Το πρώτο Σάββατο του Σεπτεμβρίου του 1960 καθώς ακόμη δεν είχαν ανοίξει τα σχολεία -θα πήγαινα στην τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου Βαχού- η μάνα μου, νωρίς το πρωί, φόρτωσε στο γαϊδούρι χοντρά, ξερά ξύλα ελιάς και με εντόλιασε -επειδή η ίδια δεν μπορούσε- να πάω να τα πωλήσω στον φούρνο, στην Αρεόπολη, μια διαδρομή πεζοπορίας μεγαλύτερης της μιας ώρας από το χωριό μου.
Πρώτη φορά θα πήγαινα μόνος στην Αρεόπολη και ένιωθα υπερήφανος για την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε η μάνα μου αλλά και για την ελευθερία που θα είχα σε ένα μικρό ταξίδι.
Μόνος δεν ήμουν, εντελώς, γιατί και άλλοι χωριανοί πήγαιναν με τα γαϊδούρια τους στην Αρεόπολη για να πωλήσουν ή αγοράσουν τα αναγκαία αγαθά αλλά και Τσεροβιώτες, από το πίσω από το δικό μου χωριό. Στον Σταυρό που πέρασα είχαν μπει ‘’στο ποτάμι της διαδρομής’’ ή θα έμπαιναν μετά από εμένα και άλλοι για το παζάρι από την Κελεφά, τη Γέρμα και τη Λαγκάδα. Ένα διακεκομμένο καραβάνι ανθρώπων με φορτωμένα γαϊδούρια κατευθυνόταν προς την Αρεόπολη.
Το ίδιο φαντάζομαι ότι γινόταν και από τη νότια είσοδο της κωμόπολης που θα έρχονταν από τη Μέσα Μάνη και την Προσηλιακή.
Στην πορεία μου αντάμωσα το λεωφορείο που πήγαινε στην Αθήνα, πάντα καθυστερημένο εξαιτίας της παλαιότητάς του αλλά και του χωματόδρομου. Αντάμωσα και τρεις βοσκούς με τα πρόβατά τους, διαδοχικά, που τα οδηγούσαν στα βοσκοτόπια της βόρειας πλαγιάς του βουνού της Αρεόπολης που λέγεται Αρκουδόλατσα.
Πηγαίνοντας με προσπέρασε, μετά πολλά λεπτά της ώρας που με ακολουθούσε -και όλο έλεγα πότε θα με φθάσει- ένα τρακτέρ που πήγαινε με ταχύτητα βιαστικού πεζοπόρου. Αγκομαχούσε στον δρόμο και χοροπηδούσε, ιδιαίτερα η καρότσα του, αφού ο χωματόδρομος είχε πολλές μικρές λακκούβες και πολλές μικρές πέτρες που εξείχαν. Αμφιβάλλω αν, λόγω των τρανταγμάτων, έμεινε αλώβητη έστω και μια από τις ντομάτες που είχε στα καφάσια της καρότσας του.
Φθάνοντας στην Αρεόπολη πρώτο κτίσμα της ήταν το επιβλητικό γυμνάσιο που το κοίταζα από μακριά με δέος. ‘’Γερά χτισμένο, απλόχερα, μακριά από της κωμόπολης τα σοκάκια, με τα πορτοπαράθυρα των τοίχων περίσσια, να έρχεται ο κυρ Ήλιος διαφεντευτής’’ [Παλαμάς].
΄΄Πότε θα έρθω και εγώ εδώ να φορέσω το μαθητικό πηλήκιο με την κουκουβάγια’’, σκέφθηκα. [Οι μικροί βιάζονται να μεγαλώσουν].
Στο προαύλιο του γυμνασίου βρίσκονταν παιδιά -τα πιο πολλά ήταν αγόρια- που περίμεναν να χτυπήσει το κουδούνι για να μπουν μέσα. Ήταν παιδιά που είχαν τελειώσει τον Ιούνιο το δημοτικό στα χωριά τους, είχαν δώσει, αρχές Ιουλίου, ‘’εισιτηρίους’’ εξετάσεις για την πρώτη γυμνασίου αλλά είχαν αποτύχει και τώρα τις επαναλάμβαναν. Ήταν επίσης και οι επανεξεταστέοι των γυμνασιακών τάξεων που είχαν απορριφθεί σε ένα ή δυο μαθήματα τον Ιούνιο και τώρα τα έδιναν για να περάσουν την τάξη ή να πάρουν το απολυτήριο.
Λίγο μετά το γυμνάσιο ένα διώροφο, ύστερα το τηλεγραφείο απέναντι τους ο αλευρόμυλος και πιο κάτω, σε αυλή, φραγκοσυκιές. Απέναντι πολλά μικρά δωμάτια, διαστάσεων τρία επί τρία και ύψος δυο, που νοίκιαζαν οι μαθητές του γυμνασίου οι προερχόμενοι από τα μακρινά χωριά. Στη συνέχεια, αριστερά, καθώς πήγαινα, ήταν ένα υποτυπώδες βενζινάδικο, ‘’το νοτιότερο της ηπειρωτικής Ευρώπης’’ και δυο μπακάλικα, στο ένα ήταν και το συμβολαιογραφείο. Αμέσως μετά ήταν ένα χοιροστάσιο και δίπλα το μικρό φωτογραφείο. Απέναντι ένας πύργος με μεγάλη αυλή, ένα εστιατόριο και λίγο πιο κάτω το βιβλιοπωλείο που απέναντι του ορθωνόταν ένας πύργος και δίπλα σε αυτόν το σαμαροποιείο-πεταλωτήριο. Μετά το βιβλιοπωλείο ήταν ένα κουρεία και ένα διώροφο, μικρό ξενοδοχείο με ένα[;] δωμάτιο αν τύχαινε να έρθει ξένος. Δίπλα ήταν το καφενείο του Νιαρχάκου, κέντρο της καθημερινής κοινωνικής ζωής των κατοίκων για τα νέα και τα ζητήματα της κωμόπολης, στέκι των γεωργών και κτηνοτρόφων, της λαϊκής τάξης δηλαδή της Αρεόπολης. Το καφενείο ήταν και σταθμός του λεωφορείου και μαζευόταν κόσμος να ιδεί ποιοι έρχονται, ποιοι φεύγουν και τι νέα φέρνουν από την Αθήνα. Σε αυτό γίνονταν οι συγκεντρώσεις της ΕΡΕ [Δεξιάς] και οι κινηματογραφικές προβολές σαν ερχόταν ο επιχειρηματίας από το Γύθειο.
[Έξω, στη μικρή πλατεία των διδύμων εκκλησιών, γινόταν η επίσημη υποδοχή του βασιλιά, όποτε ερχόταν και είχε έρθει κάμποσες φορές. Οι κάτοικοι χτυπούσαν τις καμπάνες, φώναζαν, ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ, ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ και όλοι ήταν ευχαριστημένοι].
Μπροστά από τις δίδυμες εκκλησίες μια λακκούβα, που με το νερό της βροχής γινόταν λούμπα, απλωνόταν σε όλο το πλάτος του δρόμου και οι περαστικοί ακροπατούσαν, σύρριζα στον τοίχο, για να περάσουν και η κοινότητα Αρεοπόλεως για χρόνια δεν έλεγε να την καλύψει.
Συνεχίζοντας την περιήγηση προς τα πάνω, ανατολικά, με θέα το βουνό Αρκουδόλατσα, δεξιά ήταν ένα μανάβικο, ένα άλλο μαγαζί με κατεψυγμένα προϊόντα πάγου, ένα κρεοπωλείο, ένα μπακάλικο και απέναντι άλλο ένα μπακάλικο. Στη γωνία του δεξιού μπακάλικου, όπως προχωρούσα, έστριψα δεξιά και έφθασα στον φούρνο. Ο φούρναρης με βοήθησε να ξεφορτώσω τα ξύλα, τα ζύγισε, ήταν πενήντα οκάδες, τα αγόρασε με τριάντα λεπτά την οκά, έκανα και εγώ την πράξη με μολύβι και χαρτί ‘’μη με γελάσει’’ και μου έδωσε δεκαπέντε δραχμές. Τον παρακάλεσα να αφήσω το γαϊδούρι στη μάντρα του για να κάνω μια βόλτα στην Αρεόπολη, το δέχθηκε και έτσι έφυγα για την πλατεία σαν πρωτόβγαλτος περιηγητής που άπληστα ‘’άρμεγε με τα μάτια του’’ όσα έβλεπε.
Περνώντας το φαρμακείο στη γωνία, απέναντι ήταν το καφενείο του Κατσάκου, όπου σύχναζαν ο ειρηνοδίκης, οι καθηγητές, οι δάσκαλοι -η γιάτρισσα αν και κάπνιζε δεν πήγαινε γιατί οι γυναίκες και τα παιδιά δεν σύχναζαν στα καφενεία- ο οδοντίατρος, ο αγρονόμος, ο κτηνίατρος, ο έφορος, ο ταμίας, ο υπάλληλος του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, συνταξιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι και κάποιοι εγγράμματοι και ευκατάστατοι νοικοκυραίοι της Αρεόπολης, δηλαδή η ‘’υψηλή’’ κοινωνία της, απόμακρη από τον ντόπιο γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό. Δίπλα ένα μπακάλικο και στη συνέχεια ένα εστιατόριο, πάνω από το οποίο, στον πρώτο όροφο, ήταν το ειρηνοδικείο. Αμέσως μετά ήταν το καφενείο του μπάρμπα-Νίκου του Σαγιάκου, στέκι όσων Αρεοπολιτών δεν ήταν φανατικοί δεξιοί και ήθελαν να ξεχάσουν τις φρικαλεότητες του αδελφοκτόνου σπαραγμού που είχε γνωρίσει η περιοχή πριν δέκα και πλέον χρόνια. Στη Μάνη το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα εξακολουθούσε να είναι βαρύ αν και παρατηρούνταν σημάδια εκτόνωσης. Σε αυτό το καφενείο σύχναζαν και οι κρυπτοδημοκρατικοί. [Πως λέμε ότι στην Τουρκία υπάρχουν κρυπτοχριστιανοί έτσι και στη Μάνη υπήρχαν κρυπτοδημοκρατικοί]. Το Σάββατο όμως, λόγω γειτνίασης με τον χώρο του παζαριού, γινόταν κυρίως καφενείο των ξενοχωριτών [ξενομεριτών] γιατί εκεί κάθονταν οι άντρες που έρχονταν για το παζάρι από τα χωριά της Μάνης. Γινόταν έτσι υπερτοπικό κέντρο καθώς οι θαμώνες του έφερναν τα νέα των χωριών τους και έδιναν μια εικόνα όλης της Μάνης.
Είχα όμως φθάσει στο Αγιάτικο [σημερινή πλατεία Αθανάτων], στον ανοιχτό χώρο της αγοράς, μια μεγάλη αλάνα στη μέση της οποίας, εκεί όπου σήμερα, περίπου, είναι ο ανδριάντας του Πετρόμπεη, υπήρχε μια στήλη με μαρμάρινη πλάκα η οποία έφερε ανάγλυφο της Δόξας με ενδυμασία αρχαίας ιέρειας να κρατά με υψωμένα τα χέρια στεφάνι δάφνης για να στεφανώσει εκείνους που θυσιάσθηκαν για την πατρίδα.
Υπήρχε κόσμος πολύς και γαϊδούρια δεμένα στη σειρά και διαφόρων ειδών προϊόντα απλωμένα στο παζάρι.
Ανακατεύτηκα με τους πωλητές και αγοραστές, περπατώντας ανάμεσα στους πάγκους, τα κοφίνια και τα καφάσια όπου είχαν ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, βλήτα, σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια, αχλάδια, από τις εύφορες κοιλάδες της βορειοανατολικής Μάνης αλλά και γουρουνόπουλα, κοτόπουλα, αμύγδαλα, ρίγανη, φασκόμηλο, λούπινα, μυζήθρες, τυριά, σύκα κίτρινα και ασκάδια, Ήταν ένα ζωηρό πανηγύρι που συμμετείχαν, σχεδόν, ‘’όλα της Μάνης τα χωριά’’.
Μου άρεσε να ακούω τα παζαρέματα που έκαναν πωλητές και αγοραστές με τη Μεσομανιάτικη προφορά και τους ιδιωματισμούς της τοπικής γλώσσας, ‘’κορώνα μου, καΐλα μου, κακοντέλικο, κλιμαντούρα, ’κει ’σια πάνου, παντέχου, άχυουρα, μπουζία, φουλία, πουλία, παιδία, παίζουσι, γράφουσι, πάουσι [-ω], μωρή Λιού, λω θειά-Μήτσαινα’’ και άλλα.
Όμως έβλεπα μια μεγάλη αντίθεση. Στο καφενείο του μπάρμπα-Νίκου κάθονταν οι άνδρες από τα Μανιατοχώρια. Ήταν παλιοί συμμαθητές, παλιοί γνώριμοι από τον στρατό, τα χίτικα ή τα τάγματα ασφαλείας, συμπέθεροι, μπατζανάκηδες, κουμπάροι που συναντιούνταν με την ευκαιρία του παζαριού, έπιναν καφέ ή κρασί και στο τέλος μάλωναν για το ποιος θα κεράσει, ΄΄Μη και μας περάσουν για τίποτα διακονιαραίους’’ αν και όλους τους έδερνε άγρια φτώχεια. Ήταν όμως οι αγάδες.
Γιατί έξω στο παζάρι ήταν οι είλωτες, οι πολυβασανισμένες γυναίκες, οι ηρωίδες, οι θρυλικές Μανιάτισσες μανάδες, οι στύλοι του σπιτιού που σήκωναν αγόγγυστα και ως Άτλαντες τα βάρη της οικογένειας,
‘’Σερνικομάνες με τ’ αγόρια αρμαθιά,
αντρογυναίκες και σκληρές σαν αμαζόνες’’,
μαυροφορεμένες και με τις μαύρες μαντήλες [γάζες] στο κεφάλι
–‘’όλο και κάποιον θα θρηνούσαν και θα μοιρολογούσαν’’-
τις έβλεπα να κάνουν όλες τις δοσοληψίες και τους λογαριασμούς αν και αγράμματες οι περισσότερες.
Ζύγιζαν τα προϊόντα που πωλούσαν με το καντάρι που ως μονάδα μέτρησης είχε την οκά αν και πριν λίγα χρόνια την είχε αντικαταστήσει το χιλιόγραμμο [κιλό]. Και επειδή λίγες είχαν καντάρι τα έδιναν και στις άλλες και έτσι τα καντάρια ‘’περιφέρονταν’’ στην αγορά.
Υπήρχαν και δυο-τρεις έμποροι από το Γύθειο που πωλούσαν υφάσματα και διάφορα ψιλικά. Ένας πωλούσε και διλογίτικα παπούτσια που έμοιαζαν μεταξύ τους αλλά ήταν λίγο διαφορετικά και για αυτό τα πωλούσε σε χαμηλή τιμή και διαλαλούσε την πραμάτειά του,
‘’Φθηνά, φθηνά, για τη φτωχολογιά’’.
Τα ‘’τάγματα των ξυπόλητων’’ αγοριών έπρεπε να ποδεθούν πριν πάνε στο σχολείο.
Τα σχολεία θα ξεκινούσαν σε μία βδομάδα και οι γονείς έπρεπε να κάνουν την εγγραφή των παιδιών τους. Πεντακόσιες δραχμές εγγραφή για κάθε τάξη του γυμνασίου. [Τριάντα τρία και πλέον φορτία ξύλα στον φούρνο]. Χώρια τα βιβλία, τα τετράδια και η ενοικίαση δωματίου στην Αρεόπολη για όσα παιδιά προέρχονταν από χωριά. Τα έξοδα ήταν πολλά. Η παιδεία δεν ήταν δωρεάν και για αυτό μερικοί γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα -και πολλά καλά μυαλά χάθηκαν- αλλά τα έστελναν να βόσκουν τα αγριοκάτσικα στα βουνά.
Αυτό ήταν και το παράπονο του μπάρμπα-Γιάννη και τώρα, ογδόντα χρονών και με έντονη γεροντική άνοια, κάθε τόσο ξέφευγε από την επιτήρηση των δικών του και τραβούσε κατά το γυμνάσιο. Έτσι και εκείνο το Σάββατο πέρασε από το παζάρι και πολλοί τον ρωτούσαν.
-Που πας μπάρμπα- Γιάννη;
-Πάω να γραφτώ στο γυμνάσιο, τους απαντούσε.
Κανένας όμως δεν τολμούσε να τον περιγελάσει γιατί ο γιός του, έλεγαν, ότι είχε στο κατώι του κρυμμένη μια κασέλα γεμάτη όπλα από την εποχή του εμφύλιου που υπηρετούσε στα τάγματα ασφαλείας και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να εμπαίζει τον πατέρα του.
Δεν έτυχε όμως ίδιου ή ανάλογου σεβασμού στο παζάρι και ένας πρωινός γερο-μεθύστακας, άκληρος και μάγκουφος, που έλεγε ότι θέλει να αγοράσει ψάρια και τραγουδούσε,
‘’Να μου τηγανίζεις ψάρια, να μου φτιάχνεις σκορδολιά’’.
Ευτυχώς που κατέφθασε η γριά του και τον μάζεψε.
Και αφού είδα πολλά στο παζάρι, είπα να γνωρίσω και την υπόλοιπη Αρεόπολη και ξεκίνησα μια βόλτα προς τα κάτω, στο πλακόστρωτο του κεντρικού δρόμου, Αγιάτικο-Ταξιάρχης, ανάμεσα στα πυργόσπιτα. Με εντυπωσίαζαν οι πινακίδες των μαγαζιών. Ήταν πολλές. Στο χωριό μου υπήρχαν τέσσερες. Μια για το μπακάλικο και τρεις για τα καφενεία. Εδώ διάβαζα, ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ, ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟΝ, ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ, ΠΡΑΤΗΡΙΟΝ ΣΙΓΑΡΕΤΤΩΝ, ΚΟΥΡΕΊΟΝ, ΕΜΠΟΡΟΡΑΦΕΊΟΝ, ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ, ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟΝ, ΟΠΩΡΟΠΩΛΕΙΟΝ, ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ.
Την προσοχή μου τράβηξε ένα μικρό ισόγειο δωμάτιο πάνω στο τραπέζι του οποίου είδα σκορπισμένα πολλά χαρτιά. Ήταν το γραφείο της εφημερίδας ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΝΕΑ που εξέδιδε ο Γιάννης Φρατζεσκάκης. Πέταξε ο νους μου ψηλά. Να έγραφα και εγώ σε εφημερίδα, είπα…
[Λίγες μέρες μετά, που άνοιξαν τα σχολεία, ξεκίνησα και με ένα φύλλο από το πρόχειρο τετράδιο έβγαλα την πρώτη εφημερίδα με το όνομα, ‘’Τα νέα του χωριού’’. Στην πρώτη σελίδα είχα γράψει τις τελευταίες ειδήσεις ότι μετά τα πρωτοβρόχια που οι χωριανοί ‘’βγήκαν’’ στα χωράφια να οργώσουν για να σπείρουν σιτάρι έσπασε το αλέτρι του μπάρμπα-Νέστορα και για να το αντικαταστήσει κόπιασε όλο το απόγευμα, ότι ο δάσκαλος έδωσε τέσσερες βεργιές, από δυο σε κάθε χέρι, στον Ορέστη γιατί ήτα αδιάβαστος και ότι ο Πελοπίδας που ο πατέρας του ήταν αντιπρόσωπος του βουλευτή … έγινε χωροφύλακας και έφυγε για τη σχολή. Στη δεύτερη σελίδα περιέγραψα τον ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ της ε΄ και της στ’ τάξης που έγινε την προηγούμενη μέρα στο προαύλιο του σχολείου. Η εφημερίδα βγήκε σε ένα αντίτυπο και είχε έναν μόνον αναγνώστη, εμένα που την εξέδιδα, καθώς τα άλλα παιδιά δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Εξέδωσα και άλλο φύλλο, μετά καιρό, αλλά στο τέλος αφού δεν είχε αναγνωστικό κοινό την έκλεισα. ‘’Χάθηκε, μια πηγή της ιστορίας του χωριού’’].
Συνεχίζοντας στο καλντερίμι της Αρεόπολης, αμέριμνος, έξω από τον Ταξιάρχη, τρία παιδιά που έπαιζαν, μόλις με είδαν, πετάχτηκαν εξαγριωμένα, με έβρισαν, μου πέταξαν πέτρες και στη συνέχεια μου επιτέθηκαν με τις γροθιές τους. Με έσωσε από τα χέρια τους μια γριά που τα μάλωσε αυστηρά. Ευτυχώς τη σεβάστηκαν και την υπάκουσαν
Δεν ήμουν από τη γειτονιά τους, δεν ήμουν από το χωριό τους αλλά από άλλο και ως ξένος δεν ήμουν ευπρόσδεκτος. Το αρχαίο Σπαρτιατικό πνεύμα της ξενηλασίας που έβλεπαν τους ξένους εχθρικά και καχύποπτα μη τυχόν και εισάγουν ‘’καινά δαιμόνια’’ ίσχυε ακόμη. Μόνο στον χώρο της αγοράς είχα ‘’δικαίωμα’’ να κινούμαι. Ο Ξένιος Ζευς με προστάτευε εκεί όπου συναντιόταν με τον Κερδώο Ερμή. Επέστρεψα, γρήγορα, στο Αγιάτικο αλλά και εκεί με περίμενε άλλη έκπληξη.
Ένας γέρος -θα ήταν ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου που το σύνορό του προς το Αγιάτικο οριζόταν με τοίχο, ξερολιθιά, και στον οποίο τοίχο είχαν σφηνώσει ξύλινους και σιδερένιους πασσάλους για να δένουν τα γαϊδούρια τους οι επισκέπτες του παζαριού- έκοβε με ένα μεγάλο μαχαίρι τα σχοινιά των δεμένων γαϊδουριών. Και αυτός εμφορείτο από το πνεύμα της ξενηλασίας και το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας.
Ελεύθερα, πλέον, τα σαμαρωμένα γαϊδούρια άλλα από τα αρσενικά δαγκώνονταν και κλωτσιούνταν μεταξύ τους και άλλα κυνηγούσαν τα θηλυκά που έτρεχαν στο παζάρι και έτσι δημιουργήθηκε ένα πανδαιμόνιο καθώς τα γαϊδούρια σκορπούσαν τους πάγκους, τα κοφίνια και τα καφάσια με τις πραμάτειες των μικροπωλητών. Έγινε χάος. Μαζεύτηκε εκεί όλος ο κόσμος. Οι άνδρες, πιο επιφυλακτικοί, συγκρατούνταν μην οξυνθούν τα πράγματα και οδηγηθούν σε ακραίες καταστάσεις -μερικοί ίσως να είχαν και πιστόλι, ο γέρος έφερε μαχαίρι- προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον αγέρωχο ιδιοκτήτη που φώναζε,
‘’Δικός μου είναι ο τοίχος, τον κάνω ό,τι θέλω’’.
Έλα όμως που ήταν και οι Μανιάτισσες οι οποίες δεν μπορούσαν να κρατήσουν την οργή τους και αφού ο γέρος, ανένδοτος, συνέχιζε τη δουλειά του, τον έλουσαν με χίλες βρισιές και κατάρες,
‘’Ένας παλιογάιδαρος, που είναι γέρος και άμυαλος’’.
‘’Να μη προφτάσεις να ξυστείς, ξερός να πέσεις στη στιγμή’’,
και καθώς δεν είχαν αποτέλεσμα και εκείνος συνέχιζε ‘’τη δουλειά του’’, δεκάδες Μανιάτισσες πήραν τις πέτρες -το προαιώνιο όπλο της Μάνης που αφθονεί στην περιοχή- και τον έβαλαν στόχο.
Με βροχή τις πέτρες ο δράστης έφυγε τρέχοντας, σίγουρα έχοντας και κάποιους κουσκούνους στο ‘’ξερό του το κεφάλι’’. Υπό τη γυναικεία επίθεση εγκατέλειψε την ιδιοκτησία του, από τους πλέον ιερούς θεσμούς στη Μάνη, για τον οποίο θεσμό και το απρόσβλητό του, ακόμη και ‘’για μια αυλακιά ή μια πέτρα στο σύνορα’’, γίνονταν σκοτωμοί και γδικιωμοί.
Έτσι είδα, από κοντά και σε μεγάλη έκταση, πως μάχονταν, παλιά, οι Μανιάτισσες, με τις πέτρες κατά των εχθρικών τους σοϊών αλλά και κατά των Οθωμανών επιδρομέων και των πειρατών.
Κοιτάζοντας ανατολικά, στη βόρεια κορυφή του βουνού Αρκουδόλατσα, το ασβεστωμένο ξωκκλήσι του Προφήτη-Ηλία έμοιαζε σαν αποδιωγμένο περιστέρι που είχε κουρνιάσει ψηλά να φωνάζει,
-Μανιάτες και Μανιάτισσες, ειρήνη υμίν.
Όταν επανήλθε η ηρεμία στην αγορά, μετά πολλές συζητήσεις και σχόλια για το γεγονός, πήγα και πήρα το γαϊδούρι για να φύγω. Είχα πολλές παραστάσεις, ‘’είδαν πολλά τα μάτια μου’’.
Περνώντας από το βιβλιοπωλείο σταμάτησα και αγόρασα το παιδικό περιοδικό ‘’Ο Μικρός ΗΡΩΣ’’ που εξέδιδε στην Αθήνα ο καταγόμενος από τη Μάνη Στέλιος Ανεμοδουράς και γυρίζοντας στο χωριό μου άρχισα να το διαβάζω καβάλα στο γαϊδούρι.
Σταύρος Πατρικουνάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου