε τις ως τότε μικρής βεβαίως έκτασης εργασίες κατασκευής του αεροδρομίου των Σπάτων και έτσι φαινόταν ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα εξακολουθούσε επί μακρόν να εξυπηρετεί τις  ανάγκες της πρωτεύουσας. Η φημολογία για ενδεχόμενες  απαλλοτριώσεις στις γύρω από το αεροδρόμιο του Ελληνικού περιοχές  ξαναφούντωσε ιδιαίτερα για την άκτιστη Νέα Ευρυάλη. Ξύπνησαν μνήμες για παλαιότερες επεκτάσεις του αεροδρομίου που σε  συνδυασμό με τους θορύβους των αεροσκαφών, ιδιαίτερα τις θερινές νύχτες με ανοιχτά παράθυρα, ήταν εφιαλτικοί και τη μόλυνση από τα καυσαέρια, ανέστειλαν ουσιαστικά την ανοικοδόμηση. Συνάμα οι τιμές των οικοπέδων ήταν χαμηλές, προσιτές σε ευρύτατα  στρώματα του πληθυσμού αν και για τους λόγους που σημειώθηκαν δεν υπήρχε και ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον. Επί πλέον ο  συντελεστής δόμησης του τελευταίου τμήματος της Νέας Ευρυάλης ήταν μικρός, καθιστούσε ασύμφορη την αντιπαροχή και αδύνατη την ανέγερση πολυκατοικιών. Η εποχή του διαμερίσματος για οικονομικούς λόγους δεν είχε ακόμη  τελειώσει, η απόσταση από το κέντρο της Αθήνας ήταν μεγάλη, οι  συγκοινωνίες κακές και αυτά σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων ήσαν λόγοι αποτρεπτικοί για οικοδόμηση της περιοχής. Έπρεπε να αλλάξουν οι συνθήκες, να ανατραπούν οι παραπάνω όροι, να κλείσει ο χρυσός κύκλος της αντιπαροχής για να στραφούν οι Νεοέλληνες αστοί από τη πολυκατοικία στη  μονοκατοικία. Όχι πως τέλειωσε η περίοδος ανέγερσης πολυκατοικιών [υπάρχουν πολλοί λόγοι που θα διαιωνίζουν αυτό το φαινόμενο] αλλά συνάμα από το όνειρο της απόκτησης διαμερίσματος στις δεκαετίες του ΄60,΄70 και ΄80, άρχισε να ανθίζει και η επιθυμία της μονοκατοικίας.

        Η μετά τις εκλογές της 8-4-1990  κυβέρνηση διακήρυξε τη πρόθεσή της να συνεχίσει τις εργασίες για τη κατασκευή του αεροδρομίου Σπάτων και στην ίδια γραμμή ενέμεινε και η νέα από τις εκλογές της 10-10-1993 κυβέρνηση η οποία μάλιστα με γοργούς ρυθμούς  εργασιών δια της κατασκευάστριας Γερμανικής εταιρείας κατέδειξε  πειστικά τη διάθεσή της για πρόοδο του έργου. Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τους όρους ανάθεσης του έργου το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα έκλεινε. Κατόπιν αυτού η περιοχή της Νέας Ευρυάλης είχε σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες να καταστεί μία εξαιρετική συνοικία της πρωτεύουσας ιδιαίτερα μάλιστα αν το αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά το κλείσιμό του και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων θα γίνει μητροπολιτικό πάρκο με χώρους πολλαπλών πολιτιστικών εκδηλώσεων.

        Είχε βελτιωθεί αισθητά το βιοτικό επίπεδο του Νεοέλληνα που ανήκε πλέον στη μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια, είχαν εκδηλωθεί απαιτήσεις για καλλίτερη ποιότητα ζωής, είχε καταστεί αφόρητη η ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας και των γύρω από αυτό πυκνοδομημένων  περιοχών εξαιτίας της μόλυνσης και των θορύβων, η ανοικοδόμηση είχε φουντώσει και πάλι με λογικό κόστος κυρίως εξαιτίας της πληθώρας των ξένων εργατών, η χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων είχε σχεδόν γενικευθεί και οι εκτός κέντρου αποστάσεις είχαν χρονικά περιοριστεί, η περιφέρεια γινόταν ελκυστική και έτσι ανέτειλε η εποχή της μονοκατοικίας για ευρύτερα κοινωνικά  στρώματα. Μετά από αυτά στη Κάτω Νέα Ευρυάλη άρχισαν να κτίζονται μονοκατοικίες μερικές μάλιστα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής που  μπορούν πάνω από τη πίστα του αεροδρομίου Ελληνικού να ατενίζουν ισότιμα τα αρχοντικά των Δικηγορικών. Ωστόσο δεν λείπουν και κακόγουστα κτίσματα-μονοκατοικίες κάτι που μπορούσε να  αποφευχθεί. Μία λχ αρνητική και εγκληματική για το περιβάλλον ενέργεια ορισμένων ιδιοκτητών και ιδία κατασκευαστών είναι και η κατά την ανοικοδόμηση εκσκαφή του οικοπέδου σε όλη την έκτασή του και η κατασκευή υπογείου σε όλο το χώρο με συνέχιση της  οικοδομής πάνω σε αυτό στα επιτρεπόμενα μεν ποσοστά με  επικάλυψη της ακάλυπτης οροφής, της ταράτσας του υπογείου με  ελαφρύ στρώμα χώματος και φύτευση θαμνοειδών ή χορτοτάπητα. Έτσι όμως ουσιαστικά δεν μένει χώρος, δεν υπάρχει βάθος για να αναπτυχθούν δένδρα. Μεγάλο πλεονέκτημα μίας περιοχής πέρα από τα χαμηλά κτίρια και τους ανοιχτούς χώρους είναι και τα  δένδρα, το πλούσιο πράσινο. Και αυτό το χρειάζεται η Νέα Ευρυάλη και μπορεί να το έχει στους ακάλυπτους χώρους, στις πρασιές, στα πεζοδρόμια [χωρίς καταστροφές των δένδρων για τη στάθμευση των αυτοκινήτων], στις πλατείες, στις αυλές των σχολείων και γενικά στους ελεύθερους χώρους. Θα της έδινε ομορφιά και ποιοτική, καλόγουστη, μεγαλοπρέπεια. Και θα την ένωνε αρμονικά με το  μητροπολιτικό πάρκο, όταν αυτό γίνει, καθώς και με τα Δικηγορικά και τη θάλασσα, προς τα εκεί δηλαδή που πρέπει να ‘’βλέπει’’ η Νέα Ευρυάλη.

 

23.     Στις αρχές του 21ου αιώνα

        Το πρωί της Πέμπτης, 29 Μαρτίου 2001, σαν ξύπνησαν οι κάτοικοι των γύρω από το αεροδρόμιο του Ελληνικού περιοχών δεν άκουσαν τον θόρυβο των αεροπλάνων αλλά τα κελαηδίσματα των πουλιών. Από το προηγούμενο απόγευμα και όλη τη νύχτα μία ατέλειωτη σειρά φορτηγών αυτοκινήτων μετέφερε αρχεία, έπιπλα, όργανα κλπ από το Ελληνικό στα Σπάτα. Οι τελευταίες πτήσεις από το αεροδρόμιο του Ελληνικού είχαν γίνει τη προηγούμενη μέρα. Η ουράνια πύλη των Αθηνών με την επαρχία και το εξωτερικό, το κοσμοπολίτικο συγκοινωνιακό κέντρο της πρωτεύουσας, που τόσες ιστορικές ημέρες και γεγονότα έζησε και δέθηκε στενά με τις γειτονικές περιοχές του, έκλεισε. Το αεροδρόμιο ‘’Ελευθέριος Βενιζέλος’’, στα Σπάτα, άνοιξε τις δικές του πύλες και η κίνηση στους αιθέρες για προσγειώσεις και απογειώσεις άρχισε στα Μεσόγεια.

        Με το κλείσιμο του αεροδρομίου Ελληνικού οι τιμές των οικοπέδων της Νέας Ευρυάλης και όχι μόνον αυτής εκτινάχθηκαν στα ύψη. Είχαν αρχίσει βέβαια να ανεβαίνουν από όταν κατέστη φανερό ότι το αεροδρόμιο του Ελληνικού θα έπαυε να λειτουργεί. Τώρα πλέον  μόνον οι αρκούντως εύποροι μπορούν να αγοράσουν οικόπεδο στη περιοχή και να κτίσουν μονοκατοικία. Το τίμημα ‘’παρείναι’’  υψηλό αλλά βεβαίως η περιοχή έχει ησυχία και οι προοπτικές της είναι ευοίωνες.

        Τη Δευτέρα, 15 Οκτωβρίου 2001, λειτούργησε για πρώτη φορά στη Νέα Ευρυάλη δημοτικό σχολείο ως 2ο και ως συνέχεια του 2ου   δημοτικού που λειτουργούσε στη περιοχή Καραχάλιου. Οι φωνές των παιδιών και το σχολικό κουδούνι ακούστηκαν για πρώτη φορά στη περιοχή  λόγω δε της συνεχούς οικοδόμησής της ο αριθμός των μαθητών διαρκώς αυξάνεται καθώς νέες οικογένειες εγκαθίστανται.

        Το πρωί του Σαββάτου 5 Ιανουαρίου 2002 έκπληκτοι οι κάτοικοι της Γλυφάδας και των παραθαλάσσιων εδαφών είδαν όλη τη περιοχή τους σκεπασμένη με χιόνι. Αυλές, κεραμοσκεπές, ταράτσες, μπαλκόνια, δένδρα, δρόμοι, άχτιστα οικόπεδα, το ρέμα, η πίστα του  αεροδρομίου, όλα καλυμμένα. Και στην ακρογιαλιά το χιόνι, η χιών, ερωτοτροπούσε με τον αφρό του κύματος, λευκά – κατάλευκα, σε μία από τις σπάνιες συναντήσεις τους στην ειδυλλιακή ακτογραμμή της Αττικής γης. Ξαναβρέθηκαν και τον επόμενο χρόνο [23,24/2] αλλά και τον μεθεπόμενο [13,14/2] και ποίος ξέρει πόσες φορές ακόμη κανόνισαν να συναντηθούν…

        Από τον Σεπτέμβριο του 2002 σε κτίριο στη διασταύρωση των οδών Ελ. Βενιζέλου και Ηρακλείου της Νέας Ευρυάλης λειτουργεί στο ισόγειο δημοτικός παιδικός σταθμός και στον α΄ όροφο γραφείο του ΟΚΑΝΑ.

        Από τον Σεπτέμβριο του 2003 στη διασταύρωση των οδών  Ροδόπης και Πύργου λειτουργεί νηπιαγωγείο.

        Τη Δευτέρα, 13 Σεπτεμβρίου 2004, άνοιξε τις πύλες του μετά πολλές περιπέτειες το 8ο γυμνάσιο Γλυφάδας στη Νέα Ευρυάλη και δέχθηκε μαθητές μόνο για την α΄ τάξη. Αξιοσημείωτη είναι η με πρωτοβουλία των μαθητών και μίας καθηγήτριας δενδροφύτευση του προαυλίου, τον Φεβρουάριο του 2005, καθώς και η από τους μαθητές επίσης  έκδοση ετήσιου περιοδικού με τίτλο ‘’Ο μαθητόΚΟΣΜΟΣ της  ΕΥΡΥΑΛΗΣ’’, 1ο φύλλο τον Μάιο του 2006 και 2ο τον Μάιο επίσης του 2007.

        Στη Νέα Ευρυάλη [που στη πλατεία της λίγα χρόνια μετά την ένταξή της περιοχής στο σχέδιο πόλης, κατασκευάσθηκε, γύρω στα 1992, μικρή παιδική χαρά και τελευταία διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι Ευρυαλιώτικο πανηγύρι σα συνέχεια παλαιότερων εκδηλώσεων] λειτουργεί μία μικρή αγορά [και κάθε Σάββατο λαϊκή για έξι μήνες στην οδό Ροδόπης και τους άλλους στη γειτονική Ματθαίου Λιούγκα] αλλά βεβαίως η περιοχή χρειάζεται αρκετά έργα στην οδό Ελ. Βενιζέλου, το ρέμα και τη πλατεία [η οποία δενδροφυτεύθηκε από τους κατοίκους μερικώς στις 6 Δεκεμβρίου 2009 όπως και ο πλησίον αυτής δημοτικός χώρος επί της οδού Πύργου]. [Τελικά η πλατεία διαμορφώθηκε σε ωραίο πάρκο με παιδική χαρά με δαπάνη της οικογένειας Ιωάννη Μαρτίνου, την άνοιξη του 2012, και το πανηγύρι γίνεται στο πάρκο ή την αυλή του παρακείμενου 2ου δημοτικού σχολείου].

        Στα Δικηγορικά αν και λειτουργούν ξενοδοχεία, βενζινάδικο, γραφεία εταιρειών, παλαιοπωλείο κλπ ωστόσο διατηρείται ακόμη το [αρχικό] πράσινο και κατά ένα μέρος, στην αρχιτεκτονική, ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού [στη δε πλατεία Φλέμινγκ έχει στηθεί από τον Ροταριανό όμιλο [1993] προτομή του Δημήτρη Ροντήρη [1899-1981 ενώ τελευταία ανασκευάσθηκε η εκκλησία και διαμορφώθηκε ο περίβολος της με μανδρότοιχο, καθιστικά, χώρους άθλησης κλπ και έγινε ‘’στέκι γειτονιάς’’].

        Περαίνοντας το παρόν πόνημα σκόπιμο είναι να σημειωθεί ότι παρότι ‘’η Γλυφάδα είναι ωραία’’, πρέπει και ‘’μπορεί να γίνει ωραιότερη’’, αν οι δημοτικοί ‘’άρχοντες’’  της εγκύψουν πάνω στα προβλήματα της και επιδιώξουν την επίλυσή τους, διασκεδάζοντες την μακρόχρονη απογοήτευση των κατοίκων της για την ως τώρα [από τους περισσοτέρους εξ αυτών και κατά κανόνα άνευ άξιου έργου] διαχείριση των δημοτικών πραγμάτων.

    [Υ.Γ. Η επόμενη εργασία μου για τη Γλυφάδα, υπό τον τίτλο, Νέα Ευρυάλη, η γειτονιά μου στη Γλυφάδα, που ήδη γράφεται, θα έχει και χρονολογικό χαρακτήρα αλλά θα περιέχει και κριτική και προτάσεις].

 

 

Περιεχόμενα

Χάρτης Δικηγορικών, Βοσπόρου και Νέας Ευρυάλης                      σελίδα    5     

Χάρτης Νέας Ευρυάλης [επέκταση σχεδίου]                                                   6                                     

Εισαγωγή                                                                                                          7

       1.         Από τη προϊστορία ως το 1831                                                             9

       2.         Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Γλυφάδας                                            10       

       3.         Το κτήμα της Γλυφάδας                                                                        14       

       4.         Τοπωνύμια                                                                                            15    

       5.         Η Γλυφάδα στις αρχές του 20ουαιώνα                                                 17

       6.         Ευρυάλη                                                                                                22

       7.         Οικισμός Δικηγόρων                                                                             25

       8.         Ο Βόσπορος                                                                                           35

       9 .        Χασάνι, Κομνηνά, Ελληνικό, Σούρμενα                                                41

     10.         Πολιτικό Αεροδρόμιο Αθηνών                                                               43

     11.         Ανατολικά του Βοσπόρου                                                                       44

     12.         Ο πόλεμος και η κατοχή                                                                         48

     13.         Μετά την απελευθέρωση                                                                        51

     14.         Τα πρώτα σπίτια στη περιοχή της σημερινής Νέας Ευρυάλης               56

     15.         Η επέκταση του αεροδρομίου                                                                 60

     16.         Το γκολφ                                                                                                  63

     17.         Η επέκταση του σχεδίου πόλης                                                               65

     18.         Αποχαιρετισμός στον Βόσπορο                                                               67

     19.         Το τελευταίο βράδυ [διήγημα]                                                                69

     20.         Τελευταία απαλλοτρίωση                                                                       73

     21.         Και νέα επέκταση του σχεδίου πόλης                                                     74

     22.         Μετά την επέκταση                                                                                76

 2323.         Στις αρχές του 21ου αιώνα