Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

‘’Η ανθισμένη αμυγδαλιά’’ [διήγημα]


Καταλάβαμε ότι ερχόταν στην αίθουσα από τον χαρακτηριστικό ήχο που έκαναν τα τακούνια της στο μωσαϊκό. Σα ν’ αντηχούσαν στο διάδρομο.
-Είναι η καινούργια, είπαμε σιγανά μεταξύ μας.
Σηκωθήκαμε όρθιοι για την υποδοχή πριν την ιδούμε.
Μπήκε στη τάξη μεγαλοπρεπής.
Ήταν νέα και ωραία. Πρωτευουσιάνα.
Εντυπωσιαστήκαμε.
-Καλημέρα, παιδιά. Καθίστε, μας είπε.
Αργήσαμε λιγάκι να καθίσομε καθώς τη κοιτάζαμε.
Φορούσε αδιάβροχο, σφιγμένο με τη ζώνη στη μέση και ριγμένη τη κουκούλα στη πλάτη. Έβρεχε έξω και είχε κάποιες σταλαγματιές πάνω της, σα δροσοσταλίδες.
Γενάρης του 1967 στην Αρεόπολη. Πήγαινα στη πρώτη λυκείου. Λίγους μήνες αργότερα η δικτατορία θα τη μετονόμαζε σε τετάρτη γυμνασίου.
Είχαμε κενή εκείνη την ώρα γιατί υπήρχαν πολλές ελλείψεις σε καθηγητές και ο διευθυντής έστειλε τη φιλόλογο, δεσποινίδα-…, πρωτοδιόριστη, που πριν λίγε μέρες είχε έρθει στο σχολείο, να μας απασχολήσει για μια ώρα.
-Θα σας διαβάσω μερικά ποιήματα από τη νεοελληνική ανθολογία, είπε.
Έκανε μια βόλτα στο διάδρομο, ανάμεσα στις σειρές των θρανίων, ζήτησε ησυχία και ανέβηκε στο βάθρο. Μπροστά στον πίνακα έμοιαζε με ζωγραφιά.
Ξεκίνησε με την ανθισμένη αμυγδαλιά του Δροσίνη.
‘’Εκούνισε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της
κι εγέμισε από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά και τα μαλλάκια της…’’.
Απήγγειλε όρθια, επιβλητική. Σγουρά μαλλιά περιπεπλεγμένα, ροδαλό πρόσωπο και τα γυαλάκια της.
Μουντός καιρός έξω, συννεφιασμένος στο καταχείμωνο. Είχε πάλι αρχίσει να βρέχει, η βροχή χτυπούσε τα τζάμια των παραθύρων και έτρεχε έξω.
Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, απέναντι από την έδρα. Ήμουν προσηλωμένος στη καθηγήτρια. Τα λόγια της τα έκανα με τη φαντασία μου εικόνα καθώς τα μάτια μου θάμπωναν. Η καθηγήτρια μπροστά μου άλλαζε, μεταμορφωνόταν. Τα μαλλιά, το πρόσωπο, η πλάτη, οι ώμοι, τα χέρια, όλο το αδιάβροχό της γιόμιζαν άνθη. Γινόταν η ίδια ανθισμένη αμυγδαλιά.
Τη κοίταζα και δεν έβλεπα τίποτε άλλο. Δεν άκουγα ούτε τα λόγια της. Ένιωθα μπροστά της συνεπαρμένος…
Έξω στον ανοιχτό πετρόκαμπο της Αρεόπολης ανάμεσα στις ελιές ξεπρόβαλαν οι ανθισμένες αμυγδαλιές. Εντυπωσιακό θέαμα, για λίγες όμως ημέρες. Σύντομα ο βοριάς και η βροχή θα έριχναν κάτω τα άνθη τους. Κι οι αμυγδαλιές, χωρίς άνθη, δεν θα ήταν ιδιαίτερα ξεχωριστές από τις ελιές. Ο πετρόκαμπος της Αρεόπολης θα είχε ξανά μια μονότονη ομοιομορφία.
Και η καθηγήτρια που, όπως όλοι σχεδόν οι συνάδελφοί της, θεωρούσε την Αρεόπολη ως τόπο ‘’εξορίας’’, και απ’ όταν ήρθε προσπαθούσε, με κάθε μέσον, να μετατεθεί στη πρωτεύουσα ή άλλο μεγάλο αστικό κέντρο, τα είχε καταφέρει και μάλιστα αρκετά σύντομα.
Λίγες μέρες μετά έφυγε…
Η βαρυχειμωνιά θα κρατούσε μερικούς μήνες και η άνοιξη θ’ αργούσε να έρθει στην Αρεόπολη…
[Σημείωση. Τώρα, πενήντα τρία χρόνια μετά από τότε, η καθηγήτρια θα είναι, από χρόνια συνταξιούχος, ‘’κοντή γριούλα με κάτασπρα μαλλιά και τα γυαλάκια της’’].
                                       Σταύρος Πατρικουνάκος